Τεράστιο «ψαλίδι» σε κοινωνικές παροχές, επιδόματα ανεργίας αλλά και αύξηση φόρων και εισφορών προβλέπει το τελικό σχέδιο του Προϋπολογισμού για το 2022, καθώς, εν μέσω πανδημίας, αλλά και του κύματος ακρίβειας η κυβέρνηση αποφάσισε, παρά την «εκρηκτική» ανάπτυξη που προβλέπει για φέτος, αλλά και το 2022, να μειώσει μια σειρά από προνοιακά επιδόματα, τα οποία κανονικά θα έπρεπε να ενισχύσει, εφόσον διαμηνύει πως επιθυμεί τη στήριξη των ευπαθών νοικοκυριών.
Συγκεκριμένα, τα επιδόματα ανεργίας «ψαλιδίζονται» του χρόνου κατά 199.000.000 ευρώ, όπως και οι παροχές ασθένειας κατά 245.000.000 ευρώ, ενώ ο Προϋπολογισμός για τις προνοιακές παροχές θα είναι «κουρεμένος» κατά 49.000.000 ευρώ. Παράλληλα, οι παροχές ανέργων του ΟΑΕΔ μειώνονται κατά 149.000.000 ευρώ, όπως και οι παροχές υγείας του ΟΑΕΔ, από τα 504.000.000 ευρώ, στα 436.000.000.
Στον αντίποδα, τα οικογενειακά επιδόματα παρουσιάζονται ενισχυμένα κατά 75.000.000 ευρώ, τα σχολικά γεύματα κατά 18.000.000 ευρώ και τα επιδόματα ΑμεΑ κατά μόλις 5.000.000 ευρώ.
Επιπλέον φόροι και εισφορές
Την ίδια ώρα, ο νέος Προϋπολογισμός προβλέπει σημαντική αύξηση των φορολογικών εσόδων, αλλά και των ασφαλιστικών εισφορών! Για το 2022 τα έσοδα από φόρους προβλέπεται να αυξηθούν κατά σχεδόν 3,5 δισ. ευρώ, στηριζόμενα κυρίως στους φόρους της κατανάλωσης που θα συνεισφέρουν κατά περίπου 2,2 δισ. ευρώ, ενώ οι φόροι εισοδήματος θα φέρουν στα κρατικά ταμεία επιπλέον 1,3 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, οι ασφαλιστικές εισφορές παρουσιάζονται αυξημένες κατά σχεδόν 518.000.000 ευρώ, καθώς από τα 21,81 δισ. ευρώ που εκτιμάται ότι θα διαμορφωθούν φέτος θα αυξηθούν στα 22,33 δισ. ευρώ το ερχόμενο έτος.
Το σχέδιο του Προϋπολογισμού προβλέπει «εκρηκτική» ανάπτυξη 6,9% φέτος, ενώ για το 2022 εκτιμά ότι η αύξηση του ΑΕΠ θα αγγίξει το 4,5%. Πρόκειται για μια πιο συντηρητική εκτίμηση για τη φετινή χρονιά σε σχέση με τις πρόσφατες προβλέψεις της ίδιας της Κομισιόν, που έκανε λόγο για ανάπτυξη φέτος της τάξεως του 7,1%.
Η σωρευτική ανάπτυξη των ετών 2021-2022 αυξάνεται στο 11,7%, σηματοδοτώντας ότι κατά το έτος 2022 όχι μόνο αναμένεται να αποκατασταθεί το επίπεδο του εγχώριου προϊόντος του 2019, αλλά αυτό να αυξηθεί περαιτέρω, κατά 1,7%. Χαρακτηριστικό στοιχείο της οικονομικής ανάπτυξης είναι η σημαντική μείωση του ποσοστού ανεργίας, από 16,5% τον Σεπτέμβριο του 2020, σε 13% τον Σεπτέμβριο του 2021.
Στα ύψη το χρέος
Ακόμα μια χρονιά η Ελλάδα αναμένεται να διαθέτει ένα τεράστιο χρέος, το οποίο ως ποσοστό του ΑΕΠ θα βρεθεί κάτω από το «ψυχολογικό» όριο του 200% και συγκεκριμένα φέτος θα υποχωρήσει στο 197,1% του ΑΕΠ και το 2022 θα καταγράψει περαιτέρω μείωση στο 189,6%. Ωστόσο, λόγω του τεράστιου ελλείμματος που θα συνεχίσει να καταγράφει η ελληνική οικονομία, το χρέος θα αυξηθεί κατά σχεδόν 5 δισ. ευρώ, καθώς από τα 350 δισ. ευρώ θα ανέλθει του χρόνου στα 355 δισ.
Το τελικό κείμενο δεν περιέχει «εκπλήξεις», καθώς περιλαμβάνει τις κυβερνητικές εξαγγελίες όπως παρουσιάστηκαν τον Σεπτέμβριο στη ΔΕΘ και δεν γίνεται καμία επιπλέον αναφορά στη λήψη νέων μέτρων.
Μεταξύ άλλων προβλέπει:
- Επεκτείνονται έως το τέλος του 2022 η απαλλαγή από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης και η μείωση των τριών μονάδων των ασφαλιστικών εισφορών στον ιδιωτικό τομέα. Κόστος 1,58 δισ. ευρώ για το 2021 και 1,65 δισ. ευρώ για το 2022.
- Επεκτείνεται η εφαρμογή των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ στις μεταφορές, στον καφέ και σε μη αλκοολούχα ποτά, στους κινηματογράφους, στις θεατρικές παραστάσεις, στις συναυλίες και στο τουριστικό πακέτο έως τον Ιούνιο του 2022. Το κόστος ανέρχεται σε 249.000.000 ευρώ για το 2021 και 211.000.000 ευρώ για το 2022.
- Μειώνεται ο συντελεστής ΦΠΑ στα γυμναστήρια και στις σχολές χορού από 24% σε 13% από τον Οκτώβριο του 2021 έως τον Ιούνιο του 2022. Το δημοσιονομικό κόστος ανέρχεται σε 1.000.000 ευρώ για το 2021 και 4.500.000 ευρώ για το 2022.
- Από το πρόγραμμα επιδότησης παγίων δαπανών συμψηφίζονται οφειλές συνολικού ύψους 458.000.000 ευρώ, εκ των οποίων 215.000.000 ευρώ προς την Εφορία και 243.000.000 ευρώ προς τα ασφαλιστικά ταμεία.
- Επεκτείνεται το πρόγραμμα των 100.000 νέων θέσεων εργασίας για άλλες 50.000 νέες θέσεις μέχρι εξαντλήσεώς τους. Το δημοσιονομικό κόστος του προγράμματος εκτιμάται σε 296.000.000 ευρώ για το 2021 και 186.000.000 ευρώ για το 2022.
- Το πρόγραμμα «Πρώτο Ένσημο»: Όλοι οι νέοι από 18 έως 29 ετών που δεν έχουν προηγούμενη εργασιακή εμπειρία και θα προσληφθούν εντός του 2022 λαμβάνουν συνολικό ποσό ύψους 1.200 ευρώ για τους πρώτους έξι μήνες απασχόλησης, εκ των οποίων το 50% αποτελεί επιδότηση μισθολογικού κόστους και το 50% προσαύξηση μισθού. Το δημοσιονομικό κόστος ανέρχεται σε 28.000.000 ευρώ για το 2022.
- Φορολογικά κίνητρα για τη χρήση των ηλεκτρονικών συναλλαγών: Από τον Ιανουάριο του 2022 και έως το 2025, το 30% των δαπανών που πραγματοποιούνται με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής προς συγκεκριμένους επαγγελματικούς κλάδους και μέχρι του ποσού των 5.000 ευρώ ετησίως εκπίπτει από το φορολογητέο εισόδημα των φυσικών προσώπων.
- Από τον Ιανουάριο του 2022 μειώνεται ο φόρος νομικών προσώπων από το 24% στο 22%. Το δημοσιονομικό κόστος ανέρχεται σε 183.000.000 ευρώ.
- Επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο κίνησης σε νέους αγρότες και αγρότες-μέλη συνεργατικών σχημάτων για το έτος 2022, με το δημοσιονομικό κόστος να αγγίζει τα 50.000.000 ευρώ.
Ο Προϋπολογισμός συμπεριλαμβάνει (όπως υποχρεούται από την Κομισιόν) μια δυσμενή εκτίμηση για την πορεία του ΑΕΠ το επόμενο έτος, σε περίπτωση που το ΑΕΠ μειωθεί κατά 1% και αντί για 4,5% η ανάπτυξη του 2022 θα διαμορφωθεί στο 3,5%. Με βάση το δυσμενές σενάριο, ένα «φρένο» στην ανάπτυξη θα οδηγούσε σε επιπλέον δημοσιονομική επιβάρυνση της τάξης των 850.000.000 ευρώ.
«Ναρκοπέδια» πανδημία και ενεργειακή κρίση
Μια σειρά από δημοσιονομικούς κινδύνους μπορούν να «απειλήσουν» την εκτέλεση του νέου Προϋπολογισμού, οι οποίοι σχετίζονται με την εξέλιξη της πανδημίας, καθώς τυχόν διατήρηση των κρουσμάτων σε υψηλά επίπεδα ή περαιτέρω αύξησή τους κατά τους επόμενους μήνες μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα, ιδίως σε κλάδους όπως ο τουρισμός.
Στο επίκεντρο του νέου σχεδίου βρίσκεται η πορεία της ενεργειακής κρίσης, με το οικονομικό επιτελείο να «καραδοκεί» για τη λήψη επιπρόσθετων μέτρων, σε περίπτωση που συνεχιστεί το «ράλι» τιμών. Σε αυτή την περίπτωση αναμένεται να επηρεαστεί αρνητικά η πρόβλεψη για ισχυρή ανάπτυξη.
Αυτοί οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι μπορεί να οδηγήσουν στη λήψη επιπλέον μέτρων στήριξης, κυρίως για τις ανατιμήσεις, εκτροχιάζοντας τον Προϋπολογισμό, καθώς ήδη το έλλειμμα για το έτος 2022 προβλέπεται στα 10,17 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 1,998 δισ. ευρώ, σε σχέση με τον στόχο του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2022-2025.
Μια άλλη πιθανή πηγή κινδύνου για τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις του Προϋπολογισμού σχετίζεται με τη σταδιακή κατάργηση μιας σειράς έκτακτων μέτρων ενίσχυσης, τα οποία έδωσαν σημαντική ανάσα στην αγορά τους προηγούμενους μήνες, ωστόσο, παρά τους νέους περιορισμούς που θέτει η κυβέρνηση, δεν θα συνεχιστούν για την ενίσχυση νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Μειωμένα κατά 70.000.000 ευρώ τα έσοδα από τον ΕΝΦΙΑ
Προτού καν ολοκληρωθεί το σχέδιο για τον νέο ΕΝΦΙΑ, το Υπουργείο Οικονομικών εντάσσει στον νέο Προϋπολογισμό μια μείωση του φόρου για το 2022, κατά σχεδόν 70.000.000 ευρώ. Σύμφωνα με το τελικό κείμενο που κατατέθηκε στη Βουλή, προβλέπεται η είσπραξη εσόδων από τον ΕΝΦΙΑ το 2022, σχεδόν 2.503 δισ. ευρώ, όταν φέτος τα βεβαιωμένα έσοδα ανέρχονται στα 2,57 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, μετά την αναπροσαρμογή του ΕΝΦΙΑ με βάση τις νέες αντικειμενικές αξίες, οι οποίες αυξάνονται στις περισσότερες περιοχές της χώρας, αυτό το «όφελος» των 70.000.000 ευρώ δεν αποκλείεται να «ροκανιστεί» με συνοπτικές διαδικασίες. Πληροφορίες από το οικονομικό επιτελείο επισημαίνουν ότι η διαμόρφωση του νέου ΕΝΦΙΑ θα καθυστερήσει ακόμα δύο – τρεις μήνες, προκειμένου να ανακοινωθεί το πολύ έως το τέλος Φεβρουαρίου, καθώς το 2022 ο φόρος των ακινήτων θα καταβληθεί (όπως όλα δείχνουν) από τον Μάρτιο έως τον Δεκέμβριο του 2022, δηλαδή σε 10 μηνιαίες δόσεις.
Αίσθηση έχει προκαλέσει το γεγονός ότι το Υπουργείο Οικονομικών έχει βγάλει από την ατζέντα τη μείωση κατά 8%, η οποία αποτελεί προεκλογική δέσμευση της κυβέρνησης, ωστόσο είχε «παγώσει» το 2020 λόγω της πανδημίας.
Μια από τις σημαντικές αλλαγές που θα φέρει ο ανασχεδιασμός του ΕΝΦΙΑ θα είναι η ενσωμάτωση του συμπληρωματικού φόρου στον κύριο φόρο. Ωστόσο, ο συμπληρωματικός φόρος θα διατηρηθεί εμμέσως, καθώς το σενάριο που επεξεργάζεται το οικονομικό επιτελείο προβλέπει ότι θα καταβάλλεται από τους ιδιοκτήτες όχι στην περίπτωση που το σύνολο της περιουσίας τους υπερβαίνει τα 250.000 ευρώ, όπως ισχύει σήμερα, αλλά για κάθε ακίνητο που διαθέτουν με αξία πάνω από το συγκεκριμένο ποσό. Μάλιστα, η συγκεκριμένη τροποποίηση θα αφορά μόνο φυσικά πρόσωπα, και όχι τις επιχειρήσεις.
Εκρηκτική αύξηση τζίρου σε τουρισμό και εστίαση
Καλύτερα από το αναμενόμενο φαίνεται πως κινήθηκαν οι τουριστικές επιχειρήσεις και η εστίαση κατά το τρίτο τρίμηνο του έτους, όπως αποτυπώνεται στα στοιχεία που έδωσε της ΕΛΣΤΑΤ. Με τη βαριά βιομηχανία της χώρας να ανεβάζει ρυθμούς τη φετινή σεζόν έναντι της περσινής κατά την οποία υπήρχαν σημαντικοί περιορισμοί, οι επιχειρήσεις που ασχολούνται με το τουριστικό προϊόν φαίνεται να αύξησαν σημαντικά τον τζίρο τους.
Συγκεκριμένα, τα έσοδα για τις επιχειρήσεις καταλυμάτων έφτασαν τα 3,6 δισ., με αύξηση 125% έναντι του 2020, ενώ ο τζίρος της εστίασης διαμορφώθηκε στα 2,3 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 36,5%. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η μεγαλύτερη αύξηση στον κύκλο εργασιών των τουριστικών επιχειρήσεων παρατηρήθηκε στην Περιφερειακή Ενότητα Μυκόνου κατά 244%, με τον τζίρο να διαμορφώνεται στα 158.000.000 ευρώ, ενώ σημαντική άνοδο κατέγραψε και η Σαντορίνη κατά 214%, με τον τζίρο να ξεπερνά τα 184.000.000 ευρώ.
Σημαντική ήταν και η αύξηση στον κλάδο της εστίασης, με τη Μύκονο και τη Σαντορίνη, τα δυο δημοφιλή νησιά της χώρας μας, να βλέπουν τεράστια αύξηση. Τον μήνα Αύγουστο ο τζίρος στις επιχειρήσεις εστίασης της Μυκόνου αυξήθηκε κατά 188% και διαμορφώθηκε στα 53.480.000 ευρώ, ενώ τον Σεπτέμβριο η αύξηση ήταν της τάξεως του 216,3%, στα 27.360.000 ευρώ.
Αντίστοιχες αυξήσεις στον τζίρο παρουσίασαν και οι επιχειρήσεις εστίασης της Σαντορίνης. Τον Αύγουστο ο τζίρος ανήλθε στα 43.700.000 ευρώ και τον Σεπτέμβριο στα 33.600.000 ευρώ, επιβεβαιώνοντας την καλή πορεία του φετινού τουρισμού.