Ο νέος διευθύνων σύμβουλος του Χρηματιστηρίου Αθηνών Γιάννος Κοντόπουλος, που αποτελεί προσωπική επιλογή του οικονομικού συμβούλου του πρωθυπουργού Αλέξη Πατέλη, έρχεται να αναλάβει με μια συγκεκριμένη αποστολή να συγχωνεύσει την Αθήνα στο Euronext των Βρυξελλών.
Κάτι τέτοιο, ωστόσο, προκαλεί αντιδράσεις από τις εγχώριες χρηματιστηριακές εταιρίες που βλέπουν να μειώνονται τα μερίδια αγοράς και να απειλείται η βιωσιμότητά τους. Την ίδια ώρα, το 2022 ξεκίνησε με νέο μπαράζ διαγραφών, καθώς μετά την Καραμολέγκος, την έξοδο από το Χ.Α. παίρνει και η Νίκας, αφήνοντας χωρίς εκπρόσωπο τον κλάδο των αλλαντικών, όπως έχει συμβεί και με τον κλάδο των ιχθυοκαλλιεργειών.
Οι τελευταίες πληροφορίες αναφέρουν ότι μέχρι το τέλος της χρονιάς θα παραμείνει στο Χρηματιστήριο ως σύμβουλος διοίκησης ο πρώην CEO της ΕΧΑΕ Σωκράτης Λαζαρίδης. Ο νέος διευθύνων σύμβουλος Γιάννος Κοντόπουλος θα αναλάβει καθήκοντα αύριο Δευτέρα 31 Ιανουαρίου, όταν θα συνεδριάσει το διοικητικό συμβούλιο της ΕΧΑΕ και θα εγκριθεί η τοποθέτησή του ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου.
Στις προτεραιότητες του νέου διευθύνοντος συμβούλου είναι:
α) η κατάρτιση πλαισίου για την είσοδο στο Χρηματιστήριο Αθηνών εταιριών της ποντοπόρου ναυτιλίας
β) η δημιουργία κλάδου υποστηρικτικού για τη μετάβαση στην πράσινη ανάπτυξη
γ) η συγχώνευση του ελληνικού Χρηματιστηρίου, μέσω απορρόφησης. Οι πληροφορίες της «κυριακάτικης δημοκρατίας» αναφέρουν ότι στόχος είναι η συγχώνευση διά απορρόφησης με το χρηματιστήριο Euronext των Βρυξελλών
Ποιος είναι
Ο Γιάννος Κοντόπουλος είναι partner, chief macro strategist στο CQS Fund στο Λονδίνο, με προϋπηρεσία σε UBS και Merrill Lynch, ενώ έχει διατελέσει CEO στη Eurobank Asset Management. Είναι απόφοιτος των πανεπιστημίων Columbia και Harvard των ΗΠΑ. Έχει εργαστεί σε ανώτερες διευθυντικές θέσεις της χρηματαγοράς στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο και στην Αθήνα.
Ξεκίνησε την καριέρα του στη Wall Street, στη Salomon Brothers. Έχει διατελέσει managing director σε δύο από τις μεγαλύτερες διεθνείς τράπεζες επενδύσεων, όπως η UBS και η Merrill Lynch, όπου δημιούργησε και διηύθυνε μεγάλες ομάδες κορυφαίων αναλυτών, χτίζοντας ένα εκτεταμένο διεθνές δίκτυο επαφών με μεγάλους και σημαντικούς επενδυτικούς οίκους ανά τον κόσμο. Στην Ελλάδα έχει εργαστεί ως chief investment officer της Eurobank καθώς και ως διευθύνων σύμβουλος της Eurobank Asset Management, της μεγαλύτερης εταιρίας διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων στη χώρα. Έχει εργαστεί επίσης και σε καίριες θέσεις σε hedge funds του εξωτερικού με επενδύσεις δισεκατομμυρίων στην παγκόσμια αγορά.
Μαύρο ρεκόρ! 14 διαγραφές εισηγμένων τη χρονιά που πέρασε
Ρεκόρ διαγραφών εισηγμένων εταιριών κατεγράφη το 2021 στο Χρηματιστήριο, καθώς έφθασαν τις 14 οι διαγραφές για το 2021, όσες είχαν πραγματοποιηθεί και το 2018, ενώ την τελευταία διετία 2019-2020 είχαν διαγραφεί συνολικά 22 εταιρίες από 11 εταιρίες σε κάθε έτος. Συνολικά την τρέχουσα διετία 2020-2021 διεγράφησαν 25 μετοχές.
Στη διάρκεια του 2021 οι μετοχές που έφυγαν από το Χρηματιστήριο είναι οι εξής: Κεραμεία Αλλατίνη Α.Ε., Axon Συμμετοχών, Ναυτιλιακή Εταιρεία Λέσβου, Eurobrokers, DIVERSA A.E.B.E, Forthnet, Ναυτεμπορική, Euromedica, Νεώριον, Paper Pack Τσουκαρίδης, ΙΑΣΩ, Newsphone, ΓΕΚΕ και Creta Farm.
Η σημαντική υποχώρηση των τιμών των μετοχών στα χρόνια της κρίσης αλλά και αμέσως μετά τη φούσκα του 1999 ήταν η βασική αιτία να ανθήσει η βιομηχανία των δημόσιων προτάσεων και εξαγορών από offshore εταιρίες και μάλιστα πολλές φορές ιδιοκτησίας των βασικών μετόχων. Οι εξαγορές αυτές και οι δημόσιες προτάσεις έγιναν με ληστρικούς πολλές φορές όρους εις βάρος των μικρομετόχων.
Παράλληλα, αρκετές εισηγμένες διαγράφηκαν από το Χ.Α. λόγω ανυπέρβλητων οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζαν. Πολλά χρόνια η χρηματιστηριακή αγορά βιώνει αυτό το μαρτύριο με τις εταιρίες-ζόμπι που παρέμειναν στο ταμπλό και χιλιάδες επενδυτές είδαν να απαξιώνονται τα χαρτοφυλάκιά τους.
Ειδική κατηγορία αποτελούσαν επίσης οι εξαγορές των θυγατρικών πολυεθνικών εταιριών, καθώς η πολιτική αυτή των ομίλων είναι να παραμένει η μητρική εταιρία στις βασικές μεγάλες αγορές και να αποχωρούν οι θυγατρικές από τα περιφερειακά χρηματιστήρια, όπως είναι και η Αθήνα.
Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι τρεις είναι οι λόγοι που οδηγούν τις εταιρίες σε διαγραφή των μετοχών τους από το χρηματιστηριακό ταμπλό. Πρώτος λόγος είναι η εξοικονόμηση κεφαλαίων, αφού έρευνα έχει δείξει ότι για εταιρίες μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης το κόστος συμμετοχής μπορεί να φτάσει το 1%-3% του κύκλου εργασιών. Δεύτερος, σε περίπτωση χαμηλής τιμής, η έξοδος έχει πλεονεκτήματα για τους μετόχους που αγοράζουν μετοχές σε φθηνές τιμές – βραχυπρόθεσμο όφελος. Τρίτος, η νομοθεσία, που απαλλάσσει την πολυεθνική από την υποχρέωση περιοδικής δημοσιοποίησης στοιχείων, αγοράς ιδίων μετοχών ή αύξησης κεφαλαίου.
Από κει και πέρα το ζητούμενο για τη χρηματιστηριακή αγορά και ειδικότερα για τη διοίκηση του Χρηματιστηρίου Αθηνών είναι να προσελκυστούν μεγάλες εταιρίες σε κεφαλαιοποίηση, δηλαδή από 300.000.000 ευρώ και πάνω. Καλές είναι οι προσπάθειες για μικρές εταιρίες να εκκολαφθούν και να μεγαλώσουν, αλλά η αγορά έχει ανάγκη από ισχυρές εταιρίες με διεθνή αναγνώριση που θα δυναμώσουν και τη χρηματιστηριακή αξία της αγοράς.
Είναι πασιφανές ότι το Χρηματιστήριο Αθηνών που παραμένει υποβαθμισμένο από το 2013 δεν μπορεί να συνεχίσει να στηρίζεται από τις 17 εταιρίες της υψηλής κεφαλαιοποίησης που έχουν κεφαλαιοποίηση άνω του 1 δισ. ευρώ και μία δεκάδα μετοχών της υψηλής κεφαλαιοποίησης. Η πλειοψηφία των εισηγμένων παραμένει αδρανής με ανύπαρκτες επιχειρηματικές εξελίξεις, που έχει ως αποτέλεσμα χιλιάδες κωδικοί επενδυτών να παραμένουν απενεργοποιημένοι.
Tα 22 χρόνια που έχουν περάσει από την έλευση του millennium έχουν διαγραφεί συνολικά 298 εταιρίες. Πρόκειται σχεδόν για διπλάσιο αριθμό εταιριών που αποχώρησαν σε σύγκριση με τον σημερινό αριθμό των εισηγμένων, που είναι 157.