Η εκτόξευση του ενεργειακού κόστους σφίγγει ολοένα και περισσότερο τη θηλιά γύρω από τον λαιμό των επιχειρηματιών της εστίασης. Η πλειονότητά τους βρίσκεται σε απόγνωση βλέποντας το κόστος της λειτουργίας να αυξάνεται διαρκώς, τη στιγμή που η κυβερνητική στήριξη παραμένει αναιμική.
«Οι επιχειρήσεις μας, πολύ μικρές, μικρές και μικρομεσαίες, πέρασαν από μνημόνια, περικοπές, πανδημία και τώρα πόλεμο. Μετά τη δυστοπική πραγματικότητα της πανδημίας καλούμαστε να διαχειριστούμε, αφημένοι στην τύχη μας, τη δυστοπία του ενεργειακού κόστους, που, όπως και η πανδημία, θα “σκοτώσει” πολλές επιχειρήσεις» υπογραμμίζει ο Κύκλος Επαγγελματιών Εστίασης σε επιστολή του προς τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και τους υπουργούς Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα, Ανάπτυξης Αδωνη Γεωργιάδη, και Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστα Σκρέκα.
Επισημαίνει ότι μέσα στο 2022 το κόστος για το φυσικό αέριο αυξήθηκε κατά 68%, στον ηλεκτρισμό κατά 79%, και έπεται συνέχεια, και στο πετρέλαιο θέρμανσης κατά 58,5%, υποστηρίζοντας ότι η ανεξέλεγκτη πορεία που ακολουθούν τα τιμολόγια ενέργειας τινάζουν στον αέρα κάθε οικογενειακό και επαγγελματικό σχεδιασμό.
Την ίδια στιγμή η ΔΕΗ είδε την κερδοφορία της να εκτινάσσεται πάνω από τα 870.000.000 ευρώ, ενώ τουλάχιστον τρεις από τις ιδιωτικές εταιρίες παροχής ρεύματος φέρονται ότι δεν αποδίδουν στον ΔΕΔΔΗΕ τις υποχρεώσεις τους, παρότι εξακολουθούν να πληρώνονται από τους καταναλωτές. «Το νέο άλμα του πληθωρισμού στο 8,9% τον Μάρτιο, το υψηλότερο ποσοστό από το 1995, έχει γίνει εφιάλτης για τις επιχειρήσεις μας, επιφέροντας οικονομική ασφυξία όχι μόνο σε εμάς, αλλά και στους εργαζομένους μας» σημειώνει ο Κύκλος Επαγγελματιών Εστίασης.
Καλεί την κυβέρνηση να προχωρήσει σε νομοθετική ρύθμιση για σταθερή χρέωση της κιλοβατώρας, ώστε να παύσει η εξάρτηση της τιμής του ρεύματος από τη χρηματιστηριακή τιμή του φυσικού αερίου, όταν μάλιστα το φυσικό αέριο συμμετέχει κατά 38% στην παραγωγή του ρεύματος. Μέχρι να συμβεί αυτό, η κυβέρνηση θα πρέπει να επιδοτήσει τουλάχιστον το 70% του ενεργειακού κόστους των επιχειρήσεων εστίασης, μια κι αυτό σε πολλές περιπτώσεις ισοδυναμεί με 2, 3 ή 4 ενοίκια μηνιαίως, να βάλει πλαφόν στη ρήτρα αναπροσαρμογής, και να μειώσει τον ειδικό φόρο κατανάλωσης.