Σε ένα πολύ κατατοπιστικό άρθρο τους, οι Financial Times παρουσιάζουν στοιχεία που αναφέρουν πως η Ρωσία έχει εξάγει ορυκτά καύσιμα αξίας 63 δισ. ευρώ μέσω πλοίων και αγωγών, μετά την επίθεσή της στην Ουκρανία, με τα περισσότερα να πηγαίνουν στην ΕΕ.
Οι μεγαλύτεροι εισαγωγείς ρωσικού άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου ήταν η Γερμανία, η Ιταλία και η Κίνα, σύμφωνα με ανάλυση του εμπορίου δια αγωγών και θαλάσσης, από το Κέντρο Έρευνας για την Ενέργεια και τον Καθαρό Αέρα (CREA).
Συγκεκριμένα, το Russian Energy Export Tracker είναι ένα πρότζεκτ που αναπτύχθηκε από την CREA για να ρίξει φως σε λεπτομέρειες σχετικά με τις εξαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία και πώς αυτές άλλαξαν μετά την εισβολή στην Ουκρανία.
«Αυτό το κάνουμε παρακολουθώντας τις λεπτομερείς κινήσεις των πλοίων και τις ροές των αγωγών με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες», αναφέρει ο οργανισμός.
Πλοία που ναυλώθηκαν από εταιρείες ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των ExxonMobil, Shell και TotalEnergies, συνέχισαν να μεταφέρουν ρωσικά ορυκτά καύσιμα τον Απρίλιο, δήλωσε ο οργανισμός, ο οποίος παρακολουθεί πλοία που φεύγουν από ρωσικά λιμάνια από τα τέλη Φεβρουαρίου.
Η στρατιωτική επιχείρηση στην Ουκρανία έχει προκαλέσει μια σειρά από δυτικά εμπάργκο και κυρώσεις σε αγαθά και άτομα. Αλλά η έρευνα του CREA υπογραμμίζει πώς η Μόσχα συνέχισε να φέρνει έσοδα από τα ίδια τα κράτη (ορισμένα εξ αυτών) που επιδιώκουν να την απομονώσουν.
Τα βασικά σημεία της έρευνας του CREA:
- Από την αρχή της εισβολής εξήχθησαν ορυκτά καύσιμα αξίας 63 δισεκατομμυρίων ευρώ μέσω φορτίων και αγωγών από τη Ρωσία. Η ΕΕ εισήγαγε το 71% αυτών, αξίας περίπου 44 δισεκατομμυρίων ευρώ.
- Οι μεγαλύτεροι εισαγωγείς κατά σειρά ήταν η Γερμανία (9,1 δισ. ευρώ), η Ιταλία (6,9 δισ. ευρώ), η Κίνα (6,7 δισ. ευρώ), η Ολλανδία (5,6 δισ. ευρώ), η Τουρκία (4,1 δισ. ευρώ) και η Γαλλία (3,8 δισ. ευρώ).
- Το ένα τέταρτο των αποστολών ορυκτών καυσίμων της Ρωσίας έφτασε σε μόλις έξι λιμάνια της ΕΕ: Ρότερνταμ (Ολλανδία), Maasvlakte (Ολλανδία), Τεργέστη (Ιταλία), Γκντανσκ (Πολωνία) και Zeebrugge (Βέλγιο).
- Οι παραδόσεις πετρελαίου στην ΕΕ μειώθηκαν κατά 20% και άνθρακα κατά 40%, ενώ οι παραδόσεις LNG αυξήθηκαν κατά 20%. Οι αγορές αερίου της ΕΕ μέσω αγωγών αυξήθηκαν κατά 10%. Οι παραδόσεις πετρελαίου σε προορισμούς εκτός ΕΕ αυξήθηκαν κατά 20% και με σημαντικές αλλαγές στους προορισμούς. Οι παραδόσεις άνθρακα και LNG εκτός ΕΕ αυξήθηκαν κατά 30% και 80% αντίστοιχα
Big Business
Ορισμένες δυτικές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένης της Shell, έχουν δεσμευτεί να αποσυρθούν από τη χώρα, ενώ η ΕΕ έχει δεσμευτεί να τερματίσει την εξάρτησή της από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα και να επιταχύνει τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια.
Το μπλοκ έχει απαγορεύσει τις εισαγωγές άνθρακα από τη Ρωσία, με μια πιθανή απαγόρευση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου να βρίσκεται επίσης στο επίκεντρο.
Ο Lauri Myllyvirta, επικεφαλής αναλυτής στον οργανισμό, είπε ότι παρόλο που η ΕΕ «μιλά για μείωση της εξάρτησης από το ρωσικό αέριο, τα σχέδια που εκπονούνται είναι μακροπρόθεσμα, καθώς οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν σκέφτονται σε μέρες και εβδομάδες».
«Αυτό έχει επιτρέψει στις εταιρείες να συνεχίσουν να αγοράζουν καύσιμα από τη Ρωσία και να εκπληρώνουν τις υπάρχουσες συμβάσεις για φορτία από τη χώρα βραχυπρόθεσμα», είπε, «με τις υπερβολικά υψηλές τιμές της ενέργειας να ανεβάζουν την αξία τους».
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι ημερήσιες παραδόσεις πετρελαίου στην ΕΕ μειώθηκαν κατά 20% τις πρώτες τρεις εβδομάδες του Απριλίου σε σύγκριση με τον μήνα από τις 23 Ιανουαρίου, ενώ αυτές του άνθρακα μειώθηκαν κατά 40%.
Ωστόσο, οι παραδόσεις υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) στην ΕΕ αυξήθηκαν κατά 20% και εκτοξεύθηκαν κατά 80% σε χώρες εκτός ΕΕ, έδειξε η ανάλυση. Η αύξηση του LNG ήταν «δυστυχώς αναμενόμενη», είπε ο Myllyvirta. «Οι χώρες προσπαθούν να πάρουν φορτία [LNG] από όπου μπορούν».
Η CREA σημείωσε επίσης μια «απότομη αύξηση» στον αριθμό των πλοίων που φεύγουν από ρωσικά λιμάνια χωρίς συγκεκριμένο προορισμό, κάτι που υποδηλώνει ότι η Ρωσία δυσκολεύεται να βρει αγοραστές για φορτία που είχαν απορριφθεί από Ευρωπαίους αγοραστές.
Η CREA εντόπισε επίσης παραδόσεις ορυκτών καυσίμων σε εγκαταστάσεις που συνδέονται με μεγάλες εταιρείες πετρελαίου, όπως το Maasvlakte Oil Terminal που ανήκει εν μέρει στις Exxon, Shell και Total. Τα πλοία που ναυλώθηκαν από τις τρεις εταιρείες «συνέχισαν να μεταφέρουν ρωσικά ορυκτά καύσιμα τον Απρίλιο», ανέφερε η έκθεση.
Η Total ανακοίνωσε τον Μάρτιο ότι «δεν θα συνάπτει πλέον, ούτε θα ανανεώνει συμβόλαια» για το ρωσικό πετρέλαιο και τα πετρελαιοειδή και ότι θα σταματούσε όλες τις αγορές «το συντομότερο δυνατό» και μέχρι το τέλος του 2022 «το αργότερο». Ωστόσο, ο όμιλος έχει ακόμη ορισμένα ενεργά συμβόλαια που λήγουν φέτος.
Ομοίως, η Shell ανακοίνωσε μετά τη ρωσική εισβολή, ότι σχεδίαζε να «αποσυρθεί από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο», αλλά είπε ότι ήταν «νομικά υποχρεωμένη» να παραλάβει τα καύσιμα που είχε αγοράσει βάσει συμβάσεων που είχαν υπογραφεί πριν από τον πόλεμο.
Η Exxon είπε ότι υποστηρίζει τις «διεθνώς συντονισμένες προσπάθειες για να τερματιστεί η απρόκλητη επίθεση της Ρωσίας» και δεν θα επενδύσει σε νέες εξελίξεις στη χώρα.
«Οι παραδόσεις εκπληρώνουν συμβατικές υποχρεώσεις που ίσχυαν πριν από τη ρωσική εισβολή και δεν υπόκεινται σε κυρώσεις αυτή τη στιγμή. Δεν έχουμε κάνει νέα συμβόλαια για ρωσικά προϊόντα από τη ρωσική εισβολή», πρόσθεσε η εταιρεία.
Δείτε ολόκληρη την έκθεση του CREA:
Fossil-fuel-imports-from-Russia-first-two-months-of-invasion