Παρά τις διαδοχικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού από το 2019 και μετά, οι μισθοί των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα παραμένουν καθηλωμένοι και σε καμία περίπτωση δεν προσεγγίζουν τα επίπεδα προ του 2010, όταν η χώρα στραγγαλίστηκε στη μέγκενη των Μνημονίων. Ακόμα χειρότερα, οι διαδοχικές αυξήσεις σε όλα τα βασικά αγαθά, στην ενέργεια και στα καύσιμα έχουν μειώσει δραματικά την αγοραστική δύναμη των μισθωτών και, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, ένας μισθός δεν επαρκεί ούτε για να καλύψει τις πρώτες 20 ημέρες εκάστου μήνα.
Βασικός λόγος είναι οι τέσσερις (3+1) θεσμοθετημένες παρεμβάσεις που γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης στην αγορά εργασίας και αφαιρούν από τους εργαζομένους αποδοχές και κεκτημένα δικαιώματα, ενώ την ίδια στιγμή στερούν σημαντικούς πόρους και από τα ασφαλιστικά ταμεία. Συνοπτικά, τα τέσσερα «παραθυράκια» είναι η ψευδώς δηλωμένη μερική απασχόληση, η εργασία με μπλοκάκι αντί για την εξαρτημένη εργασία, το «ξεχείλωμα» του Εργόσημου σε ολοένα και περισσότερες δραστηριότητες και, τέλος, οι σημαντικοί περιορισμοί στην υπογραφή και την επέκταση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας.
Το αποτέλεσμα είναι οι αυξήσεις που δίνονται, καθώς ο κατώτατος μισθός από τα 586 ευρώ μεικτά τον Ιανουάριο του 2019 είναι σήμερα 713 ευρώ μεικτά, να μην καταλήγουν ούτε στις τσέπες των εργαζομένων ούτε στην αγορά, γεγονός καταστροφικό για την ελληνική οικονομία, που βασίζεται κυρίως στην εσωτερική κατανάλωση. Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις, η θεσμοθετημένη «παραβατικότητα» αγγίζει πάνω από το 60% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, οι οποίοι παρακολουθούν διαγγέλματα περί αύξησης του μισθού αλλά δεν βλέπουν κανένα πρακτικό αποτύπωμα στις αποδοχές τους και στην καθημερινότητά τους.
Συγκεκριμένα, ο κατώτατος μισθός μειώθηκε το 2012 με νόμο κατά 22%, από τα 751 ευρώ στα 586 ευρώ, ενώ παράλληλα αφαιρέθηκε από τους κοινωνικούς εταίρους (ΓΣΕΕ, ΣΕΒ, ΣΕΤΕ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ) η αρμοδιότητα να καθορίζουν οι ίδιοι το ύψος του βάσει διαπραγμάτευσης. Ταυτόχρονα, όμως, τέθηκαν ασφυκτικοί περιορισμοί στη σύναψη συλλογικών συμβάσεων, οι οποίες αντικαταστάθηκαν κατά κύριο λόγο από «ατομικές συμφωνίες», ενώ η πλήρης εργασία μετατράπηκε σε «μερική απασχόληση». Συνέπεια αυτού, οι μισθοί μειώθηκαν γενικά κατά 25%, όπου: ο μέσος μισθός για πλήρη απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα από 1.241 ευρώ έπεσε στα 940 ευρώ και το μέσο ημερομίσθιο από τα 55,9 ευρώ σε 44,5 ευρώ. Και μπορεί το 2019 ο κατώτατος μισθός να αυξήθηκε κατά 11% και το 2022 κατά επιπλέον 9,5%, ωστόσο, όπως τα στοιχεία συνηγορούν, οι αυξήσεις αυτές λόγω των εκτεταμένων παρανομιών τελικά δεν επιστράφηκαν στους εργαζομένους.
Με βάση τα στοιχεία του ΕΦΚΑ για την εξέλιξη του μέσου μισθού καθώς και του μέσου ημερομίσθιου από το 2011 έως το 2021, φαίνεται ξεκάθαρα πως με τη μείωση του κατωτάτου μισθού κατά 22% το 2012 ο μέσος μισθός καθηλώθηκε στα 940 ευρώ και το ημερομίσθιο στα 44,5 ευρώ και πως, παρά την αύξηση του 2019 κατά 11%, ο μέσος μισθός και το ημερομίσθιο ακόμη και δύο χρόνια μετά παρέμεναν αμετάβλητα στο ίδιο ποσό.
Το μεγάλο εργοδοτικό κόλπο της «μερικής απασχόλησης»
Η μερική απασχόληση θεσπίστηκε το 1990 με σκοπό τη διευκόλυνση ορισμένων επιχειρήσεων με χαμηλή προσφορά εργασίας. Υπήρχαν αυστηροί όροι, καθώς ο μισθός ήταν προσαυξημένος, τα ωράρια σταθερά, ενώ η υπέρβασή τους απαγορευόταν και, όταν αυτό δεν τηρούνταν, η σύμβαση μετατρεπόταν αυτόματα σε πλήρη εργασία.
Ωστόσο την τελευταία 10ετια, με πρόσχημα τα Μνημόνια, ο κανόνας αυτός παραβιάστηκε και η «μερική απασχόληση» εξελίχτηκε στο πιο εύκολο μέσο παράκαμψης της εργατικής νομοθεσίας. Επιπλέον, από το 2019 και μετά απελευθερώθηκε πλήρως, καθώς επετράπη στους εργοδότες να δηλώνουν τους εργαζομένους για λίγες ώρες και να τους χρησιμοποιούν… όσο θέλουν, με αποτέλεσμα σήμερα σχεδόν 1.000.000 εργαζόμενοι να είναι ενταγμένοι στο καθεστώς αυτό!
Πρόκειται για καραμπινάτη παρανομία, καθώς οι εργαζόμενοι δηλώνονται π.χ. για 4 ώρες ενώ οι υπόλοιπες 4 ώρες (με ερωτηματικό αν πληρώνονται κανονικά) είναι «μαύρα». Οι εργοδότες κερδοσκοπούν καθώς με τον τρόπο αυτόν απαλλάσσονται κατά 50% από: (α) τις ασφαλιστικές εισφορές (β) τα δώρα Χριστουγέννων – Πάσχα και το επίδομα αδείας (γ) την ετήσια άδεια και τις επίσημες αργίες, και (δ) την αποζημίωση απόλυσης.
Με αυτόν τον τρόπο οι εργαζόμενοι χάνουν το 31% των ετήσιων νόμιμων αποδοχών τους, δηλαδή 4,3 μισθούς ετησίως. Απώλειες έχουν, όμως, και από τα επιδόματα ασθενείας, ανεργίας κ.λπ., τα οποία καταβάλλονται κατά το ήμισυ, ενώ οι γυναίκες, ακόμα παραπάνω, από τα επιδόματα τοκετού, που καταβάλλονται επίσης μειωμένα κατά 50%.
Κερδοσκοπία με όχημα την εργασία με «μπλοκάκι»
Πρόκειται για ένα άλλο δημοφιλές μέσο παράκαμψης της εργατικής νομοθεσίας, καθώς χιλιάδες εργαζόμενοι προσλαμβάνονται με συμβάσεις τάχα ως ελεύθεροι επαγγελματίες, ενώ η εργασία που παρέχουν είναι εξαρτημένη. Ωστόσο, τα όρια μεταξύ της εξαρτημένης εργασίας των μισθωτών και των ανεξάρτητων υπηρεσιών των ελεύθερων επαγγελματιών είναι σαφή και ξεκάθαρα.
Συμβάσεις ανεξάρτητων υπηρεσιών, σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, θεωρούνται «όταν ο εργαζόμενος παρέχει τις υπηρεσίες του με αμοιβή, ωστόσο διατηρεί την πρωτοβουλία και καθορίζει ο ίδιος τις συνθήκες εργασίας του, δηλαδή τον τόπο, τον χρόνο, τον τρόπο και την έκταση της παροχής, μη υποκείμενος στον έλεγχο, στην εποπτεία και την εξάρτηση του εργοδότου ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τον τρόπο παροχής της εργασίας που του έχει ανατεθεί», ενώ με το άρθρο 1 του Ν. 3846/2010 προστέθηκε ότι «όταν η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα (9) συνεχείς μήνες», τότε τεκμαίρεται εξαρτημένη εργασία!
Παρ’ όλα αυτά, σήμερα περί τους 300.000 εργαζομένους εντάσσονται στο καθεστώς αυτό και εξαιρούνται από τα νόμιμα δικαιώματα των μισθωτών, με τους εργοδότες να κερδοσκοπούν και τους εργαζομένους να χάνουν περί το 65% των νόμιμων αποδοχών τους. Φυσικά, δεν δικαιούνται ούτε και την αύξηση του κατώτατου μισθού.
Ως νόμιμα δικαιώματα, έστω για υποτιθέμενο μισθό των 1.000 ευρώ, θεωρούνται και κοστολογούνται ως έξης:
Συνολικές ετήσιες αποδοχές:
ΜΙΣΘΟΣ (1.000×12) 12.000 ευρώ
Εργοδοτικές εισφορές (1.000×14 Χ 25%) 3.500 ευρώ
Δώρα Χριστουγέννων – Πάσχα – επίδομα αδείας 2.000 ευρώ
Ετήσια άδεια – αργίες 1.500 ευρώ
Αποζημίωση απόλυσης 800 ευρώ
Σύνολο: 19.800
Επομένως, για να έχει καταλυτικό μισθό 1.000 ευρώ, θα πρέπει να λαμβάνει τουλάχιστον 1.650 ευρώ. Δηλαδή ετησίως (1.650×12) 19.800 ευρώ.
Σημειωτέον ότι επιπλέον χάνουν και το αφορολόγητο των μισθωτών, το οποίο ανέρχεται σε 2.100 ευρώ!
Το Εργόσημο ήρθε για να… μείνει
Ο τρίτος τρόπος παράκαμψης των νόμιμων δικαιωμάτων των εργαζομένων είναι η ασφάλιση με Εργόσημο. Πρόκειται, ίσως, για τη χειρότερη μορφή, καθώς ο μισθός δύναται να είναι κάτω και από τον νόμιμο κατώτατο μισθό, αλλά ακόμα και χωρίς μισθό, αφού σε ορισμένες περιπτώσεις συνδέεται και με το «κομμάτι». Υπενθυμίζεται ότι η ασφάλιση με Εργόσημο θεσπίστηκε το 2010 με σκοπό να ασφαλίζονται κάποιοι εργαζόμενοι όχι σε επιχειρήσεις αλλά, κατά βάση, για εργασίες σε σπίτια, όπως π.χ. υπηρεσίες οικογενειακής βοηθητικής φροντίδας (οικονόμοι, μάγειροι, οδηγοί, καθαρίστριες κ.λπ.), – κηπουρικές εργασίες – παράδοση ιδιαίτερων μαθημάτων – φύλαξη και μεταφορά παιδιών, νηπίων και βρεφών – φροντίδα σε ηλικιωμένα άτομα – αισθητικές φροντίδες – νοσηλευτική φροντίδα αρρώστων, καθώς και διανομείς διαφημιστικών έντυπων, όπως και προωθητές καταναλωτικών προϊόντων.
Ωστόσο, παρά τους υποτιθέμενα αυστηρούς περιορισμούς, μεγάλες εταιρίες σήμερα εκμεταλλεύονται κάποια «παράθυρα» και κυρίως την απουσία ελέγχων και εντάσσουν και ασφαλίζουν το προσωπικό τους με το καθεστώς αυτό. Αποτέλεσμα είναι οι εργαζόμενοι αυτοί, εκτός του ότι χάνουν όλα τα δικαιώματα των μισθωτών, να χάνουν και από τον μισθό τους, αφού αυτός «δύναται να υπολείπεται του νόμιμου μισθού», ή και να εργάζονται χωρίς μισθό.
Συλλογικές συμβάσεις: Ονειρο ήταν και πάει…
Με τον Νόμο 1767/1988 «Κύρωση της 135 διεθνούς σύμβασης εργασίας» θεσπίστηκαν τα όργανα εκπροσώπησης των εργαζομένων και η υποχρέωση των επιχειρήσεων να συνδιαλέγονται με αυτά, ενώ με τον Νόμο 1876/1990 θεσπίστηκαν οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας καθώς και ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ), όπου οι συμβάσεις αυτές κηρύσσονταν υποχρεωτικές και ίσχυαν για το σύνολο των εργαζομένων. Το 2012 η διαδικασία αυτή στο όνομα της κρίσης διακόπτεται, αφήνοντας μόνο τον κατώτατο μισθό χωρίς τριετίες και ο οποίος έκτοτε καθορίζεται από την κυβέρνηση.
Ετσι, από τις περίπου 150 Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας εν ισχύ τότε, σήμερα παραμένουν ενεργές ελάχιστες, περίπου 15, και ακόμα λιγότερες έχουν κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτικές, με αποτέλεσμα να καλύπτεται μόλις το 20% των εργαζομένων. Αρα, περί τα 2.800.000 εργαζόμενοι υποχρεώνονται σε αποδοχές που καθορίζονται από «ατομικές συμφωνίες» ή στον κατώτατο μισθό, ο οποίος για όσους προσλήφθηκαν για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 2012 δεν περιλαμβάνει τις τριετίες. Επομένως, όποια αύξηση του κατώτατου μισθού δεν καταλήγει στους εργαζομένους.
Οπως επισημαίνει στη «δημοκρατία» ο Κώστας Νικολάου, συνταξιούχος τέως ΙΚΑ ΕΤΑΜ και μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του ΚΕΠΕΑ/ΓΣΕΕ, «απαιτείται η άμεση επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, ο περιορισμός στο 20% ανά επιχείρηση της μερικής απασχόλησης, η μετατροπή σε εξαρτημένη εργασία των ψευτο-ελεύθερων επαγγελματιών που υποχρεώνονται να αμείβονται με μπλοκάκι και η απαγόρευση της γενικευμένης απασχόλησης με Εργόσημο σε επιχειρήσεις».