Σε νέα αύξηση των επιτοκίων του ευρώ, η δεύτερη μέσα σε σχεδόν τρεις μήνες, προχώρησε χθες η ΕΚΤ, σε μια προσπάθεια να βάλει «φρένο» στις ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις.
Η ΕΚΤ προχώρησε σε αύξηση των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης, με στόχο να μειωθεί ο πληθωρισμός της ευρωζώνης από το 8,1% που εκτιμά για το σύνολο του 2022, στην περιοχή κάτω του 2% που αποτελεί και τον στόχο της Φρανκφούρτης. Πλέον, το βασικό επιτόκιο του ευρώ αυξάνεται από το 0,50% στο 1,25%. «Οι τιμές θα παραμείνουν υψηλές σε τρόφιμα και ενέργεια» εκτίμησε η κ. Λαγκάρντ, εκφράζοντας τις ανησυχίες της για την ενεργειακή επάρκεια και πως αυτή θα συνεχίσει να εντείνει τις πληθωριστικές πιέσεις.
Αυτή η κίνηση της ευρωτράπεζας, όμως, έχει άμεσες επιπτώσεις και στους Έλληνες δανειολήπτες. Συγκεκριμένα, η αύξηση των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης μεταφράζεται σε άνοδο της δόσης ενός μέσου στεγαστικού δανείου 100.000 ευρώ με μέσο αρχικό επιτόκιο 3% και διάρκεια αποπληρωμής τα 15 χρόνια, σε 37 ευρώ τον μήνα (444 ευρώ τον χρόνο) – ή 39 ευρώ τον μήνα για το ίδιο δάνειο (468 ευρώ τον χρόνο), με διάρκεια αποπληρωμής τα 20 χρόνια. Για ένα μέσο επιχειρηματικό τοκοχρεολυτικό δάνειο 200.000 ευρώ με μέσο αρχικό επιτόκιο 5,5% και διάρκεια αποπληρωμής τα 10 χρόνια, η αύξηση κατά 75 μονάδες βάσης μεταφράζεται σε μεγαλύτερη μηνιαία δόση κατά 76 ευρώ τον μήνα ή 912 ευρώ τον χρόνο και προσθέτει ακόμη ένα βάρος στο αυξημένο κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων.
Υπενθυμίζεται ότι τα δάνεια που επιβαρύνονται περισσότερο είναι εκείνα τα οποία βρίσκονται στην αρχή της αποπληρωμής τους. Στον αντίποδα, δάνεια τα οποία πλησιάζουν τη λήξη τους αναμένεται να επηρεαστούν λιγότερο, καθώς η ωρίμανσή τους σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος των τόκων έχει ήδη αποπληρωθεί. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ΕΚΤ αναμένεται να προχωρήσει και σε περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων τους αμέσως επόμενους μήνες, προμηνύοντας νέες αυξήσεις και στις δόσεις δανείων.