Οι δομικές ανατροπές στην αγορά ενέργειας λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και
της συνεχιζόμενης διαμάχης Δύσης – Ρωσίας δεν περιορίζονται στην εκτόξευση
των τιμών, αλλά επεκτείνονται και στο μείγμα παραγωγής.
Στη χώρα μας, για παράδειγμα, η παραγωγή ρεύματος από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας ξεπέρασε για πρώτη φορά στην ιστορία την αντίστοιχη παραγωγή από φυσικό αέριο. Αθροιστικά για τους 8 πρώτους μήνες του έτους οι ΑΠΕ χωρίς τα μεγάλα υδροηλεκτρικά ξεπέρασαν κάθε άλλη πηγή παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με 13.238 GWh, αφήνοντας στη δεύτερη θέση το ορυκτό αέριο με 13.150 GWh, το οποίο μειώθηκε οριακά για πρώτη φορά από το 2018. Η πρωτιά των ΑΠΕ εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην ιστορία τον Ιούλιο και συνεχίστηκε στο 8μηνο.
Με όρους μεριδίων στην κάλυψη της ζήτησης οι ΑΠΕ κάλυψαν το 37,5% της ζήτησης, το ορυκτό αέριο το 37,2%, μειώνοντας για πρώτη φορά το μερίδιό του από το 2017, ο λιγνίτης το 11,3%, τα μεγάλα υδροηλεκτρικά με 8,6%, ενώ το μερίδιο των καθαρών εισαγωγών περιορίστηκε στο 5,4%. Το γεγονός αυτό συμβάλλει αναμφίβολα στη μείωση της εξάρτηση από το ρωσικό αέριο, προς το παρόν όμως δεν έχει την επίδραση που θα έπρεπε στη μείωση των τιμών. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως στην Ελλάδα δεν λειτουργεί η προθεσμιακή αγορά, με αποτέλεσμα όλες οι ανατιμήσεις να μετακυλίονται πλήρως στη λιανική τιμή.
Συγκεκριμένα, η μέση τιμή ηλεκτρικής ενέργειας για μία ημέρα καθορίζεται από την Οριακή Τιμή Συστήματος, που είναι η ακριβότερη προσφορά από την ακριβότερη ηλεκτροπαραγωγική μονάδα (αυτή την περίοδο ακριβότερες είναι οι μονάδες φυσικού αερίου). Αν λειτουργούσε η προθεσμιακή αγορά, θα επέτρεπε στη χώρα να μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα τις παγκόσμιες διακυμάνσεις στις τιμές της ενέργειας. Αντίθετα, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχουν φροντίσει να κάνουν μακροπρόθεσμες συμφωνίες και να αφήσουν ένα μικρό κομμάτι στην ενδοημερήσια αγορά.
Επιστρέφοντας στα στοιχεία του οκταμήνου, η ανάλυση των τάσεων στην ηλεκτροπαραγωγή του Green Tank δείχνει ότι οι ΑΠΕ (χωρίς τα μεγάλα υδροηλεκτρικά) πέτυχαν τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση σε σχέση με το 2021, αυξάνοντας την παραγωγή τους κατά 19,2% αθροιστικά το πρώτο οκτάμηνο του 2022 σε σχέση με το ίδιο διάστημα του 2021. Εκτός από τις ΑΠΕ, αυξημένη σε σχέση με το 2021 ήταν και η λιγνιτική παραγωγή, αλλά μόνο κατά 3,7%.
Αντίθετα το ορυκτό αέριο μειώθηκε κατά 1% σε σχέση με το 2021, ενώ πολύ σημαντικότερη
μείωση παρατηρήθηκε στις καθαρές εισαγωγές, κυρίως λόγω των αυξημένων εξαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας τους τελευταίους μήνες. Όσον αφορά τον Αύγουστο, η ηλεκτρική ενέργεια από ορυκτό αέριο (2.142 GWh) ήταν η δεύτερη υψηλότερη του 2022, χαμηλότερη όμως από την αντίστοιχη του περσινού μήνα. Η παραγωγή από ΑΠΕ (1.633 GWh) κινήθηκε στα επίπεδα του μέσου όρου μηνιαίας παραγωγής του έτους, αλλά σαφώς ψηλότερα από τον Αύγουστο του 2021 (1.401 Gwh).
Η παραγωγή από λιγνίτη κατέγραψε αύξηση φτάνοντας τις 795 GWh, την υψηλότερη επίδοση από τον Δεκέμβριο του 2020, καλύπτοντας το 17% της ζήτησης του μήνα, ενώ για δεύτερο συνεχή μήνα και τρίτο μήνα το 2022 η Ελλάδα εξήγαγε περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια από αυτή που εισήγαγε. Σημειώνεται πως πέρυσι η χώρα εξήγαγε 0,7 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, ενώ φέτος πλησιάζει ήδη τα 2 δισ.