Την κοροϊδία της κυβέρνησης για τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος και του φυσικού αερίου αποκαλύπτει ο Σύνδεσμος των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας της Ε.Ε. (ACER).
Τη στιγμή που οι αρμόδιοι υπουργοί επιχειρούν να πείσουν τους Έλληνες καταναλωτές ότι πληρώνουν το φτηνότερο ρεύμα σε σχέση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, η έκθεση του ACER καταρρίπτει την επιχειρηματολογία τους. Τι δείχνει η έκθεση; Ότι τα ελληνικά νοικοκυριά πληρώνουν πανάκριβα το ρεύμα και το φυσικό αέριο σε σχέση με το πραγματικό τους εισόδημα. Παρά το γεγονός ότι οι επιδοτήσεις είναι οι υψηλότερες στην Ευρώπη (κάτι που αναγνωρίζει και ο Ευρωπαϊκός Σύνδεσμος), η χώρα μας εμφανίζει φέτος το τρίτο υψηλότερο κόστος οικιακού ρεύματος σε ολόκληρη την Ευρώπη, μετά την Πορτογαλία και τη Νορβηγία, αλλά και το τρίτο υψηλότερο για το φυσικό αέριο, μετά τη Βουλγαρία και τη Γερμανία, σε σχέση με το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών. Σύμφωνα με την έκθεση, το ποσοστό εισοδήματος που δαπανούν τα ελληνικά νοικοκυριά για να πληρώσουν τους λογαριασμούς ρεύματος υπερβαίνει το 6% (το 2020 ήταν λίγο πάνω από 4%) και είναι το τρίτο υψηλότερο μετά την Πορτογαλία (προσεγγίζει το 8%) και τη Νορβηγία (πάνω από 7%). Αρνητική είναι η κατάταξη της χώρας το 2020 και σε σχέση με τις δυνατότητες των καταναλωτών να θερμαίνουν τα σπίτια τους, οι οποίες εύλογα θα έχουν επιδεινωθεί μετά την ενεργειακή κρίση. Η χώρα μας κατείχε το 2020 την τρίτη χειρότερη θέση μετά τη Βουλγαρία και την Κύπρο.
Τα στοιχεία αυτά προκάλεσαν αμηχανία στην ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Επίσημη ανακοίνωση δεν εκδόθηκε ποτέ, με την απάντηση να δίνεται μέσα από πηγές του ΥΠΕΝ και να στηρίζεται ως επί το πλείστον σε φτηνές δικαιολογίες. Σύμφωνα, λοιπόν, με πηγές του ΥΠΕΝ, το «σταθμισμένο κόστος για τον ηλεκτρισμό» (δηλαδή το ποσοστό δαπανών για την ενέργεια σε σχέση με το εισόδημα) αφορά την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, δηλαδή εμπλέκονται παράγοντες όπως το ύψος του κατώτατου μισθού, οι αναπτυξιακοί ρυθμοί της οικονομίας, η μείωση της ανεργίας κλπ. Σε αυτά έχουν σημειωθεί μεγάλες βελτιώσεις κατά την τελευταία τριετία, ωστόσο πρόκειται για εξελίξεις που χρειάζονται κι άλλο χρόνο προκειμένου να αποτυπωθούν στην αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και να επηρεάσουν το σταθμισμένο κόστος για τον ηλεκτρισμό. Το ΥΠΕΝ επαναλαμβάνει επίσης ότι η τιμή λιανικής στην Ελλάδα (μεταξύ χωρών με κυμαινόμενα τιμολόγια) είναι η δεύτερη φτηνότερη στην Ευρώπη τον Σεπτέμβριο 2022, προσθέτοντας πως το ACER αναγνωρίζει ότι η χώρα μας είναι πρώτη σε όλη την Ευρώπη στην ελάφρυνση νοικοκυριών και επιχειρήσεων από τις υψηλές τιμές ενέργειας.
Πρόεδρος ΡΑΕ: Η κρίση θα συνεχιστεί για 2 έως 3 χρόνια
Την εκτίμηση ότι δεν θα έχουμε διακοπές ρεύματος το επόμενο διάστημα στη χώρα μας διατύπωσε ο πρόεδρος της ΡΑΕ Αθανάσιος Δαγούμας, σημειώνοντας όμως ότι θα υπάρξει πρόβλημα στη βιομηχανία, αν γίνουν διακοπές στο φυσικό αέριο. Μιλώντας σε τηλεδιάσκεψη με το προεδρείου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, ο κ. Δαγούμας υποστήριξε ότι η ενεργειακή κρίση θα συνεχιστεί για τα επόμενα δύο με τρία χρόνια. Ο πρόεδρος της ΡΑΕ ανέλυσε διεξοδικά τον τρόπο με τον οποίο ορίζονται οι τιμές ενέργειας και ανταποκρίθηκε θετικά στην πρόταση του γενικού γραμματέα του ΕΕΑ Δημήτρη Γαβαλάκη για προβολή στη σελίδα της Αρχής των μηνιαίων αυξομειώσεων των τιμών από τους παρόχους ενέργειας, προς αρτιότερη πληροφόρηση των καταναλωτών που αναζητούν τις καλύτερες λύσεις.
Στο θέμα που τέθηκε από τον πρόεδρο του Επιμελητηρίου Γιάννη Χατζηθεοδοσίου και τον αντιπρόεδρο Νίκο Γρέντζελο για υποστήριξη των επιχειρήσεων και επαγγελματιών, μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, για επενδύσεις σε φωτοβολταϊκά πάρκα, προκειμένου να παραχθεί ενέργεια για ιδιοκατανάλωση, ο κ. Δαγούμας είπε ότι η ΡΑΕ βλέπει θετικά αυτό το ζήτημα, καθώς πρόκειται για παραγωγικές μονάδες. Επισήμανε ότι σε ενδεχόμενη συζήτηση με την πολιτική ηγεσία (η οποία έχει αποκλειστική ευθύνη για σχετικές αποφάσεις) θα εκφέρει, αν της ζητηθεί, θετική γνώμη, με συγκεκριμένες προϋποθέσεις (virtual metering ως συγκεκριμένο ποσοστό του συνόλου, για συγκεκριμένους ΚΑΔ κ.λπ.). Η διοίκηση του ΕΕΑ έθεσε στον πρόεδρο της ΡΑΕ τα ζητήματα που απασχολούν τα μέλη του Επιμελητηρίου, με επίκεντρο τις αυξημένες τιμές της ενέργειας και με ιδιαίτερη αναφορά στα θέματα της τιμολόγησης από τους παρόχους, της δυσκολίας στην αλλαγή παρόχου και των εμποδίων για να επενδύσουν οι επιχειρήσεις σε αυτοπαραγωγή ενέργειας.