Η Ελλάδα θα αποκτήσει την επενδυτική βαθμίδα, αλλά όχι τόσο άμεσα όσο ευελπιστεί η κυβέρνηση, είναι το μήνυμα που στέλνει η JP Morgan στην Αθήνα. Η αμερικανική τράπεζα προβλέπει ότι η ανάκτηση της βαθμίδας θα γίνειο στις αρχές του 2024, σε αντίθεση με τη γαλλική τράπεζα Société Générale, η οποία προβλέπει ότι είναι πιθανή μια αναβάθμιση από τον οίκο Standard & Poor’s στην επενδυτική βαθμίδα στις 21 Απριλίου.
H αμερικανική τράπεζα προβλέπει ότι το ονομαστικό ΑΕΠ της χώρας θα διαμορφωθεί σε 224 δισ. ευρώ φέτος, με πραγματικό ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 1%, ο πληθωρισμός στο 6% σε μέσα επίπεδα, το πρωτογενές πλεόνασμα στο 1,1% ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ το δημοσιονομικό έλλειμμα θα προσεγγίσει το 1,8%. Υπενθυμίζεται πως τα δημοσιονομικά αποτελούν έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες για την αναβάθμιση της οικονομίας. «Οι κίνδυνοι των ενεργειών αξιολόγησης παραμένουν ισορροπημένοι. Κίνδυνοι αναβάθμισης θα μπορούσαν να προέλθουν από καλύτερες από τις αναμενόμενες επιδόσεις στις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προοπτικές της χώρας, και επίσης χάρη στις υποστηρικτικές πολιτικές σε επίπεδο Ε.Ε. Οι κίνδυνοι υποβάθμισης θα μπορούσαν να συνδεθούν με πιο έντονα από τα αναμενόμενα μακροοικονομικά σοκ ή απρόβλεπτους πολιτικούς κινδύνους. Βλέπουμε υψηλή πιθανότητα περαιτέρω αναβαθμίσεων για χώρες με χαμηλή αξιολόγηση, όπως η Κύπρος και η Ελλάδα. Εκτός από αυτές, βλέπουμε περιορισμένα περιθώρια για αναβαθμίσεις σε άλλες χώρες» εξηγεί η JP Morgan. Οι ημερομηνίες-κλειδιά για τις αξιολογήσεις για την Ελλάδα είναι η 27η Ιανουαρίου και η 9η Ιουνίου από τη Fitch Ratings, η 13η Μαρτίου από την DBRS, η 17η Μαρτίου από τον οίκο Moody’s και η 21η Απριλίου από τον οίκο της S&P.
Οι κίνδυνοι της Wood
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Wood, η Ελλάδα θα σημειώσει ανάπτυξη 1% φέτος, έναντι ύφεσης 1,3% στην ευρωζώνη συνολικά, και 2,2% ανάπτυξη το 2024, ενώ υπάρχουν περιθώρια για ακόμα καλύτερες επιδόσεις, καθώς η τουριστική περίοδος θα αποδειχθεί ανθεκτική ακόμη και σε ένα πλαίσιο υποτονικής παγκόσμιας ανάπτυξης. Σε ό,τι αφορά τους κινδύνους για τις προοπτικές της ελληνικής αγοράς, κατά τη Wood είναι η αστάθεια που θα μπορούσε να δημιουργηθεί από τις επερχόμενες εκλογές, η αποεπένδυση του ΤΧΣ από τις τράπεζες λόγω του κύματος μετοχών που θα βγουν στην αγορά (αν και μακροπρόθεσμα είναι ένας θετικός παράγοντας που θα μπορούσε να αυξήσει το free float) και οι παγκόσμιοι μακροοικονομικοί κίνδυνοι, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τις τουριστικές ροές και τις άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα. Σχετικά με τις εκλογές, η Wood σημειώνει πως το καλύτερο αποτέλεσμα θα ήταν μια σταθερή κυβέρνηση, η οποία θα συνεχίσει το τρέχον σύνολο πολιτικών.