Έντονα επιφυλακτικοί εμφανίζονται οι εργοδοτικοί φορείς ως προς το ύψος αύξησης του κατώτατου μισθού.
Με εξαίρεση τη ΓΣΕΒΕΕ, η οποία προτείνει αύξηση που θα κυμαίνεται από 8% έως 10%, οι υπόλοιπες οργανώσεις «ψαλιδίζουν» σημαντικά τις προσδοκίες, εκτιμώντας ότι μία αύξηση άνω του 5% θα προκαλέσει προβλήματα στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Στον αντίποδα, η ΓΣΕΕ ζητά αύξηση κατά 15,8%, ώστε να αντισταθμιστούν οι απώλειες από την τεράστια άνοδο του πληθωρισμού. Σε αυτές τις… Συμπληγάδες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα είναι αυτός που θα πρέπει να λάβει σε λιγότερο από έναν μήνα την τελική απόφαση, καθώς -κακά τα ψέματα- ο μνημονιακός νόμος του 2013, που θεσπίστηκε -υποτίθεται- για να βελτιωθεί ο τρόπος λήψης της σχετικής απόφασης, δεν είναι τίποτε άλλο από μία προσχηματική διαδικασία, με τον εκάστοτε πρωθυπουργό να έχει τον τελευταίο λόγο. Επομένως, δεν αποκλείεται τελικά από την 1η Απριλίου και έπειτα το ύψος του κατώτατου μισθού να διαμορφωθεί από τα 713 ευρώ μεικτά, που είναι σήμερα, κοντά στα 780 ευρώ, καθώς πλησιάζουν «επικίνδυνα» οι εκλογές.
Οι φορείς που συμμετέχουν στη διαβούλευση που διενεργείται από το υπουργείο Εργασίας καταθέτουν τα πορίσματά τους έως την Παρασκευή, ενώ έως το τέλος του μήνα αναμένεται και μία διά ζώσης συνάντησή τους. Θα ακολουθήσει η σύνταξη του τελικού πορίσματος, το οποίο ωστόσο δεν είναι δεσμευτικό, και έπειτα ο κ. Χατζηδάκης αναμένεται να κάνει την εισήγησή του προς το υπουργικό συμβούλιο στις 10 Μαρτίου, με τον Κ. Μητσοτάκη να ανακοινώνει τις τελικές αποφάσεις. Δεν είναι λίγοι, πάντως, αυτοί που υποστηρίζουν ότι πλέον το βάρος πρέπει να φύγει από το ύψος του κατώτατου μισθού και αυτό για δύο λόγους: πρώτον, γιατί με δεδομένο ότι θα ξεπεράσει τα 751 ευρώ -ύψος στο οποίο είχε διαμορφωθεί πριν από τη μεγάλη μνημονιακή μείωση του 2012 κατά 25%-, είναι πια σε ένα μέσο επίπεδο σε σχέση με τους κατώτατους μισθούς στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ενωση (συγκεκριμένα στη 13η θέση μεταξύ των 22 κρατών-μελών που έχουν θεσμοθετημένο κατώτατο).
Δεύτερον, γιατί το ύψος του κατώτατου μισθού επηρεάζει μόλις το 25% των αποδοχών των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα. Σε ό,τι αφορά τους υπολοίπους, βλέπουν κατά κύριο λόγο τις απολαβές τους μετά τη ραγδαία πτώση της μνημονιακής περιόδου 2010- 2018 να παραμένουν καθηλωμένες. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, εκτός της μεγάλης αύξησης που προτείνει, συμπεριλαμβάνει και ένα πακέτο μέτρων τα οποία επί της ουσίας «ξηλώνουν» το μνημονιακό πλαίσιο στην αγορά εργασίας. Ειδικότερα, το ΙΝΕ ζητά την αποκατάσταση των προστατευτικών ρυθμίσεων του Ατομικού και του Συλλογικού Εργατικού Δικαίου (καθολικότητα ισχύος των όρων των ΣΣΕ, πλήρης μετενέργειά τους, αρχή της εύνοιας στη «συρροή» τους και επέκταση της ισχύος τους), την άμεση επαναφορά των τριετιών και την άρση θεσμικών και νομοθετικών εμποδίων για την αύξηση της κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας άνω του 80% των μισθωτών. Είναι, τέλος, αξιοσημείωτο ότι αυτή ήταν ακριβώς και η πρόσφατη δημόσια παραίνεση του ΟΟΣΑ, που σε έκθεσή του για την Ελλάδα σημείωνε ότι οι κλαδικές συλλογικές διαπραγματεύσεις για τους μισθούς και τους όρους απασχόλησης θα μπορούσαν να στηρίξουν καλύτερα τόσο τα εισοδήματα όσο και την παραγωγικότητα.