Η κυβερνητική προπαγάνδα υποστηρίζει ότι ο Μητσοτάκης έκανε περίπου ένα «θαύμα» στην εθνική οικονομία. Πρόκειται δυστυχώς για μία συνειδητή διασπορά ψευδών ειδήσεων, κατά τα πρότυπα του πρωθυπουργού – Μωυσή, ο οποίος αποδείχτηκε Ραμσής.
Τα τερατώδη ψεύδη όμως προκαλούν μία επιπλέον ανησυχία: Πως είναι δυνατόν ο Μητσοτάκης και το επιτελείο του να μην ενδιαφέρεται για τον ελέφαντα στο δωμάτιο, ο οποίος πλέον είναι ορατός από όλους, ακόμα και τους φανατικούς οπαδούς της Ν.Δ.; Αυτό δυστυχώς οδηγεί μόνο σε ένα συμπέρασμα: Ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης στα πρότυπα Σαμαρά – Βενιζέλου, έχει αφήσει μία από ασφαλισμένοι χειροβομβίδα στην εθνική οικονομία, με σκοπό αυτή να σκάσει στην επόμενη κυβέρνηση η οποία παραλαμβάνει κυριολεκτικά χάος.
Την κατάσταση περιγράφει με εξαιρετική ακρίβεια και ευθυκρισία, ο κορυφαίος Κώστας Καλλίτσης, στην πρώτη σελίδα της Οικονομικής Καθημερινής.
Στο άρθρο του με τίτλο «Ένας ελέφαντας στο δωμάτιο», ο Κώστας Καλλίτσης αποκαλύπτει ότι το δημόσιο χρέος έχει ξεπεράσει τα 400 δις ευρώ και γράφει μεταξύ άλλων:
Στην προεκλογική περίοδο δεν ευημερούν οι νηφάλιες εκτιμήσεις γενικά και ειδικότερα όσον αφορά τις οικονομικές εξελίξεις. Κάθε κόμμα πρέπει να τις παρουσιάζει υπό το πρίσμα που ευνοεί το δικό του προς ψηφοφόρους αφήγημα, με ορισμένη μονομέρεια. Η μείωση της ανεργίας είναι η μία πλευρά, η άλλη είναι ότι η ανεργία στην Ελλάδα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη στην Ευρώπη, μετά την Ισπανία, ενώ ισοβαθμούμε στην Α θέση στην ανεργία των γυναικών. Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στο 6,5% είναι μία θετική εξέλιξη, ωστόσο οι τιμές συνεχίζουν να αυξάνονται, ιδιαίτερα στα τρόφιμα. Ενώ ο πληθωρισμός στην χώρα μας περισσότερο από άλλες χώρες οφείλεται στην αύξηση των κερδών.
Ακούγεται όμορφα ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις έχουν αυξηθεί περί τα 6 δις ή 3% του ΑΕΠ το 2022.
Αλλά η εικόνα αλλάζει αν συμπληρωθεί με την άλλη διάσταση της, ότι τα ξένα κεφάλαια έρχονται και αγοράζουν κατά κύριο λόγο πολυκατοικίες κι άλλα ακίνητα υψηλής απόδοσης και, κατά δεύτερο, εν λειτουργία επιχειρήσεις. Και αυτό με την εσωτερική αποταμίευση μας, με δάνεια που παίρνουν από τις ελληνικές τράπεζες, χωρίς να βελτιώνουν ούτε πόντο το παραγωγικό δυναμικό της χώρας – η αλήθεια είναι ότι οι επενδύσεις σε νέες παραγωγικές μονάδες μειώθηκαν 14% το 2021 και, σύμφωνα με πρώτα στοιχεία, ακόμα περισσότερο πέρσι.
Μιλώντας για τις τράπεζες. Ακούγεται ωραία ότι μειώθηκαν τα κόκκινα δάνεια που έχουν στο ενεργητικό τους στο 8,2% του συνόλου των δανείων τους. Αλλά αυτή είναι η μισή αλήθεια.
Η άλλη μισή είναι, πρώτον, ότι η επιβάρυνση των τραπεζών παραμένει μεγάλη, καθώς ο μέσος όρος των κόκκινων δανείων στο σύνολο των δανείων στις τράπεζες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι μόλις 1,79%. Δεύτερον, ότι τα κόκκινα δάνεια δεν εξαφανίστηκαν, βγήκαν από τους ισολογισμούς των τραπεζών και μεταφέρθηκαν παραδίπλα σε συγκεκριμένη συγγενικά funds και servicers και βαραίνουν δανειολήπτες και οικονομία.
Ευτυχώς, ο παραγωγικός ιστός της ελληνικής οικονομίας δεν καταστράφηκε πάλι όπως με την εσωτερική υποτίμηση την περασμένη δεκαετία και έτσι η οικονομία ανακτά ταχέως τις απώλειες της μετά την κρίση της πανδημίας και μετά.
Πέρυσι πέτυχε μεγένθυση 5,9%. Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά της σελήνης. Τον ίδιο χρόνο, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών υπέστη σοβαρή επιδείνωση, το έλλειμμα του εκτινάχτηκε στο 10% του Α.Ε.Π. 20,1 δις, από 12,3 δις το 2021 και μόλις 2,7 δις το 2019.
Οι εισαγωγές αυξάνονται πολλαπλάσια από τις εξαγωγές, προς ενδιάμεσα αγαθά και κατανάλωση. Έτσι, μαζί με την ανάκτηση των απωλειών του ΑΕΠ, ανακτώνται και οι παραδοσιακές διαρθρωτικές αδυναμίες του.
Υπάρχει τέλος και ο ελέφαντας στο δωμάτιο. Το χρέος. Ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνεται, κυρίως από την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ λόγο πληθωρισμού. Σε απόλυτο μέγεθος και αυτό είναι το σοβαρό, από το 2019 έως σήμερα το δημόσιο χρέος αυξήθηκε 44 δις και από τα 356 εκτοξεύτηκε στα 400 δις ευρώ. Θα μπορούσε να μην είχε συμβεί αυτό, εάν οι κρατικές ενισχύσεις της τελευταίας διετίας που ξεπέρασαν τα 55 δις ευρώ, είχαν γίνει με φειδώ, δικαιοσύνη και αυστηρότητα – όχι με παλαιοκομματική ανεμελιά και πελατειακά κριτήρια.
Δυστυχώς, υπερίσχυσε η γοητεία ενός λεφτόδεντρου που φουντώνει χάρις σε πληθωρικά φορολογικά έσοδα και περαιτέρω αύξηση του χρέους – που κάποια άλλη κυβέρνηση μελλοντικά θα κληθεί να διαχειριστεί. Έτσι, σήμερα, στα θεμέλια της οικονομίας βρίσκονται 400 δις ευρώ δημόσιο χρέος. Δίπλα τους, είναι άλλα 250 δις ευρώ ιδιωτικό χρέος.