Σε νέα αύξηση τιμών σκοπεύει να προβεί το 69% των επιχειρήσεων το επόμενο εξάμηνο, σε μία προσπάθεια να αντιμετωπίσει τον υψηλό πληθωρισμό.
Αυξημένα ποσοστά ως προς την εκτίμηση μελλοντικής αύξησης των τιμών εμφανίζουν οι επιχειρήσεις που λειτουργούν έως δέκα έτη, που δραστηριοποιούνται σε μεγάλα αστικά κέντρα, που έχουν υψηλότερο τζίρο, που πωλούν ενδιάμεσα αγαθά, και πραγματοποιούν εξαγωγές. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από μελέτη του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ για τις επιπτώσεις του πληθωρισμού στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων θεωρεί πως οι συνέπειες του πληθωρισμού είναι αρνητικές, με σημαντικότερες τη μείωση της ζήτησης προϊόντων από τους τελικούς καταναλωτές (67%), την αύξηση του ανταγωνισμού με τις άλλες επιχειρήσεις (45,2%), την αδυναμία εύρεσης πρώτων υλών (40%), την αναστολή επενδυτικών αποφάσεων (38,5%), την αύξηση των οφειλών προς το δημόσιο (38,5%). Το 44% εκτιμά αρκετά ή πολύ πιθανό η επιχείρηση να κλείσει κατά το επόμενο έτος, ενώ η μεσοσταθμική αύξηση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων του δείγματος εκτιμήθηκε σε 19,3%, εξαιρουμένων των αυξήσεων στις δαπάνες μισθοδοσίας και τις λοιπές δαπάνες. Ειδικότερα, η μεσοσταθμική αύξηση της δαπάνης ενέργειας για το σύνολο των επιχειρήσεων διαμορφώθηκε σε 42%, του κόστους μεταφορών σε 27% και του κόστους πρώτων υλών σε 27,3%.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η μεσοσταθμική αύξηση των τιμών στο σύνολο των επιχειρήσεων φθάνει το 14,8%, με διαφοροποιήσεις μεταξύ των ομάδων επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των επιχειρήσεων που δεν προχώρησαν σε αύξηση τιμών εμφανίζεται αυξημένο μεταξύ των επιχειρήσεων που πωλούν σχεδόν αποκλειστικά τελικά αγαθά και μεταξύ των επιχειρήσεων που δεν πραγματοποιούν εξαγωγές. Πέρα απ’ αυτό, το 54,1% αναγκάστηκε να απορροφήσει έως και το 20% του αυξημένου κόστους παραγωγής, ενώ μόλις το 15,6% κατάφερε να το μετακυλίσει εν συνόλω σε τρίτους. Το παραγωγικό προφίλ της επιχείρησης σχετίζεται σημαντικά με τη δυνατότητά της να μετακυλίσει το αυξημένο κόστος παραγωγής. Από την ανάλυση προκύπτει πως οι παράγοντες που αυξάνουν τις δυνατότητες μετακύλισης είναι κυρίως η πώληση ενδιάμεσων προϊόντων σε άλλες επιχειρήσεις και η πραγματοποίηση εξαγωγών. Αυτές οι επιχειρήσεις μπόρεσαν να προβούν σε συχνότερες και μεγαλύτερες αυξήσεις τιμών. Αντιθέτως, άλλες μεταβλητές, όπως είναι το ύψος του τζίρου, τα έτη δραστηριοποίησης ή τα έτη λειτουργίας της επιχείρησης δεν φαίνεται να επηρεάζουν σημαντικά.
Στο μεταξύ, περισσότερες από 4 στις 10 επιχειρήσεις (41,5%) αναμένουν μειωμένο κύκλο εργασιών κατά το τρέχον έτος, παρά τους ισχυρούς ρυθμούς μεγέθυνσης της οικονομίας. Ωστόσο, παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις αναλόγως της ομάδας επιχειρήσεων. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά θετικών και χαμηλότερα ποσοστά αρνητικών εκτιμήσεων ως προς την εξέλιξη του κύκλου εργασιών σε σχέση με τις μικρότερες επιχειρήσεις. Επίσης, το 44% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα αναμένει ο ισολογισμός να κλείσει με κέρδη, το 27% αναμένει να κλείσει με ζημίες και το 29% να είναι ισοσκελισμένος. Και σε αυτήν την περίπτωση, το μέγεθος, η πηγή προέλευσης των εσόδων και ο εξαγωγικός προσανατολισμός δρουν ευεργετικά. Όπως επισημαίνει το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε μικρές περιοχές εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά απαισιόδοξων εκτιμήσεων και ως προς τον κύκλο εργασιών και ως προς τον ισολογισμό του 2022 υπονοεί διεύρυνση των περιφερειακών και ενδοπεριφερειακών οικονομικών ανισοτήτων.