Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη
Τον τελευταίο καιρό γίνεται μια συντονισμένη προσπάθεια ωραιοποίησης των εξελίξεων της οικονομίας μας η οποία, όμως ουδόλως ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Μία από τις τελευταίες αυτές εντυπωσιακές, αλλά κενού περιεχομένου ανακοινώσεις, αναφέρεται στη δήθεν μείωση του δημοσίου χρέους, ως ποσοστό στο ΑΕΠ, της τάξης του 16% το 2022, σε σχέση με το 2021.
Εύλογα αναρωτήθηκα για το πως ήταν δυνατόν να δικαιολογηθεί αυτή η βελτίωση, και μάλιστα στο χρονικό διάστημα 2021-2022, μέσα στο οποίο η οικονομία μας χρειάστηκε να προσφύγει και σε νέο δανεισμό.
Η αρχική μου υποψία ότι το θριαμβευτικό συμπέρασμα περί της δήθεν μείωσης του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης ήταν, πιθανότατα, αποτέλεσμα ανορθόδοξης ανάμιξης σταθερών και τρεχόντων μεγεθών, επιβεβαιώθηκε από τα σχετικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Συγκεκριμένα, η διαπίστωση περί της δήθεν μείωσης του δημοσίου χρέους εξήχθη από τη διαίρεση του πληθωριστικού ΑΕΠ (του οποίου οι όποιες αυξήσεις στερούνται αντικρίσματος στην πραγματική οικονομία) με το δημόσιο χρέος, που αποτελεί σταθερό μέγεθος, μη επηρεαζόμενο δηλαδή από τον πληθωρισμό. Σε αντίθεση, λοιπόν, με τις αισιόδοξες, αλλά αβάσιμες ανακοινώσεις αρμοδίων, περί της δήθεν μείωσης του χρέους μας, αυτό σημειώνει δυστυχώς, και όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, σημαντική αύξηση. Πράγματι, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, χρησιμοποιώντας το ΑΕΠ ως σταθερό, δηλαδή απαλλαγμένο από πληθωριστική φόρτιση, προκύπτει ότι το χρέος μας, όχι μόνο δεν μειώθηκε, αλλά αντιθέτως αυξήθηκε το 2022, έναντι του 2021, κατά 11,4 δισεκατομμύρια ευρώ (στο τέλος του Δεκεμβρίου 2022, το χρέος εκτοξεύθηκε στο ποσό των 400 δισ. ευρώ, από 388 δις που ήταν τον Δεκέμβριο του 2021).
Όμως, η χωρίς βάση αισιοδοξία των αρμοδίων δεν εξαντλείται στην προσπάθεια ωραιοποίησης των εξελίξεων στο χρέος. Μια άλλη πρόσθετη και επίσημη ανακοίνωση, αναφέρεται στη δήθεν αύξηση του κατώτατου μισθού, που υποτίθεται ότι καταλήγει σε βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων.
Ομιλούμε, φυσικά, για τον πραγματικό και όχι για τον ονομαστικό μισθό. Δηλαδή, για την ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών, που μπορεί να αποκτηθεί με τις νομισματικές μονάδες, που απαρτίζουν τον ονομαστικό μισθό.
Σε περιόδους πληθωρισμού είναι αναπότρεπτη η δημιουργία του γνωστού φαύλου κύκλου μισθών και τιμών, καθώς οι αυξήσεις των ονομαστικών μισθών υστερούν αναγκαστικά των αυξήσεων του γενικού επιπέδου των τιμών, έτσι που να μειώνεται συνεχώς ο πραγματικός μισθός. Εξυπακούεται, εξάλλου, ότι τα καλάθια της νοικοκυράς, που όπως είναι γνωστό έχουν, παντού, αποτύχει, αδυνατούν και στην Ελλάδα να μεταβάλουν τις νομοτελειακές, παραπάνω, εξελίξεις.
Ειδικότερα, στην Ελλάδα, ο κατώτατος μισθός είναι ο χαμηλότερος, σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη οικονομία της ΕΕ, ενώ στην αρνητική αυτή πρωτειά προστίθεται και η, πριν μερικές ημέρες, εξαγγελία του ΟΟΣΑ, περί περαιτέρω μείωσης του κατά 7,5%. Να αναφέρω ακόμη ότι, σύμφωνα με την Eurostat, παρότι στην Ελλάδα διαπιστώνεται τάση μείωσης του πληθωρισμού, που υπολογίζεται ότι τρέχει τον Απρίλιο κατά 5,4%, όμως ο πληθωρισμός τροφίμων, κινείται στο 14,1%.
Περιττό να επισημάνω ότι στα χαμηλά εισοδήματα το ποσοστό που διατίθεται για την κάλυψη βασικών προϊόντων διατροφής είναι σημαντικά ανώτερο του αντίστοιχου σε υψηλότερα, έτσι ώστε να φτωχοποιούνται περισσότερο τα νοικοκυριά αυτής της κατηγορίας. Ο πραγματικός μισθός στην Ελλάδα, ροκανίζεται περαιτέρω και από την αύξηση των ενοικίων, που εκτιμάται σε πάνω από 5%, κατά μέσον όρο, αλλά και από την αύξηση των επιτοκίων, που απορροφούν ένα, συνεχώς, μεγαλύτερο μερίδιο των εισοδημάτων των χαμηλόμισθων, πολλοί από τους οποίους είναι και δανειολήπτες. Οι συνέπειες της απομύζησης των μισθωτών, από τους παραπάνω παράγοντες, απεικονίζεται στην ανάγκη μεταβολής των καταναλωτικών τους συνηθειών, με αποτέλεσμα τον περιορισμό της κατανάλωσης, αλλά και τη γενικότερη στροφή προς αγαθά φθηνότερα και κατώτερης ποιότητας.
Συνεπώς, ουδόλως ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα οι σχετικές διαβεβαιώσεις περί των αυξήσεων των μισθών, και περί της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των μισθωτών, δεδομένου ότι πρόκειται για το εντελώς αντίθετο: της σημαντικής δηλαδή επιδείνωσης του επιπέδου ζωής τους, εξαιτίας της μείωσης των πραγματικών τους μισθών, που δεν ήταν δυνατόν να εξουδετερωθεί από την πρόσφατη αύξηση του κατώτατου ονομαστικού τους μισθού. Αυτό είναι, δυστυχώς, το αναμφισβήτητο συμπέρασμα, όπως προκύπτει από τη σύγκριση, ανάμεσα στην αύξηση του κατώτατου μισθού, κατά 9,4%, από 1ης Απριλίου του 2023, και της άθροισης των επί μέρους κονδυλίων, που το απομυζούν.
Παράλληλα με τις παραπάνω εξαγγελίες περί δήθεν μείωσης του χρέους και περί δήθεν αύξησης των μισθών, εμφανίζονται ολοένα συχνότερα τον τελευταίο καιρό και ενθουσιώδεις δηλώσεις, για το πόσο καλά πηγαίνει η οικονομία μας, πόσο ικανοποιητικά αναπτύσσεται και πόσο αποτελούν αντικείμενο θαυμασμού, τα δήθεν επιτεύγματα της. Οι δηλώσεις αυτές, εκτός του ότι κινούνται στο χώρο της φαντασίας, καταλήγουν επιπλέον στο να απαλλάσσουν των εγκληματικών ευθυνών τους τα μνημόνια, προσπαθώντας να εμφανίσουν μια καταρρέουσα οικονομία, σε δήθεν ταχέως αναπτυσσόμενη. Και να προσθέσω ότι οι επικλήσεις, περί θαυμασμού των «επιτευγμάτων» της οικονομίας μας αφορούν αποκλειστικά στην ανησυχία/ ικανοποίηση των πιστωτών μας, για το κατά πόσον η χώρα μας θα είναι σε θέση να καταβάλλει κανονικά τις υπέρογκες υποχρεώσεις της. Διότι, αν πράγματι ενδιαφέρονταν οι πιστωτές μας, για τη διάσωση της οικονομίας μας και για το ευ ζην του λαού μας, θα είχαν μεριμνήσει στο να συμπεριλάβουν στα πολυσέλιδα προσβλητικά και απάνθρωπων όρων μνημόνια, την αυταπόδεικτη ανάγκη σύνδεσης της δυνατότητας εξυπηρέτησης του χρέους, με ανάπτυξη.
Χρειάζονται, όντως, απεριόριστο θάρρος ή παντελή άγνοια του ορισμού και του περιεχομένου της ανάπτυξης, όσοι κατά καιρούς ισχυρίζονται ότι η οικονομία μας βρίσκεται σε τροχιά ανάπτυξης. Ιδιαίτερα και όταν, προκειμένου να στηριχτεί μια τέτοια δοξασία, υιοθετούνται πληθωριστικές αυξήσεις του ΑΕΠ. Αλλά, πώς και που να σταθούν τόσο αβάσιμες δηλώσεις; Στο ξεπούλημα την δημόσιας περιουσίας, που τρέχει ακάθεκτη τα τελευταία 13 χρόνια και που αλύπητα συνεχίζεται; Στο γεγονός ότι, από πρώτη στο ύψος του κατά κεφαλή εισοδήματος, ανάμεσα στις χώρες των Βαλκανίων, πριν από τα μνημόνια, τώρα η χώρα μας εμφανίζεται προτελευταία, με τελευταία μόνο τη Βουλγαρία; Στον εναγκαλισμό, ως κατάλληλων επενδύσεων, για την Ελλάδα, ηλεκτρικών αυτοκινήτων και ανεμογεννητριών; Στο ξεκλήρισμα της πρωτογενούς μας παραγωγής, μέσω της ΚΑΠ, και της απίσχνασης του δευτερογενούς μας τομέα, που ωστόσο πραγματοποιούσε ταχύτατους ρυθμούς μεγέθυνσης πριν από τα μνημόνια; Στο συνεχώς διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ εισαγωγών και εξαγωγών; Στη θεοποίηση του τουρισμού, που και βέβαια πρόκειται για αξιόλογο τομέα παραγωγής, αλλά όχι όταν σχεδόν μόνος αυτός συγκρατεί την ελληνική οικονομία, από μια θανάσιμη πτώση;
Ιδιαίτερα και όταν απειλούνται, όπως τώρα, σοβαρές διεθνείς ανωμαλίες που αναγκαστικά θα τον μηδενίσουν;
Στον ενθουσιασμό για τις δήθεν επενδύσεις, που ονομάζονται έτσι από το ξεπούλημα των πάντων, ή για επενδύσεις που προκύπτουν από την αθρόα και ανεξέλεγκτη πώληση ελληνικών κατοικιών και ελληνικού εδάφους; Αλλά και τι είδους επενδύσεις είναι αυτές, που εκτελούνται χωρίς μακροχρόνιο αναπτυξιακό πρόγραμμα, όπως και όπου λάχει, και συνεπώς αποκλείουν κάθε συνέχειά τους εξαιτίας της έλλειψης πολλαπλασιαστικών αποτελεσμάτων; Που είναι αυτή η πολυπόθητη ανάπτυξη, που τόσο συχνά αναγγέλλεται ως τέτοια, κάθε φορά που στιγμιαία διαπιστώνεται ρυθμός ανάπτυξης ανώτερος του 1%, για να ξαναπέσει σύντομα στον πάγιο, για την ελληνική οικονομία, μακροχρόνιο ρυθμό του 1% (αυτού, δηλαδή που πρόβλεψε το ΔΝΤ);
Και τέλος, ερωτάται αν οι ενθουσιώδεις περί των δήθεν οικονομικών μας επιτευγμάτων, έχουν υπολογίσει πόσα έτη φωτός θα χρειαστεί η Ελλάδα, προκειμένου να αγγίξει το κατά κεφαλήν εισόδημα, που ίσχυε πριν από τα μνημόνια;
Συμπερασματικά, οι διαβεβαιώσεις ανάπτυξης, ενώ αυτή δεν υπάρχει, εκτός του ότι απαλλάσσουν των ευθυνών τους τα μνημόνια, αποκοιμίζουν και τον ελληνικό λαό, που είτε πιστεύει στην ύπαρξή της, είτε πείθεται ότι δεν υπάρχουν ελπίδες βελτίωσης στην ταλαίπωρη χώρα μας. Με τον τρόπο αυτό οι εκάστοτε κυβερνήσεις μας στερούνται των ικανοτήτων και της μαχητικότητας του λαού μας, που θα όφειλαν να αξιοποιηθούν, για την ανατροπή των οικονομικών, και όχι μόνον, αδιεξόδων μας.