Στην αρχή της άδειας του εργαζομένου ή της εργαζομένης οφείλει να προκαταβάλλει τις αποδοχές και το επίδομα αδείας ο εργοδότης.
Το επίδομα αδείας, το οποίο είναι ίσο με τις αποδοχές των ημερών άδειας, με ανώτατο όριο το ½ του μισθού, για τους αμειβόμενους με μισθό ή τα 13 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο. Στην περίπτωση που ο εργοδότης δεν χορηγεί την άδεια που ζήτησε ο εργαζόμενος, οφείλει να καταβάλει τις αποδοχές του χρόνου αδείας με προσαύξηση 100%. Να σημειωθεί ότι, η ετήσια άδεια των εργαζομένων είναι μετ’ αποδοχών, το οποίο σημαίνει πως δικαιούται στη διάρκεια της άδειάς του τις αποδοχές που θα έπαιρνε αν εργαζόταν κανονικά με πλήρη απασχόληση. Στις αποδοχές αυτές συμπεριλαμβάνονται όλα τα καταβαλλόμενα μηνιαία επιδόματα (σε χρήμα ή σε είδος) και οι προσαυξήσεις. Οι μισοί τουλάχιστον από τους μισθωτούς πρέπει να πάρουν άδεια μέσα στο χρονικό διάστημα από 1 Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου. Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια εντός δύο μηνών από το χρονικό σημείο κατά το οποίο διατυπώθηκε το σχετικό αίτημα.
Πώς υπολογίζονται αποζημίωση άδειας και επίδομα άδειας:
α) Κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος που έγινε η πρόσληψη του εργαζόμενου, αυτός δικαιούται να λάβει 2 ημερομίσθια ή 2/25 του μισθού για κάθε μήνα απασχόλησης, όπως και 2 ημερομίσθια σαν επίδομα αδείας (με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων)
β) Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο εργαζόμενος δικαιούται επίσης 2 ημερομίσθια ή 2/25 του μισθού για κάθε μήνα απασχόλησης, όπως και 2 ημερομίσθια σαν επίδομα αδείας (με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13ημερομισθίων)
γ) Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος και για τα επόμενα οφείλονται αποδοχές πλήρους άδειας και επιδόματος αδείας, που αντιπροσωπεύουν αυτές που θα δικαιούταν ο εργαζόμενος εάν έπαιρνε την άδειά του κατά το χρονικό διάστημα της λύσης της σχέσης εργασίας