Ανοιχτό αφήνει το ενδεχόμενο αλλαγών στο νομοσχέδιο των ελεύθερων επαγγελματιών ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης, ωστόσο, όπως αναφέρει, αυτό θα γίνει μετά τη δημόσια διαβούλευση στην οποία έχουν τεθεί οι διατάξεις του, χωρίς να αναφέρει προσώρας σε ποια σημεία θα μπορούν να επέλθουν αλλαγές.
«Όπως συμβαίνει σε κάθε δημόσια διαβούλευση, θα εξετάσουμε όλα τα σχόλια ειλικρινά και απροκατάληπτα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι όποιες αλλαγές θα είναι σημειακές και δεν τις ξέρουμε αυτή τη στιγμή. Διότι η διαβούλευση μόλις άρχισε! Επομένως, όσα γράφονται είναι εκτός τόπου και χρόνου» τόνισε. Ωστόσο, επισημαίνει ότι «οι όποιες αλλαγές θα είναι σημειακές» και προσθέτει ότι η Πολιτεία δεν μπορεί να συνεχίσει να «ευλογεί» τη φοροδιαφυγή. Υπενθυμίζεται πως το εν λόγω νομοσχέδιο έχει σηκώσει θύελλα αντιδράσεων από τους επαγγελματίες, καθώς ανατρέπει τον τρόπο φορολόγησής τους, εφαρμόζοντας ελάχιστο τεκμήριο στα 10.920 ευρώ, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τα έτη δραστηριότητας του επαγγελματία, τον τζίρο του και το αν απασχολεί προσωπικό. Ο υπουργός Οικονομικών αναφέρει ότι οριακές αλλαγές θα υπάρξουν και στο τελικό κείμενο του Προϋπολογισμού που θα κατατεθεί στη Βουλή στις 21 Νοεμβρίου, ώστε να ψηφιστεί πριν από τα Χριστούγεννα. Είναι βέβαιος ότι η ελληνική οικονομία θα επιτύχει στο τέλος του έτους τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ και ότι στο τελικό κείμενο θα αλλάξουν σημαντικά προς το θετικότερο αφενός οι επενδύσεις (αναμένεται να αυξηθούν το 2024 με ρυθμό 15,1% έναντι προηγούμενης πρόβλεψης για αύξηση 12,1%) και αφετέρου η μεγάλη αύξηση των δαπανών για την Υγεία και την Παιδεία. Παράλληλα αναφέρει πως τα μέτρα που έχουν ανακοινωθεί για το 2024, όπως είναι οι αυξήσεις μισθών στο Δημόσιο, οι αυξήσεις στις συντάξεις και η αύξηση του αφορολογήτου για οικογένειες με παιδιά, αγγίζουν τα 1,6 δισ. ευρώ. Παράλληλα, ο υπουργός δείχνει να μη συμμερίζεται τις ανησυχίες της Τραπέζης της Ελλάδος για νέα αύξηση των «κόκκινων» δανείων λόγω πληθωρισμού και υψηλών επιτοκίων, λέγοντας ότι «δεν φαίνεται ότι στον ορατό ορίζοντα θα έχουμε νέα άνοδό τους (σ.σ.: των επιτοκίων από την ΕΚΤ)».