Ενα δώρο πολλών εκατομμυρίων ευρώ κάνει η κυβέρνηση στις ενεργοβόρες βιομηχανίες, οι οποίες θα έπρεπε να καταβάλλουν τεράστια πρόστιμα στο Δημόσιο, καθώς ο ΑΔΜΗΕ δεν τιμολογούσε τις αποζημιώσεις που χορηγούσε για τη διακοψιμότητα με ΦΠΑ 25%, αλλά με συντελεστή 6%.
Υπενθυμίζεται πως η διακοψιμότητα αφορά την αποζημίωση που λάμβαναν οι ενεργοβόρες βιομηχανίες από τον ΑΔΜΗΕ, κάθε φορά που σταματούσαν τη λειτουργία τους, ώστε να στηριχθεί το ηλεκτρικό σύστημα της χώρας και να μην υπάρξει μπλακάουτ.
Την υπόθεση είχε αποκαλύψει πριν από λίγες εβδομάδες η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, η οποία (με μεγάλη καθυστέρηση) προχώρησε σε έλεγχο για το έτος 2017 και διαπίστωσε την τιμολόγηση με λάθος ΦΠΑ.
Αξίζει να σημειωθεί πως αντίστοιχες αποζημιώσεις είχαν χορηγηθεί και τα επόμενα χρόνια, δηλαδή από το 2018 έως και το 2021, με τις πρώτες εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για διαφορά σε ΦΠΑ και πρόστιμα που έπρεπε να επιβληθούν, που αντιστοιχούσαν σε πάνω από 25.000.000 ευρώ για κάθε έτος. Ολα αυτά, την ώρα που η κυβέρνηση παρακολουθεί με απάθεια την τεράστια ακρίβεια που μαστίζει τα ελληνικά νοικοκυριά και επικαλούμενη το δημοσιονομικό κόστος αρνείται να μειώσει κρίσιμους φόρους, όπως ο ΦΠΑ στα τρόφιμα και ο ειδικός φόρος κατανάλωση στα καύσιμα.
Με τροπολογία που κατατέθηκε στο φορολογικό νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών την τελευταία στιγμή (μαζί με τις παρατάσεις του μειωμένου καθεστώτος ΦΠΑ έως τον Ιούνιο του 2024 σε μια σειρά από προϊόντα και υπηρεσίες, όπως καφέ και ταξί) ορίζεται πως ο ΦΠΑ για τη διακοψιμότητα είναι 6% και όχι 24% που προβλέπει η ελληνική νομοθεσία!
Μάλιστα, η τροπολογία δεν αναφέρει κάτι πολύ σημαντικό, το οποίο την καθιστά ακόμα πιο σκανδαλώδη: σε κανένα σημείο δεν αναφέρει αν ο ΦΠΑ 6% θα συνεχίσει να ισχύει από εδώ και στο εξής, δηλαδή αν προχωρά σε μείωση του συντελεστή ή αν αφορά μόνο τη συγκεκριμένη περίπτωση για τα προηγούμενα έτη. Με άλλα λόγια, είναι καθαρά «φωτογραφική». Συγκεκριμένα, το άρθρο 2 της νέας τροπολογίας αναφέρει: «Η αποδοχή από τη Φορολογική Διοίκηση της είσπραξης και απόδοσης ΦΠΑ με χαμηλό συντελεστή έξι τοις εκατό (6%) για την υπηρεσία διακοπτόμενου φορτίου έχει δημιουργήσει ζητήματα σε μεταγενέστερους ελέγχους και αβεβαιότητα για τη στάση που πρέπει να τηρήσει εφεξής η Φορολογική Διοίκηση».