Ο Ελληνας πρωθυπουργός έχει γίνει ξαφνικά ο πιο φανατικός αναγνώστης ενός ξένου περιοδικού. Κάθε Παρασκευή που κυκλοφορεί ο «Economist», ένα τεύχος βρίσκεται από το πρωί στο γραφείο του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Μαξίμου για μια διεξοδική ανάγνωση. Κι όχι άδικα.
- Από τον Βασίλη Γαλούπη
Τον Δεκέμβριο το βρετανικό έντυπο ανέδειξε την Ελλάδα ως την οικονομία με τις καλύτερες επιδόσεις του 2023 ανάμεσα σε 35 χώρες, κάνοντας λόγο «για ακόμα έναν απίθανο θρίαμβο», πιστώνοντάς τον στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Λίγες εβδομάδες μετά ο Ελληνας πρωθυπουργός έγραψε άρθρο αυτοδοξασμού σε σελίδες στρωμένες με ροδοπέταλα, από τη διεύθυνση του περιοδικού.
Και τώρα ο «Economist» έδωσε πάλι πάτημα στον Μητσοτάκη να πανηγυρίσει στη Βουλή, κόντρα στο ψήφισμα της Ευρωβουλής για το κράτος δικαίου, επειδή η χώρα μας -κατά μια ακατάληπτη αξιολόγηση- κατετάγη ως 20ή καλύτερη δημοκρατία στον κόσμο, ισοβαθμώντας με τον… Μαυρίκιο.
Το πρόβλημα είναι ότι οι αποθεωτικές αξιολογήσεις του «Economist» είναι εκτός πραγματικότητας, αλλά για τον πρωθυπουργό αυτό δεν είναι εμπόδιο για να πανηγυρίζει, κραδαίνοντας στους πολιτικούς αντιπάλους του το κάποτε αξιόλογο περιοδικό. Αλλωστε, σε ποια κυβέρνηση που έχτισε μια οικονομία πρωταθλήτρια θα υπήρχαν διαμαρτυρίες διαρκείας για την ακρίβεια σε σούπερ μάρκετ και βενζινάδικα ή «έφοδος» των εξοργισμένων αγροτών στην πρωτεύουσα; Και σε ποια πρωταγωνίστρια στο κράτος δικαίου και τη δημοκρατία θα έσπευδαν μανάδες νεκρών παιδιών για να βρουν δικαιοσύνη στις… Βρυξέλλες κι όχι στον τόπο τους, επειδή κυβέρνηση και Δικαιοσύνη δεν αναδεικνύουν τι έφταιξε;
Στην πραγματικότητα, το οικονομικό θαύμα που επικαλείται ο «Economist» με τους επιλεγμένους δείκτες και τις ωραιοποιήσεις δεν υπάρχει. Η ανάπτυξη που διαφημίζει όπου σταθεί κι όπου βρεθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι «μαϊμού». Στηρίζεται αποκλειστικά στα ευρωπαϊκά λεφτά, από τα οποία είναι απόλυτα εξαρτημένη η ελληνική οικονομία. Δίχως αυτές τις πατερίτσες. από τα κονδύλια της Ε.Ε., η χώρα θα ήταν σε μόνιμη ύφεση. Σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα από τα χρόνια του Μνημονίου.
Παραπλάνηση
Απόδειξη ότι ο πρωθυπουργός γνωρίζει την αλήθεια για την «κουτσή» οικονομία, αλλά παραπλανεί συνειδητά είναι ότι στις 9 Φεβρουαρίου, κατά τη δευτερολογία του στη Βουλή για το θέμα της στέγασης, είναι η απάντησή του στον Νίκο Ανδρουλάκη. Ως Μωυσής ο Μητσοτάκης είπε κομπάζοντας: «Το Ταμείο Ανάκαμψης το διαπραγματεύτηκε αυτή η κυβέρνηση και το διαπραγματεύτηκα εγώ προσωπικά. Και έφερα στη χώρα, ξεκινήσαμε με 31 δισεκατομμύρια, τώρα είμαστε στα 36 δισεκατομμύρια ευρώ».
Καταχειροκροτήθηκε από τους βουλευτές της Ν.Δ., όμως εκεί που γνώρισε την αποθέωση ήταν όταν σχεδόν έταξε -άγνωστο με ποιες εγγυήσεις- τη μονιμοποίηση του έκτακτου Ταμείου Ανάκαμψης και μετά το 2027: «Θέλουμε η χώρα μας να είναι πρωταγωνίστρια και, ναι, να μπορέσουμε να πάμε μετά και να διεκδικήσουμε ένα νέο Ταμείο Ανάκαμψης, όταν με το καλό αυτό θα έρθει στη λήξη του».
Σήμερα η «κυριακάτικη δημοκρατία» αποδομεί με αριθμούς το υποτιθέμενο «success story» στην οικονομία, αφήγημα για το οποίο πανηγυρίζουν αγκαλιά Μητσοτάκης και «Economist». Από τα επίσημα στοιχεία και τους αδιαμφισβήτητους δείκτες αποδεικνύονται ότι, δυστυχώς για όλους, η οικονομία είναι αδύναμη και η ανάπτυξη «στημένη».
«Είμαστε πρωταθλητές στην ανάπτυξη» είναι η μόνιμη επωδός Μητσοτάκη, οπότε ας κάνουν υπομονή τα νοικοκυριά, που δεν το νιώθουν στην τσέπη τους, γιατί κάποτε η ανάπτυξη θα φτάσει και σε αυτά. Μόνο που στην αληθινή ζωή οι «κανονικοί» αριθμοί δείχνουν ότι η Ελλάδα είναι σε ύφεση και γι’ αυτό οι πολίτες δεν αντιλαμβάνονται την περιβόητη… ανάπτυξη, ένα μασκάρεμα των ποσών για «λίγους» από το Ευρωπαϊκό Ταμείο, που, αν λείψουν από την εξίσωση, αποκαλύπτεται το ισοπεδωμένο τοπίο που βιώνουν οι οικογένειες στην καθημερινότητά τους.
Ποσά λεφτά έχουν ήδη έρθει από την Ευρώπη
Η Ελλάδα παίρνει λεφτά από δυο ευρωπαϊκά ταμεία, με επταετείς προϋπολογισμούς, για το 2021-2027. Το πρώτο ταμείο είναι το μόνιμο, αυτό που στην Ελλάδα αποκαλούμε παραδοσιακά ΕΣΠΑ και παλιότερα πακέτα Ντελόρ. Το ποσό αυτό είναι για την επταετία 21,4 δισ. ευρώ. Αφορά τη σύγκλιση του Βορρά με τον Νότο της Ευρώπης και χώρες που είναι κάτω του μέσου όρου για περιφερειακή ανάπτυξη, πρωτογενή τομέα κ.ά.
Το δεύτερο «πακέτο» είναι το καινούργιο και σχετίζεται με την Covid-19. Πρόκειται για το Ταμείο Ανάκαμψης έπειτα από τη διαπραγμάτευση των ηγετών της Ευρώπης το καλοκαίρι του 2020, πρώτη χρονιά της πανδημίας. Βγήκε ένα ποσό για όλη την Ε.Ε. στα 750 δισ. ευρώ, που μετά τροποποιήθηκε λίγο προς τα επάνω.
Από το Ταμείο Ανάκαμψης προορίζονταν αρχικά για την Ελλάδα 30 δισ. ευρώ, όμως με την αναθεώρηση που έγινε για 13 χώρες, έπειτα από αίτηση που έκαναν, η Κομισιόν ανακοίνωσε στις 8 Δεκεμβρίου ότι θα υπάρξει αύξηση για την Ελλάδα κατά 5 δισ. ευρώ. Το συνολικό ποσό έχει φτάσει πλέον για την επταετία στα 35,95 δισ. ευρώ.
Λίγες μέρες προτού φύγει το 2023 δόθηκε στην Ελλάδα η τρίτη δόση από το Ταμείο Ανάκαμψης, στις 28 Δεκεμβρίου, ποσό 3,6 δισ. ευρώ. Υπολογίζεται ότι ήδη έχουν εκταμιευτεί περίπου 10 δισ. από το ΤΑΑ. Τα πρώτα λεφτά έχουν ήδη αρχίσει να έρχονται και για το ΕΣΠΑ. Μόνο για το 2022 στο συγχρηματοδοτούμενο σκέλος, όπου περιλαμβάνονται τα επιχειρησιακά προγράμματα του ΕΣΠΑ, η εκτέλεση ανήλθε στα 6,5 δισ. ευρώ.
Αν και πέφτει ζεστό… χρήμα, η χρυσή ευκαιρία «κάηκε»
Ηδη, δηλαδή, το ζεστό ευρωπαϊκό χρήμα πέφτει από το 2021 στην ελληνική αγορά, μάλιστα από δύο πηγές. Τα 18,22 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης είναι δανεικά κι αγύριστα και τα υπόλοιπα 17,73 δισ. ευρώ είναι πολύ χαμηλότοκα δάνεια, γύρω στο 1%. Οσο περίπου τα δάνεια του δημόσιου χρέους από τον ESM (1,4%) και σίγουρα πολύ πιο χαμηλά από αυτά που δανείζεται η Ελλάδα στις διεθνείς αγορές (3,5%).
Τα ποσά αυτά προέρχονται από την αύξηση της ποσότητας χρήματος στην αγορά, που αρχικά άρχισε το 2012 επί Ντράγκι στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τάση που ανέβασε και άλλο στροφές από την πανδημία. Ο σύγχρονος τρόπος «κοπής νέου χρήματος» είναι μία από τις παραμέτρους αύξησης και του πληθωρισμού.
Για να υπάρχει μέτρο σύγκρισης, η Ελλάδα παίρνει αναλογικά τα περισσότερα χρήματα με τον πληθυσμό της και το ΑΕΠ σε όλη την Ε.Ε., ως ένα σωστό μπόνους των Βρυξελλών να πάρει μπροστά η οικονομία έπειτα από τον στραγγαλισμό μιας δεκαετίας Μνημονίων. Η Γερμανία, με οκταπλάσιο πληθυσμό και σχεδόν 20πλάσιο ΑΕΠ, παίρνει 28 δισ. ευρώ, η Ουγγαρία, με σχεδόν τον ίδιο πληθυσμό με εμάς και παρόμοιο ΑΕΠ, 10,4 δισ. ευρώ, ενώ η Ελλάδα 36 δισ. ευρώ.
Ολο αυτό το πακέτο χρημάτων που «βρέχει» από την Ευρώπη θα μπορούσε, με σωστή διαχείριση, να αποτελέσει τη χρυσή ευκαιρία για τη χώρα μας, όμως η σπατάλη τους και το γεγονός ότι πάνε σε «λίγες» τσέπες δείχνουν πως ασφαλώς και δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Επειτα από τρία Μνημόνια και «βομβαρδισμό» της πραγματικής οικονομίας επί μια δεκαετία από την τρόικα, θα έπρεπε ο στόχος να ήταν μια οικονομία που έχει μεταρρυθμιστεί πια κι έχει πάρει μπροστά πατώντας στα δικά της πόδια. Οχι μια οικονομία που η βιωσιμότητά της βασίζεται ξανά στα ευρωπαϊκά κονδύλια.
Αν και η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ εστιάζει μόνο στο μοίρασμα των χρημάτων σε μια χούφτα ανθρώπους κι επιχειρήσεις, υπάρχει και το ακόμα πιο σοβαρό πρόβλημα, που είναι δομικό και διαχρονικό. Κι έχει να κάνει με την υγεία της ελληνικής οικονομίας.
Υφεσιακή η εικόνα της πραγματικής οικονομίας χωρίς τα κονδύλια της Ε.Ε.
Μια προσεκτική ματιά στους δείκτες δίνει τον καθρέφτη της ελληνικής οικονομίας. Η Ελλάδα είχε ύφεση -9,3% το 2020 λόγω lockdown, το 2021 είχε ανάπτυξη +8,4%, το 2022 +5,6% και το 2023 έκλεισε στο 2,2%.
Σωρευτικά ο μέσος όρος ανάπτυξης 2020-2023 είναι στο +1,72%. Μέτριος δείκτης, αν αναλογιστεί κάποιος ότι η χώρα προέρχεται από Μνημόνια, άρα αναμενόταν -έτσι κι αλλιώς- μια έκρηξη ότι η αναιμική ανάπτυξη είχε αρχίσει από το 2017 και ότι στην πανδημία υπήρξε καθίζηση πάνω από 9%. Για το 2024 η Κομισιόν προβλέπει πάλι μέτρια ανάπτυξη +2,3%.
Με έτος αναφοράς και πάλι το 2020, το ΑΕΠ της χώρας ήταν 165 δισ. ευρώ λόγω βαθιάς ύφεσης, αλλά υπήρξε άμεση αύξηση και το 2023 έκλεισε στα 223 δισ. Να θυμίσουμε ότι το 2020 η Ε.Ε. χαλάρωσε εντελώς το Σύμφωνο Σταθερότητας, δίχως περιορισμούς στις δαπάνες των κρατών, ενισχύοντας πρωτοφανώς τα κράτη-μέλη, και ας μην είχε τεθεί ακόμη σε εφαρμογή το Ταμείο Ανάκαμψης. Ηταν η εποχή που η ελληνική κυβέρνηση πλήρωνε τους μισθούς στους εργαζομένους και ιδιωτικών επιχειρήσεων, αλλά και η αρχή του ξεσαλώματος των απευθείας αναθέσεων.
Σύμφωνα με το Ταμείο Ανάκαμψης και το νέο ΕΣΠΑ 2021-2027 το συνολικό ποσό για την επταετία είναι 57,35 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι κάθε χρόνο ήδη πέφτουν στην οικονομία 8,19 δισ. ευρώ κατά μέσο όρο από ευρωπαϊκά κονδύλια. Με το ΑΕΠ μεσοσταθμικά στα 220 δισ., αυτά τα 8,19 δισ. ευρώ αντιστοιχούν στο 4% του ΑΕΠ. Δηλαδή, τα λεφτά που δίνει η Ευρώπη στην Ελλάδα αρκούν για να «προσφέρουν» από μόνα τους +4% ανάπτυξης. Δημιουργείται, όμως, και μια υπεραξία, αν συνυπολογίσει κάποιος και τη μόχλευση από ιδιωτικά κεφάλαια, π.χ., στα ΕΣΠΑ. Τότε ο δείκτης ανεβαίνει ακόμα περισσότερο, αν και δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια.
Το διάστημα 2020-23, λοιπόν, υπήρχε μέση ανάπτυξη 1,7%. Το 2020 χαλάρωσε η Ε.Ε. για πρώτη φορά εντελώς το Σύμφωνο Σταθερότητας κι έπεσε ζεστό χρήμα ανεξέλεγκτα, διαφορετικά η ύφεση θα ξεπερνούσε το 15%, σύμφωνα με τους ειδικούς, ενώ από το 2021 τα ευρωπαϊκά χρήματα δίνουν κάθε χρόνο +4% ανάπτυξης.
Η εικόνα της πραγματικής οικονομίας, κι όχι αυτής της κυβέρνησης και του «Economist», είναι ξεκάθαρα υφεσιακή, τουλάχιστον στο -1,5% με -2%, αν όχι παραπάνω ετησίως, με επιπλέον επιβαρυντικό δεδομένο ότι τα περισσότερα δισ. ευρώ από τα δύο ευρωπαϊκά ταμεία και ειδικά από το Ταμείο Ανάκαμψης απορροφώνται μόνο από περίπου 50 μεγάλες επιχειρήσεις.
Τι περιμένει ο πρωθυπουργός στις ευρωεκλογές
Ο «Economist», ως το πλέον συστημικό έντυπο στον κόσμο, προμοτάρει την Ελλάδα ως θαύμα για να δείξει ότι η απάνθρωπη «θεραπεία» που επέβαλλε η τρόικα ήταν τελικά που γιάτρεψε τον «ασθενή». Οτι, δηλαδή, ήταν καλό το φάρμακο του Σόιμπλε και του Τόμσεν, ότι είχε επιτυχία η διαβόητη εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ και ότι οι μεταρρυθμίσεις που υποτίθεται ότι έγιναν αποδίδουν πλέον.
Ομως, η ανάπτυξη που εμφανίζεται στα χαρτιά για τη χώρα μας προέρχεται μόνο από τα ευρωπαϊκά κονδύλια, τα οποία δεν φτάνουν καν στη βάση της κοινωνίας. Αλλωστε, η ιδεολογία της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι θατσερική, «της οικονομίας του δέντρου». Το δέντρο ποτίζεται με λεφτά από ψηλά, το νερό πέφτει πρώτα στα κλαδιά που είναι πάνω πάνω, στην ελίτ δηλαδή, και χαμηλά θα φτάσουν μόνο όσες σταγόνες περισσέψουν.
Παρά τις αιματηρές θυσίες του ελληνικού λαού η οικονομία δεν νοικοκυρεύτηκε και κυρίως εξακολουθεί να μη βασίζεται στις δικές της δυνάμεις. Παραμένει μια οικονομία-ναρκομανής, που, όπως τότε με τα Μνημόνια και τις δόσεις από το εξωτερικό για το δημόσιο χρέος, τώρα είναι εξαρτημένη από τη δόση του Ταμείου Ανάκαμψης για να μπορέσει να παρουσιάσει μια ανάπτυξη για το θεαθήναι.
Γι’ αυτό και ο Μητσοτάκης καίγεται γι’ αυτά τα χρήματα και επιτίθεται στην Ευρωβουλή για το ψήφισμα που ζητάει από την Κομισιόν να περικόψει κονδύλια από τη χώρα μας, λόγω των πεπραγμένων της ελληνικής κυβέρνησης, όπως έγινε σε Πολωνία και Ουγγαρία.
Σε τι υπολογίζει ο Ελληνας πρωθυπουργός; Αφενός μεν στη φιλία του με την πρόεδρο της Κομισιόν Φον ντερ Λάιεν και αφετέρου στην εκτίμηση ότι στις ευρωεκλογές αναμένεται καθίζηση των κεντρώων, αριστερών και πράσινων κομμάτων της Ευρώπης, που αποτέλεσαν την πλειοψηφία των 330 στο ψήφισμα, με ταυτόχρονη αύξηση ποσοστών της Κεντροδεξιάς και της λαϊκής Δεξιάς.
Γι’ αυτό και ο Ελληνας πρωθυπουργός δεν δείχνει καμία διάθεση να αλλάξει την εικόνα του για το κράτος δικαίου. Απλά περιμένει ότι με τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών θα ανασάνει, επειδή οι πλειοψηφίες θα διαμορφωθούν έτσι, που δεν θα ξαναβρεθούν 330 βουλευτές για να συνεχίσουν να πιέζουν. Το μόνο που κατ’ ουσίαν ενοχλεί τον ένοικο του Μαξίμου είναι ότι χαλάει η εικόνα του και το αφήγημα του «success story». Ομως, ας είναι καλά ο «Economist».