Μπροστά σε έναν άγνωστο «δρόμο» γεμάτο απορίες και προβληματισμούς για την επιβολή ενδεχόμενων φόρων, βρίσκονται χιλιάδες κληρονόμοι οι οποίοι εισπράττουν εισοδήματα που καταβάλλονται αναδρομικά.
Συγκεκριμένα, αναδρομικά ποσά από συντάξεις, αμοιβές επιχειρηματικής δραστηριότητας καθώς και από μερίσματα, τόκους, δικαιώματα που αφορούν αποβιώσαντες που έχουν δηλωθεί από τους κληρονόμους ως στοιχείο της κληρονομιαίας περιουσίας, εφόσον έχουν εισπραχθεί από τους κληρονόμους και όχι από τον αποβιώσαντα, δεν εμπίπτουν στην έννοια του εισοδήματος. Δηλαδή, δεν επιβάλλεται παρακράτηση φόρου στα εισοδήματα που καταβάλλονται αναδρομικά στους κληρονόμους των δικαιούχων. Τα προαναφερόμενα ποσά που αφορούν σε χρονικό διάστημα προγενέστερο του θανάτου του αποβιώσαντος και καταβάλλονται στους κληρονόμους εντάσσονται στην κληρονομιαία περιουσία, και υπάγονται μόνο σε φόρο κληρονομίας, και αυτό για το λόγο ότι δεν συγκεντρώνουν τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά του εισοδήματος δηλαδή περιοδικότητα, σταθερή και διαρκώς εκμεταλλεύσιμη πηγή, αντάλλαγμα προσωπικής εργασίας ή άλλης δραστηριότητας ή καρπούς περιουσιακών στοιχείων. Έτσι, η επιβολή παρακράτησης δεν δύναται να τύχει εφαρμογής για τα συγκεκριμένα εισοδήματα καθώς και τυχόν επιβολή της, θεμελιώνει λόγο επιστροφής αχρεωστήτως παρακρατηθέντος φόρου με υποβολή τροποποιητική δήλωση φορολογίας εισοδήματος των κληρονόμων που τα εισέπραξαν.
Περιπτώσεις που επιβάλλεται παρακράτηση φόρου
Κανονικά επιβάλλεται παρακράτησης φόρου με συντελεστή 20% σε καταβαλλόμενα αναδρομικά εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις, καθώς και στις πρόσθετες αμοιβές που δεν συμπεριλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές ανεξάρτητα από το έτος στο οποίο ανάγονται, με σκοπό την φορολόγηση τους. Περαιτέρω, επιβάλλεται φόρος κληρονομιάς στην περιουσία που αποκτήθηκε αιτία θανάτου, με υπόχρεο καταβολής του φόρου κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά την περιουσία αυτή (κληρονομιά).