Στην ανοδική πορεία της ελληνικής οικονομίας μετά τη δεκαετία της κρίσης αναφέρεται δημοσίευμα του δικτύου Reuters. «Πριν από μία δεκαετία η Ελλάδα βρισκόταν στη δίνη μιας καταστροφικής κρίσης χρέους που σημαδεύτηκε από χρόνια λιτότητας, κακουχίες και αναταραχές. Τώρα αξιωματούχοι και επενδυτές λένε ότι το 2024 θα μπορούσε να είναι η χρονιά που θα ολοκληρωθεί επιτέλους η ανάκαμψή της» σημειώνει χαρακτηριστικά.
Μάλιστα, όπως σημειώνει το Reuters, το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας -εκείνης που κινδύνευσε να καταστρέψει ολόκληρη την ευρωζώνη- είναι ότι τώρα την κρατά πίσω η στασιμότητα των μεγάλων χωρών της ευρωζώνης. Το πρακτορείο θυμίζει ότι ήταν αυτές οι χώρες που επέβαλαν αυστηρές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα. Η ελληνική οικονομία, προσθέτει, προβλέπεται να αναπτυχθεί σχεδόν 3% φέτος, πλησιάζοντας το μέγεθος που είχε το 2009, πριν από την οικονομική κρίση, πολύ περισσότερο από το 0,8% που προβλέπεται για τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Ενδεικτικό της σημαντικής αυτής ανάκαμψης, σύμφωνα με το Reuters, είναι ότι το κόστος δανεισμού της χώρας έχει πέσει σε επίπεδα χαμηλότερα από εκείνα της Ιταλίας και ότι οι τράπεζες που διασώθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης πρόκειται να ιδιωτικοποιηθούν πλήρως, για πρώτη φορά έπειτα από δεκαετίες, κάτι που ορισμένοι από τους μεγαλύτερους επενδυτές στη χώρα θεωρούν το τελικό σημάδι επιστροφής στην κανονικότητα. Ωστόσο, το δημοσίευμα αναφέρει πως παρότι η χώρα έχει ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα και καταγράφεται σημαντικό επενδυτικό ενδιαφέρον, πολλοί Έλληνες λένε ότι δεν βλέπουν τα οφέλη της ανάκαμψης. Η ανεργία διαμορφώνεται πάνω από το 10% και είναι η δεύτερη υψηλότερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά την Ισπανία, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε αγοραστική δύναμη είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη. Χαρακτηριστικά αναφέρει πως ο μέσος μηνιαίος μισθός των 1.175 ευρώ είναι 20% χαμηλότερος από ό,τι πριν από 15 χρόνια, με τις τιμές να είναι πολύ υψηλότερες σε σχέση με το παρελθόν. Επίσης, αναφέρεται και στις προκλήσεις που παραμένουν για την ελληνική οικονομία, όπως η μείωση των γεννήσεων και η έλλειψη εργατικού δυναμικού, που απειλούν τις μακροπρόθεσμες προοπτικές, καθώς και τις φυσικές καταστροφές που σχετίζονται με το κλίμα -πυρκαγιές και πλημμύρες-, οι οποίες επιβαρύνουν τα δημόσια οικονομικά.