«Βγάζουν μάτι» τα επιτόκια που προσφέρουν οι ελληνικές τράπεζες στους καταθέτες, την ώρα που διατηρούν στα ύψη την «ψαλίδα» με τα επιτόκια χορήγησης δανείων. Εδώ και πολλούς μήνες πληθαίνουν οι φωνές που μιλούν για τις πρακτικές που ακολουθούν τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, καθώς είναι οφθαλμοφανέστατο πως συντελείται μια άγρια «ληστεία» σε βάρος των πολιτών.
Η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου καταθέσεων – χορηγήσεων είναι διπλάσια από τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών. Σύμφωνα με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) το επιτοκιακό περιθώριο των εγχώριων τραπεζών διαμορφώθηκε στο 3,37% από τον μέσο όρο του 1,62% των συστημικών τραπεζών της ευρωζώνης. Οι εγχώριες τράπεζες συντηρούν σε υψηλά επίπεδα τα περιθώρια κέρδους, με την ειδοποιό διαφορά να αποτελεί η μικρή -σε σχέση με τις ευρωπαϊκές τράπεζες- αύξηση που έχει γίνει στα επιτόκια καταθέσεων.
Από το 2022, όταν και η ΕΚΤ άρχισε την ανοδική πορεία των επιτοκίων της, οι ελληνικές τράπεζες έχουν αυξήσει το επιτοκιακό περιθώριο κατά 123 μονάδες βάσης από το 2022, σε αντίθεση με την αύξηση κατά μόλις 26 μονάδες βάσης για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Το 2023, τη χρονιά όπου οι ελληνικές τράπεζες έσπασαν κάθε ρεκόρ κερδοφορίας, η Ελλάδα ήταν μεταξύ των τριών χωρών με το υψηλότερο περιθώριο δανείων και καταθέσεων το 2023, ακολουθώντας τη Λετονία και τη Λιθουανία.
Πριν από την κρίση
Τα χρόνια πριν από την κρίση όποιος διατηρούσε ένα ποσό καταθέσεων στις τράπεζες λάμβανε και ένα σημαντικό εισόδημα από τους τόκους που κατέβαλαν οι τράπεζες. Επρόκειτο για την «ανταμοιβή» του καταθέτη που εμπιστευόταν τον κόπο μιας ζωής σε μια ιδιωτική επιχείρηση, καθώς έτσι θα πρέπει να θεωρούνται οι τράπεζες.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, η κατάσταση έχει αλλάξει άρδην. Τα επιτόκια καταθέσεων έχουν σχεδόν μηδενιστεί, ενώ οι πολίτες και οι επιχειρήσεις είναι υποχρεωμένες από το κράτος να διατηρούν τα χρήματά τους σε κάποια τράπεζα. Ολες οι κινήσεις πραγματοποιούνται υποχρεωτικά διατραπεζικά ή μέσω κάρτας, ενώ απαγορεύεται η συναλλαγή με μετρητά για ποσά άνω από 500 ευρώ.
Τα παραπάνω αποτελούν μονόδρομο για να «παρκάρουν» όλοι τα χρήματά τους στις τράπεζες, οι οποίες, όμως, εκμεταλλεύονται στο έπακρο αυτή την «ανάγκη». Χαρακτηριστική είναι η κατάσταση στις λεγόμενες καταθέσεις μιας ημέρας. Πρόκειται για τις «λαϊκές» καταθέσεις, αφού οι πολίτες θέλουν τα χρήματά τους να είναι διαθέσιμα ανά πάσα στιγμή για τρέχουσες ανάγκες τους και γι’ αυτό δεν έχουν την πολυτέλεια να τις «κλειδώσουν» μετατρέποντάς τες σε προθεσμιακές.
Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΤτΕ, του Μαΐου, το συνολικό ύψος καταθέσεων μίας ημέρας ήταν 105,15 δισ. ευρώ (αφαιρουμένων των ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων). Το τραπεζικό επιτόκιο γι’ αυτές τις καταθέσεις ήταν τον Μάιο στο 0,03%. Ο ετήσιος τόκος που καλούνται να πληρώσουν, δηλαδή οι τράπεζες, μόλις που ξεπερνά τα 31.000.000 ευρώ. Με άλλα λόγια, για μια κατάθεση ενός νοικοκυριού ύψους 1.000 ευρώ, ο τόκος που θα καταβάλει η τράπεζα, σε ετήσια βάση, ανέρχεται στα 0,30 ευρώ.
Αν ανατρέξει κανείς στα στοιχεία των τραπεζών της ευρωζώνης, θα διαπιστώσει πως τα αντίστοιχα επιτόκια (κατά μέσο όρο) είναι… 13 φορές υψηλότερα, δηλαδή στο 0,39%. Στο παράδειγμα με την κατάθεση των 1.000 ευρώ ο τόκος που καταβάλλεται στους πολίτες είναι 3,9 ευρώ.
Σε περίπτωση που αυτά τα επιτόκια μεταφραστούν σε κόστος για τις τράπεζες θα αντιληφθεί το μέγεθος της «ληστείας» στους Ελληνες καταθέτες, αλλά και το πώς δημιουργούνται τεράστια υπερκέρδη στις πλάτες του ελληνικού λαού.
Αν οι συστημικές τράπεζες της χώρας πρόσφεραν τα αντίστοιχα επιτόκια της υπόλοιπης ευρωζώνης (0,39%), τότε θα έπρεπε να καταβάλουν τόκους στους καταθέτες πάνω από 410.000.000 ευρώ, δηλαδή 380.000.000 ευρώ περισσότερα από σήμερα.
Τα στοιχεία για το ύψος των επιτοκίων στις ελληνικές καταθέσεις είναι αποκαλυπτικά και σε αρκετές ακόμα κατηγορίες. Για παράδειγμα, οι προθεσμιακές καταθέσεις φέρουν επιτόκιο 1,84%, έναντι 3,09% στην ευρωζώνη, οι καταθέσεις μιας ημέρας στις επιχειρήσεις φτάνει στο 0,17%, έναντι του 0,92% στην ευρωζώνη και οι προθεσμιακές των επιχειρήσεων στο 3,01%, έναντι του 3,64% στις τράπεζες των χωρών του ευρώ.
Η καθυστερημένη παρέμβαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού
Τα παραπάνω προκάλεσαν την πάρα πολύ καθυστερημένη παρέμβαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, μιας ανεξάρτητης Αρχής, η οποία μέσω ανακοίνωσης που εξέδωσε επισημαίνει ότι θα διερευνήσει τις συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά των τραπεζικών καταθέσεων, προκειμένου να διαπιστώσει τυχόν στρεβλώσεις και να υποβάλει προτάσεις για την ενίσχυση του ανταγωνισμού στην αγορά προς όφελος των καταθετών (νοικοκυριών και επιχειρήσεων).
«Από τον Ιούλιο του 2022 έως τον Σεπτέμβριο του 2023 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) προχώρησε σε διαδοχικές αυξήσεις του επιτοκίου διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων (deposit facility rate). Στο διάστημα που ακολούθησε οι αυξήσεις αυτές πέρασαν, σε κάποιον βαθμό, στα επιτόκια που προσφέρουν οι ελληνικές τράπεζες στους καταθέτες, όμως η μετακύλιση αυτή φαίνεται ότι εκδηλώθηκε σε περιορισμένη κλίμακα και με καθυστέρηση, τόσο σε σχέση με άλλα κράτη-μέλη όσο και με την παλαιότερη πρακτική του εγχώριου τραπεζικού συστήματος», αναφέρει η Επιτροπή.
Σημειώνει, μάλιστα, ότι στο πλαίσιο της πρώτης φάσης της διεξαγωγής τής εν λόγω κλαδικής έρευνας κηρύσσει έναρξη δημόσιας διαβούλευσης, προσκαλώντας κάθε ενδιαφερόμενο μέρος να εκθέσει τα σχόλια και τις θέσεις του αναφορικά με τις συνθήκες του ανταγωνισμού στις τραπεζικές καταθέσεις.