Τη σημαντική αποκλιμάκωση του ελληνικού χρέους έως το 2028 προβλέπει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, με στόχο να βρεθεί κοντά στο προ μνημονίων επίπεδα στο τέλος της τετραετίας. Συγκεκριμένα, το ποσοστό του χρέους εκτιμάται ότι θα μειωθεί από 153,7% του ΑΕΠ το 2024, σε 133,4% του ΑΕΠ το 2028. Υπενθυμίζεται πως η χώρα μας είχε μπει στα καταστροφικά Μνημόνια με ένα χρέος λίγο πάνω από το 126% του ΑΕΠ. Με βάση τις νεότερες εκτιμήσεις της κυβέρνησης το έτος 2038, δηλαδή σε περίπου 14 χρόνια από σήμερα το ελληνικό χρέος θα έχει μειωθεί στο 114,9% του ΑΕΠ!
Παράλληλα, η χώρα θα προχωρήσει σε νέα πρόωρη αποπληρωμή του χρέους που αφορά μια τριπλή δόση ύψους 8 δισ. ευρώ από το δάνειο που πήρε η Ελλάδα κατά την έναρξη του πρώτου Μνημονίου. Μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου θα υπάρξουν όλες οι τυπικές εγκρίσεις για την πρόωρη αποπληρωμή της δόσης αυτής, αλλά και η ταυτόχρονη χρήση του «μαξιλαριού» των 15,7 δισ. ευρώ από τον ESM. Για την αποπληρωμή των 8 δισ. ευρώ, ένα ποσό ύψους 5 δισ. ευρώ από αυτά τα κεφάλαια θα χρησιμοποιηθεί τον Δεκέμβριο για τη νέα πρόωρη αποπληρωμή διμερών δανείων του πρώτου μνημονίου, μαζί με επιπλέον 3 δισ. ευρώ από τα ταμειακά διαθέσιμα του ελληνικού δημοσίου. Πρόκειται για δάνεια που δόθηκαν στη χώρα μας στο πλαίσιο του πρώτου προγράμματος, το οποίο συμφωνήθηκε το Μάιο του 2010 και περιλάμβανε διμερή δάνεια από τις χώρες της ευρωζώνης (52,9 δισ. ευρώ). Το οικονομικό επιτελείο έχει «τρέξει» τρία διαφορετικά σενάρια για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και καθένα από αυτά λαμβάνει διαφορετικές υποθέσεις σε σχέση με την ανάπτυξη, το πρωτογενές πλεόνασμα αλλά και τα επιτόκια. Πρόκειται για σενάρια όπως αυτά που διενεργούνται στις τράπεζες, τα λεγόμενα τεστ αντοχής (stress tests), στα οποία η ελληνική οικονομία υποβάλλεται σε μια σειρά από δυνητικές «δοκιμασίες».
Σενάριο 1: Πρόκειται για το «σενάριο χαμηλότερου διαρθρωτικού πρωτογενούς ισοζυγίου», το οποίο υποθέτει ότι το διαρθρωτικό πρωτογενές ισοζύγιο μειώνεται κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες τα δύο πρώτα έτη μετά το τέλος της περιόδου προσαρμογής και παραμένει σε αυτό το χαμηλότερο επίπεδο για τα υπόλοιπα έτη της εξεταζόμενης περιόδου. Στο πλαίσιο του σεναρίου προσαρμογής του συγκεκριμένου σχεδίου, αυτό συνεπάγεται μια μείωση του εκτιμώμενου διαρθρωτικού πρωτογενούς ισοζυγίου από το 2,35% στο τέλος της περιόδου προσαρμογής σε 2,1% το 2029 και σε 1,85% από το 2030 και εξής. Ως συνέπεια του χαμηλότερου διαρθρωτικού πρωτογενούς ισοζυγίου, τα αποτελέσματα της Ανάλυσης Βιωσιμότητας Χρέους (DSA) οδηγούν σε πιο αργή μείωση του ποσοστού χρέους, με τη μέση ετήσια μείωση χρέους κατά το διάστημα 2029-2038 να πέφτει στις 1,4 ποσοστιαίες μονάδες και με το ποσοστό χρέους το 2038 να εκτιμάται στο 119,3% του ΑΕΠ ή 4,4 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα σε σύγκριση με το σενάριο προσαρμογής. Ωστόσο, η προϋπόθεση το χρέος να συνεχίσει να μειώνεται καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου 2029-2038 και πάλι ικανοποιείται, ενώ οι ετήσιες μειώσεις χρέους παραμένουν πάνω από τις 0,5 ποσοστιαίες μονάδες έως το τέλος της εξεταζόμενης περιόδου.
Σενάριο 2: Είναι το «σενάριο επιδείνωσης της διαφοράς ρυθμού ανάπτυξης – επιτοκίων», το οποίο υποθέτει ότι η διαφορά μεταξύ του ποσοστού της πραγματικής ανάπτυξης και του επιτοκίου θα χειροτερέψει μόνιμα κατά 1 ποσοστιαία μονάδα μετά το τέλος της περιόδου προσαρμογής. Αυτή η επίπτωση αποτυπώνεται υποθέτοντας από το 2029 και μετά μια τιμή για το ποσοστό ανάπτυξης χαμηλότερη κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το σενάριο προσαρμογής, καθώς επίσης και τιμές για το βραχυπρόθεσμο και το μακροπρόθεσμο επιτόκιο υψηλότερες κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες. Από τα τρία σενάρια αντοχής, αυτό έχει τη μεγαλύτερη επίπτωση στην εξέλιξη του ποσοστού χρέους, με τη μέση ετήσια μείωσή του για την περίοδο 2029-2038 να μειώνεται στη 1 περίπου ποσοστιαία μονάδα και με τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ να διαμορφώνεται στο 123,5% το 2038 ή 8,6 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από την αντίστοιχη τιμή του σεναρίου προσαρμογής. Το κριτήριο της συνεχούς μείωσης χρέους έως το τέλος της εξεταζόμενης περιόδου πάλι ικανοποιείται, αν και οι ετήσιες μειώσεις χρέους γίνονται οριακές τα τελευταία έτη της περιόδου.
Σενάριο 3: Το τελευταίο σενάριο αντοχής είναι το «σενάριο αύξησης επιτοκίων», το οποίο υποθέτει ότι τα επιτόκια της αγοράς προσωρινά αυξάνονται κατά το πρώτο έτος μετά την περίοδο προσαρμογής. Η αύξηση των επιτοκίων δεν είναι σταθερή, αλλά αποτελείται από μια οριζόντια αύξηση κατά 1 ποσοστιαία μονάδα, που επιβαρύνει όλα τα κράτη-μέλη, και ένα εξατομικευμένο κατά χώρα ασφάλιστρο κινδύνου, που επιβαρύνει μόνο τα κράτη-μέλη με ποσοστό χρέους πάνω από 90% του ΑΕΠ. Γι’ αυτά τα κράτη-μέλη το ασφάλιστρο κινδύνου υπολογίζεται ως η διαφορά του ποσοστού χρέους πάνω από το 90% πολλαπλασιασμένη με έναν συντελεστή ίσο με 0,06. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η εκτιμώμενη διαφορά από το όριο του 90% του ΑΕΠ το 2028 ισούται με 43,4 ποσοστιαίες μονάδες, που μεταφράζεται σε ασφάλιστρο κινδύνου που εφαρμόζεται στο σενάριο αυτό ύψους 2,6 ποσοστιαίων μονάδων και σε συνολική αύξηση των επιτοκίων της αγοράς ύψους 3,6 ποσοστιαίων μονάδων.
Ως αποτέλεσμα, το σενάριο υπονοεί μια αύξηση στα βραχυπρόθεσμα επιτόκια από 4,0% το 2028 σε 7,6% το 2029 και στα μακροπρόθεσμα επιτόκια από 2,8% το 2028 σε 6,4% το 2029. Αυτό οδηγεί σε μία αύξηση του μέσου ονομαστικού επιτοκίου του χρέους από το 2,7% στο 3,3% και σε μια επακόλουθη αύξηση της δαπάνης για τόκους από 3,6% του ΑΕΠ σε 4,3% του ΑΕΠ το 2029.
Λόγω της προσωρινής φύσης αυτής της αύξησης των επιτοκίων, η επίπτωση στην εξέλιξη του ποσοστού χρέους είναι μικρότερη σε σύγκριση με τα άλλα δύο σενάρια αντοχής, με τη μέση ετήσια μείωση χρέους για την περίοδο 2029-2038 να υπολογίζεται στις 1,67 ποσοστιαίες μονάδες και με το ποσοστό χρέους το 2038 να ισούται με 116,7% του ΑΕΠ, μόλις 1,8 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από την αντίστοιχη τιμή του σεναρίου προσαρμογής.
Πηγή: Κυριακάτικη Δημοκρατία