Όταν θεσμοθετήθηκαν τα χρωματιστά τιμολόγια και εφαρμόστηκαν από 1/1/2024 το ΥΠΕΝ και προσωπικά ο ίδιος ο υπουργός παρότρυνε τους καταναλωτές να επιλέξουν τα πράσινα τιμολόγια, ως τα καλύτερα της αγοράς, επειδή με αυτά θα λειτουργούσε ο ανταγωνισμός και οι πολίτες θα απολαμβάναν φθηνό ρεύμα. Επίσης στην υπουργική απόφαση προβλέπονταν η αυτόματη μετακίνηση ενός καταναλωτή στα πράσινα τιμολόγια, εφόσον δεν είχε επιλέξει ο ίδιος κάποιο άλλο χρωματιστό. Η υπουργική απόφαση όριζε την διάρκεια των πράσινων τιμολογίων για ένα έτος και υπήρχε η προαίρεση στους παρόχους, εάν επιθυμούσαν να παρατείνουν την διάθεση τους και το 2025. Σήμερα έρχεται το ΥΠΕΝ και αναζητά λύση φοβούμενο ότι οι πάροχοι θα μετακινήσουν τους αδρανείς καταναλωτές, (ηλικιωμένοι, αδιάφοροι, κλπ) σε άλλα τιμολόγια που θα λανσάρονται ως «φθηνότερα», χωρίς όμως στην πράξη να είναι.
Αυτό θα δημιουργήσει άλλο ένα κύκλο σύγχυσης στην καταναλωτική αγορά και βέβαια η παρότρυνση ενός υπουργού να επιλέξει ο καταναλωτής κάποιο άλλο χρώμα (μπλε, κίτρινο κλπ) πλην πράσινου, θα ήταν άλλη μια θεσμική εκτροπή, αφού δεν έχει καμία δουλειά ένας υπουργός να παρεμβαίνει υπό μορφή παρότρυνσης σε επιλογές τιμολογίων ενέργειας. Η δουλειά του υπουργού είναι να θεσμοθετεί και να παρέχει τα σχετικά εργαλεία και ο πολίτης να αποφασίζει ανεπηρέαστα ποια επιλογή θα κάνει. Αν ο πολίτης δεν δύναται να αποφασίσει την επιλογή κάποιου τιμολογίου λόγω ανεπάρκειας γνώσης του θέματος, υπάρχουν οι ειδικοί στην αγορά ενέργειας που παρέχουν συμβουλές εξατομικευμένες, ανάλογα με το ενεργειακό προφίλ του εκάστοτε καταναλωτή και όχι ο υπουργός εξ ονόματος των ειδικών να παροτρύνει ένα πράγμα για όλους.
Η χώρα μας πάντα πρωτοτυπεί σε λύσεις πρόχειρες και ασύμβατες πολλές φορές με την ευρωπαϊκή πρακτική. Τι κάνει η υπόλοιπη Ευρώπη με τα τιμολόγια ρεύματος; Στην πλειονότητα των χωρών της Ε.Ε οι πολίτες επιλέγουν ένα σταθερό τιμολόγιο ή ένα δυναμικό (πορτοκαλί), ελλείψει δυναμικού επιλέγουν κάποιο κυμαινόμενο. Η πλειοψηφία επιλέγει σταθερές χρεώσεις για ένα έτος κατ’ ελάχιστον. Ο λόγος που οι πάροχοι παροτρύνουν τα σταθερά είναι ότι αυτοί ΄΄χετζάρουν’’ τεράστιες ποσότητες ενέργειας με κλειδωμένες τιμές μέσω προθεσμιακών συμβολαίων για δύο ή τρία ακόμα και για πέντε έτη, από εγχώριους ή εξωχώριους ηλεκτροπαραγωγούς και δεν εμπορεύονται κατά κανόνα μεγάλες ποσότητες ενέργειας στα χρηματιστήρια ενέργειας, παρα μόνο ένα μικρό ποσοστό εκτίθενται στις χρηματιστηριακές συναλλαγές. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει στην Ελλάδα.
Οι πάροχοι, πάντως, θέλουν να έχουν σταθερά τιμολόγια, και για αυτό φροντίζουν να αντισταθμίζουν κινδύνους (‘’χετζάρουν’’) για τις αντίστοιχες ποσότητες που πωλούν και να έχουν την ικανότητα να ανταπεξέρχονται στις απότομες διακυμάνσεις, όπως έχει δείξει η πρόσφατη εμπειρία.
Και φυσικά θέλουν να έχουν πελάτες σε «μπλε» τιμολόγια γιατί τους διευκολύνει στους υπολογισμούς τους. Όταν μια εταιρεία έχει έναν ικανό όγκο πελατών σε σταθερά προϊόντα, αντισταθμίζει καλύτερα τον κίνδυνο, κλείνοντας μεγάλες ποσότητες στις αγορές, γεγονός που της δίνει πιο σαφή ορίζοντα απ’ ότι το κυμαινόμενο, όπου ουδείς ξέρει αν η αγορά θα κινηθεί ανοδικά ή πτωτικά.
Εκτιμώ ότι οι εξελίξεις στην αγορά ενέργειας θα μας προσπεράσουν, αν το ΥΠΕΝ δεν φροντίσει να πάρει πρωτοβουλίες για αλλαγές τόσο στην ασκούμενη ενεργειακή της πολιτική και κυρίως εάν δεν εναρμονιστεί με τους ευρωπαϊκούς κανόνες αγοράς.
Χριστοδουλίδης Μιχάλης
Διπλ. Μηχανολόγος Μηχανικός ΑΠΘ
Ενεργειακός Επιθεωρητής