Με το δίκιο του απλού πολίτη και όχι των τραπεζών αρχίζουν να ευθυγραμμίζονται όλο και περισσότερα δικαστήρια του πρώτου βαθμού, παίρνοντας αποστάσεις ακόμη και από την ηγεσία του Αρείου Πάγου, που άνοιξε πληγή στην κοινωνία, με την απόφαση της Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου (η οποία ελήφθη κατά πλειοψηφία) που από τον Ιανουάριο του 2023 άναψε το πράσινο φως στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ), τα γνωστά funds, να βγάζουν στο σφυρί τα σπίτια των δανειοληπτών.
Ετσι, μετά τον ειρηνοδίκη (με τον νέο Δικαστικό Χάρτη πρώην ειρηνοδίκη) στην Αττική, που στο σκεπτικό της απόφασής του στάθηκε απέναντι στις τράπεζες, κάνοντας λόγο για «τοκογλυφία» εκ μέρους τους, προκαλώντας μάλιστα την αντίδραση της προέδρου του Α.Π. Ιωάννας Κλάπα, η οποία εξέδωσε εγκύκλιο με την οποία ουσιαστικά επιβάλλει λογοκρισία στους δικαστές, ακόμα ένα δικαστήριο ευθυγραμμίστηκε με το δίκιο ενός απλού καταναλωτή.
Συγκεκριμένα, με απόφασή του το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (πρώην Ειρηνοδικείο Αθηνών) έκανε δεκτή αγωγή που είχε καταθέσει πολίτης κατά τράπεζας, λόγω διαδικτυακής απάτης μέσω e-banking. Η δικαστική απόφαση έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς ανοίγει τον δρόμο σε πολίτες που πέφτουν θύματα διαδικτυακής απάτης μέσω τραπεζών να διεκδικήσουν την αποκατάσταση της ζημιάς από τις τράπεζες.
Σύμφωνα με την απόφαση, η τράπεζα έχει υποχρέωση προτού εκτελέσει μια συναλλαγή μέσω e-banking για λογαριασμό πελάτη της να διερευνήσει ορισμένους παράγοντες, όπως το ύψος, ο τύπος της συναλλαγής και αν υπάρχει συμβατότητα με το προφίλ-ιστορικό συναλλαγών του πελάτη της.
Ακόμη, σύμφωνα με την απόφαση, η πράξη πληρωμής θεωρείται εγκεκριμένη μόνο εφόσον ο πελάτης έχει δώσει συγκατάθεση στην εκτέλεσή της, ενώ η χρήση της υπηρεσίας e-banking εκ μέρους του πελάτη της τράπεζας δεν αποτελεί επαρκή απόδειξη ότι αυτός είχε εγκρίνει την πράξη πληρωμής.
Η δικαστική απόφαση αποτελεί σταθμό για τους καταναλωτές, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που οι διαδικτυακές απάτες κάνουν θραύση με θύματα ανυποψίαστους πολίτες, πολλοί από τους οποίους στερούνται και τα προς το ζην.
Για την ιστορία, «στις 22/09/2021 το απόγευμα εισήλθε στην ειδική εφαρμογή ηλεκτρονικής τραπεζικής (internet banking), χρησιμοποιώντας τον κωδικό συνδρομητή, τον μυστικό κωδικό του, καθώς και τον μίας χρήσης τετραψήφιο κωδικό, που εστάλη στον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του, προκειμένου να πραγματοποιήσει από τον τραπεζικό του λογαριασμό ορισμένη συναλλαγή, οπότε διαπίστωσε ότι την 20/09/2021 είχε μεταφερθεί, εν αγνοία του και χωρίς τη συγκατάθεση/έγκρισή του, το ποσό των 8.741,50 ευρώ, από τον τραπεζικό λογαριασμό του προς τον με αριθμ. … λογαριασμό τρίτου, που τηρείται στη γερμανική… τράπεζα».
Οπως αναφέρεται στη δικαστική απόφαση, παρά την αναστάτωσή του, ο ενάγων τηλεφώνησε αμέσως στο αρμόδιο τμήμα τηλεφωνικής εξυπηρέτησης της εναγομένης και ενημέρωσε, ως δικαιούχος του λογαριασμού, ότι δεν πραγματοποίησε ο ίδιος ή άλλος με εντολή του την ως άνω συναλλαγή, αλλά ότι συντρέχει περίπτωση απάτης και παράνομης αφαίρεσης (κλοπής) των χρημάτων από τον λογαριασμό του.
Αμφισβήτησης συναλλαγής
Επιπλέον, την επόμενη ημέρα, 23/09/2021, μετέβη στο κατάστημα της τράπεζας στη Νέα Μάκρη και υπέβαλε συμπληρωμένο έντυπο αμφισβήτησης της συναλλαγής, αιτούμενος την ακύρωσή της, τον μηδενισμό του λογαριασμού του, τη μεταφορά του υπολοίπου αυτού σε νέο λογαριασμό, το άνοιγμα νέας συνδρομής και την έκδοση νέας χρεωστικής κάρτας, ενώ ταυτόχρονα πήγε και στο Αστυνομικό Τμήμα Ραφήνας – Πικερμίου, όπου ανέφερε το συμβάν και υπέβαλε μήνυση κατά των άγνωστων δραστών.
Λίγες ημέρες μετά, ωστόσο, ήρθε… ψυχρολουσία, καθώς ενημερώθηκε από τους τραπεζικούς υπαλλήλους ότι η τράπεζα αρνείται την ευθύνη της για τη συναλλαγή μεταφοράς χρημάτων, με τη δικαιολογία ότι πραγματοποιήθηκε μέσω εφαρμογής, κατόπιν έγκρισής του, με τη χρήση της υπηρεσίας Push Notification… και ότι, συνεπώς, σε περίπτωση που η συναλλαγή δεν είναι εγκεκριμένη από αυτόν, οφείλεται σε διαρροή προς τρίτο πρόσωπο των στοιχείων των προσωπικών κωδικών ασφαλείας του, για την είσοδό του στο σύστημα ηλεκτρονικής τραπεζικής της εναγομένης, για την τήρηση της μυστικότητας των οποίων αυτός φέρει αποκλειστική ευθύνη!
Παρά τις διαμαρτυρίες του, η τράπεζα εξακολουθούσε να αρνείται την ευθύνη της για την τραπεζική συναλλαγή-υπηρεσία πληρωμής και χρέωνε τη ζημιά στον πελάτη της, αρνούμενη να πιστωθεί εκ νέου στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος το μεταφερθέν από αυτόν χρηματικό ποσό.
Το σκεπτικό για την απόφαση «σταθμό»
Παρά την άρνηση της τράπεζας να καταβάλει τα χρήματα στον παθόντα, το δικαστήριο έκρινε ότι η ευθύνη είναι δική της, καθώς δεν απέδειξε τη γνησιότητα της επίδικης συναλλαγής και πως είχε την έγκρισή του παθόντος, ενώ δεν επικαλέστηκε, ούτε άλλωστε αποδείχτηκαν, ασυνήθεις και απρόβλεπτες περιστάσεις, οι οποίες ήταν πέρα από τον έλεγχό της και των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν, παρ’ όλες τις προσπάθειες για το αντίθετο.
Το δικαστήριο προχώρησε ένα βήμα περισσότερο και δικαίωσε τον πελάτη της τράπεζας, καθώς έκρινε ότι οι πάροχοι πληρωμών (τράπεζες) έχουν τη δυνατότητα εντοπισμού ύποπτων και μη εγκεκριμένων συναλλαγών, γι’ αυτό και ορίζεται, στο άρθρο 68 του Ν. 4537/2018, η δυνατότητα της τράπεζας να αναστείλει μια συναλλαγή, σε περίπτωση ύπαρξης υπόνοιας για μη εγκεκριμένη ή απατηλή συναλλαγή. Σε κάθε περίπτωση, η τράπεζα, πριν εκτελέσει μία συναλλαγή μέσω e-banking, για λογαριασμό του πελάτη της, έχει την υποχρέωση να διερευνήσει ορισμένους παράγοντες, όπως το ύψος και ο τύπος της συναλλαγής και αν υπάρχει συμβατότητα με το προφίλ και το ιστορικό των συναλλαγών του πελάτη της.
Επιπλέον το δικαστήριο επέβαλε τα δικαστικά έξοδα σε βάρος της τράπεζας, τα οποία όρισε στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Πηγή: Κυριακάτικη Δημοκρατία