Πάνω από 200 δισ. ευρώ έχουν αυξηθεί οι αξίες των ακινήτων σε όλη τη χώρα μέσα σε ελάχιστα χρόνια, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια «βιομηχανία» δημιουργίας πλούτου που αγγίζει μερίδα των Ελλήνων. Ο συνολικός πλούτος των Ελλήνων, δηλαδή η κινητή και ακίνητη περιουσία τους μετά την αφαίρεση των χρεών τους, υπολογίζεται ότι το δεύτερο τρίμηνο του 2024 έφθασε τα 956 δισ. ευρώ. Από αυτόν τον πλούτο, το 68% αντιστοιχεί σε μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή σε ακίνητα. Αυτό σημαίνει ότι η αξία των ακινήτων των Ελλήνων ξεπέρασε τα 650 δισ. ευρώ, καθώς οι περισσότεροι προσπάθησαν να εκμεταλλευθούν τη συγκυρία εκτόξευσης των τιμών, που ξεκίνησε με τη μεγάλη αύξηση των αντικειμενικών αξιών σε όλη τη χώρα. Μάλιστα, εκείνη την περίοδο, ανώτατα στελέχη του οικονομικού επιτελείου απαντούσαν πως οι Ελληνες ναι μεν θα πλήρωναν αυξημένους φόρους (π.χ., ΕΝΦΙΑ), ωστόσο θα είναι κερδισμένοι, επειδή ανέβηκε η αξία του ακινήτου τους σε περίπτωση πώλησης.
«Ράλι»
Την ώρα που χιλιάδες οικογένειες αναζητούν τη δική τους πρώτη κατοικία με προγράμματα όπως το «Σπίτι μου», οι τιμές για ένα διαμέρισμα λίγων τετραγωνικών κινείται σε επίπεδα… μεζονέτας πριν από μερικά χρόνια, και μάλιστα σε κάποια ακριβή περιοχή της Αττικής. Ωστόσο, παρά το πρόγραμμα που προσφέρει μειωμένο επιτόκιο, το νο 1 πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ενδιαφερόμενοι είναι η έλλειψη διαθέσιμων ακινήτων, αλλά και οι παράλογα υψηλές τιμές, που πολλές φορές είναι ασύμφορες.
Οι Ελληνες επιμένουν να επενδύουν τα περισσότερα χρήματά τους σε ακίνητα, και τα τελευταία χρόνια, με την ανάκαμψη της οικονομίας και την έλλειψη προσφοράς ακινήτων, οι τιμές πήραν και πάλι την ανηφόρα, δημιουργώντας μεγάλες υπεραξίες στους ιδιοκτήτες. Οι περισσότεροι πωλούν ακίνητα αντί υψηλών τιμών, με σκοπό τη δημιουργία σημαντικού κέρδους, εκμεταλλεύονται αυτή τη συγκυρία και την έλλειψη ακινήτων στην αγορά. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο για σπίτια-ερείπια ή εκείνα που χρήζουν ακόμα και ολικής ανακαίνισης η ζητούμενη τιμή ξεπερνά τα 100.000 ευρώ στις περισσότερες περιπτώσεις εντός Αττικής, και, παρά τα προγράμματα ανακαίνισης που προσφέρει το κράτος, το τελικό κόστος είναι πολύ σημαντικό για έναν μέσο εργαζόμενο με τους σημερινούς μισθούς.
Παράγοντες της αγοράς ακινήτων επισημαίνουν πως είναι πολλές οι περιπτώσεις ιδιοκτητών που καθορίζουν τις τιμές των ακινήτων τους με βάση τις αγγελίες που βλέπουν στις ψηφιακές πλατφόρμες, παρασυρόμενοι από τις ζητούμενες τιμές παρόμοιων ακινήτων. Συχνά προσθέτουν ένα επιπλέον ποσό, θεωρώντας ότι αυτή είναι η πραγματική αξία του ακινήτου τους, χωρίς όμως να υπολογίζουν αν η κατοικία που βάζουν προς πώληση χρήζει σημαντικής ανακαίνισης ή ακόμα και αν διαθέτει τα «αξεσουάρ» των άλλων ακινήτων, για παράδειγμα πάρκινγκ, αποθήκη κ.λπ.
Golden Visa
Το μεγάλο κέρδος έχει προκύψει τα τελευταία χρόνια από το πρόγραμμα Golden Visa, με το οποίο ιδιοκτήτες ακινήτων προσπαθούσαν να… εντοπίσουν ξένους επενδυτές, ώστε να αγοράσουν το ακίνητό τους αντί 250.000 ευρώ (όσο ήταν αρχικά το ελάχιστο όριο επένδυσης τα προηγούμενα χρόνια), ακόμα και αν η αξία της κατοικίας ήταν αρκετά χαμηλότερη.
Με αυτόν τον τρόπο ξεκίνησε η μείωση των διαθέσιμων ακινήτων για τους Ελληνες, καθώς το… κυνήγι των επενδυτών της Golden Visa δεν χωρούσε ανταγωνισμό από τους Ελληνες υποψήφιους ιδιοκτήτες, δεδομένου ότι όχι μόνο αδυνατούσαν (και αδυνατούν) να «σηκώσουν» από τις τράπεζες τέτοια δάνεια, αλλά και ότι οι τόκοι θα εκτόξευαν τα τελικό ποσό του στεγαστικού δανείου σε δυσθεώρητα επίπεδα, με αποτέλεσμα να δουλεύουν μια ζωή ώστε να αποπληρώσουν απλά το δάνειο ενός σπιτιού.
Η ακτινογραφία των διαθέσιμων κατοικιών
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, ο συνολικός αριθμός των διαθέσιμων ακινήτων προς πώληση στις κύριες περιοχές της Ελλάδας ανέρχεται σε 176.634. Συγκεκριμένα, σε Αθήνα – νότια προάστια υπάρχουν 37.579 ακίνητα, στο κέντρο της Αθήνας 30.732, στη λοιπή Ελλάδα 21.759, στη Θεσσαλονίκη 20.046, στα βόρεια προάστια της Αθήνας 19.481, στα προάστια της Θεσσαλονίκης 14.765, στα δυτικά προάστια της Αθήνας 11.704, στον Πειραιά 7.017, στα ανατολικά προάστια της Αθήνας 5.156, στην Πάτρα 4.419, στα Χανιά της Κρήτης 1.558, στο Ηράκλειο της Κρήτης 1.435, στο Ρέθυμνο της Κρήτης 539 και στο υπόλοιπο του νομού.
Τα περισσότερα ακίνητα προς πώληση ανήκουν στην κατηγορία των νεόδμητων (2020 και μετά), αποτελώντας το 24,3% του συνόλου, με 42.935 διαθέσιμα. Ακολουθούν τα ακίνητα κατασκευής 1970-1979, που ανέρχονται σε 39.730 και αντιστοιχούν στο 22,5% του συνόλου. Τα ακίνητα της δεκαετίας 1960-1969 αντιπροσωπεύουν το 14,7% με 26.013 ακίνητα, ενώ εκείνα της δεκαετίας 2000-2009 καλύπτουν το 15,4% με 27.171 ακίνητα. Οι κατοικίες που χτίστηκαν τη δεκαετία 1980-1989 φτάνουν τις 20.882, αποτελώντας το 11,8% του συνόλου, ενώ τα ακίνητα της δεκαετίας 1990-1999 είναι 13.534, καλύπτοντας το 7,7%. Τέλος, τα ακίνητα της περιόδου 2010-2019 είναι τα λιγότερα, μόλις 6.369, αποτελώντας το 3,6% του συνόλου.
Οσον αφορά την κατανομή των ακινήτων προς πώληση ανά όροφο, τα περισσότερα βρίσκονται στο ισόγειο, με 42.343 ακίνητα που αντιπροσωπεύουν το 23,9% του συνόλου. Ο πρώτος όροφος ακολουθεί με 40.092 ακίνητα, που αποτελούν το 22,7%, ενώ ο δεύτερος όροφος έχει 29.699 ακίνητα, δηλαδή το 16,8% του συνόλου. Ο τρίτος όροφος διαθέτει 23.434 ακίνητα (13,2%), ο τέταρτος 16.775 (9,5%), ο πέμπτος 11.435 (6,6%) και ο έκτος 8.350 (4,7%). Στην κατηγορία των ημιυπογείων καταγράφονται 4.348 ακίνητα, που αντιστοιχούν στο 2,4% του συνολικού αποθέματος.
Πηγή: Κυριακάτικη Δημοκρατία