Η οικονομία της Θεσσαλονίκης βρίσκεται σε ένα κομβικό σταυροδρόμι, καθώς παλεύει να διατηρήσει την ισορροπία της μέσα σε ένα περιβάλλον γεμάτο προκλήσεις. Με τα νοικοκυριά να βρίσκονται αντιμέτωπα με την ακρίβεια και τις επιχειρήσεις να αγωνίζονται κάτω από το βάρος υψηλού κόστους και έλλειψης εργατικού δυναμικού, τα ευρήματα της έρευνας οικονομικής συγκυρίας «Βαρόμετρο ΕΒΕΘ» φωτίζουν τις πολυδιάστατες δυσκολίες αλλά και τις προοπτικές που διαμορφώνονται για την πόλη. Πρόκειται για έρευνα για λογαριασμό του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου (ΕΒΕΘ), σε δείγμα 800 επιχειρήσεων και 700 καταναλωτών.
Όπως προκύπτει από τις απαντήσεις, παρά το γεγονός ότι ο Δείκτης Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης στον νομό Θεσσαλονίκης παρουσίασε μικρή βελτίωση, διαμορφούμενος στις -31 μονάδες, έναντι -35 μονάδων τον Σεπτέμβριο του 2024, οι καταναλωτές εξακολουθούν να διακατέχονται από απαισιοδοξία. Η στασιμότητα που παρατηρείται από τις αρχές του 2023 οφείλεται κυρίως στην παγιωμένη αίσθηση ακρίβειας στο ρεύμα και την ενέργεια, σύμφωνα πάντα με τους ερευνητές. Το 60% των νοικοκυριών χαρακτηρίζει τους λογαριασμούς ρεύματος υψηλούς και δυσκολεύεται στην αποπληρωμή τους (σταθερό ποσοστό σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2024), ενώ αντίστοιχο ποσοστό (58%) δηλώνεται και για τους λογαριασμούς θέρμανσης.
Η ανησυχία για περαιτέρω αύξηση των τιμών μέσα στον επόμενο χρόνο εντείνεται, με τον δείκτη να φτάνει στο +32, ενισχύοντας το αίσθημα οικονομικής ανασφάλειας. Ωστόσο, η απαισιοδοξία για την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών υποχωρεί ελαφρώς, καθώς το 43% εκτιμά επιδείνωση, έναντι 50% στην προηγούμενη μέτρηση. Παράλληλα, η προοπτική για την ανεργία φαίνεται πιο αισιόδοξη, με το 20% να προβλέπει μείωση, από 17% προηγουμένως.
Επιχειρηματικός τομέας και λιανεμπόριο
Στον επιχειρηματικό τομέα, η εικόνα είναι σύνθετη και εξαρτάται από τον κλάδο δραστηριότητας. Στη βιομηχανία, ο Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών μειώθηκε ελαφρά στις -5 μονάδες (από -3), με τις εκτιμήσεις για την παραγωγή του τελευταίου εξαμήνου να επιδεινώνονται, αλλά τις προσδοκίες για το μέλλον να παραμένουν σταθερές. Οι προβλέψεις για τις εξαγωγές παρουσίασαν αξιοσημείωτη πτώση (+14 από +30), πιθανώς λόγω ανησυχιών για εξωτερικούς παράγοντες, όπως οι δασμοί. Οι κύριες δυσκολίες που αναφέρουν οι επιχειρήσεις είναι οι χρηματοοικονομικοί περιορισμοί (44%) και η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού (40%).
Στο λιανεμπόριο ο δείκτης πέφτει σε αρνητικό έδαφος (-7 από +1). Η πτώση αυτή αποδίδεται κυρίως στη σοβαρή επιδείνωση της αποτίμησης των πωλήσεων του προηγούμενου εξαμήνου (-32 από +1). Παρόλα αυτά, οι προσδοκίες για τις μελλοντικές πωλήσεις (+19 από +3) και παραγγελίες (+5 από -13) δείχνουν σημαντική ανάκαμψη.
Πέρα από τις επιμέρους τάσεις, η έρευνα αναδεικνύει οριζόντια ζητήματα. Για τις επιχειρήσεις, το υψηλό κόστος φορολογίας παραμένει το «Νο 1» πρόβλημα (44%), ακολουθούμενο από τα κόστη ενέργειας/καυσίμων (29%) και πρώτων υλών (23%) και τη γραφειοκρατία (17%). Αξιοσημείωτη είναι η αυξανόμενη αναφορά στο υψηλό εργατικό κόστος (22% συνολικά) και η κυριαρχία της έλλειψης εργατικού δυναμικού ως βασικού εμποδίου, ιδίως στις κατασκευές και τη βιομηχανία.
Κατά τα λοιπά, το 29% των επιχειρήσεων συμμετείχε σε επιχορηγούμενα προγράμματα την τελευταία πενταετία, με το 64% να δηλώνει «Πολύ» ή «Αρκετά» ικανοποιημένο. Ωστόσο, το 63% των επιχειρήσεων προτιμά τα έμμεσα φορολογικά κίνητρα έναντι των άμεσων επιχορηγήσεων (29%).