Φορολογικά «μπόνους» έχει τάξει η κυβέρνηση σε όσους ιδιοκτήτες επιθυμούν να προχωρήσουν σε ανακαίνιση των ακινήτων τους είτε για προσωπική χρήση είτε για τη μίσθωσή τους.
Μέχρι και 16.000 ευρώ έκπτωση φόρου μπορούν να διεκδικήσουν για δαπάνες ενεργειακής, λειτουργικής και αισθητικής αναβάθμισης, όσοι ιδιοκτήτες προχωρήσουν σε ανακαίνιση κλειστής κατοικίας έως 120 τ.μ. και τη διαθέσουν προς ενοικίαση έως το τέλος του έτους. Θα απαλλάσσονται για τρία χρόνια από τον φόρο εισοδήματος για τα ενοίκια. Σημαντικές εκπτώσεις φόρου εισοδήματος δικαιούνται οι ιδιοκτήτες ακινήτων που έκαναν ανακαίνιση μέσα στο 2024. Συγκεκριμένα, η έκπτωση του φόρου φτάνει έως και τα 16.000 ευρώ τα οποία κατανέμονται ισόποσα σε πέντε έτη. Σε αυτή την περίπτωση, για εργασίες της τάξης των 16.000 ευρώ, οι φορολογούμενοι θα έχουν έκπτωση φόρου 3.200 ευρώ τον χρόνο, για πέντε χρόνια. Μάλιστα, στις δαπάνες συμπεριλαμβάνονται και οι δαπάνες για την αγορά αγαθών, αρκεί να μην υπερβαίνει το 1/3 του ποσού των δαπανών για τη λήψη υπηρεσιών που λαμβάνεται υπόψη για τη μείωση του φόρου. Προϋπόθεση είναι οι συναλλαγές να πραγματοποιηθούν με κάρτα ή μέσω web banking και εφόσον όλες οι δπάνες έχουν διαβιβαστεί στην ΑΑΔΕ. Διευκρινίζεται πως τα κτίρια για τα οποία πραγματοποιούνται οι δαπάνες θα πρέπει να μην έχουν ήδη ενταχθεί ή να μην πρόκειται να ενταχθούν σε πρόγραμμα αναβάθμισης κτιρίων.
Οι προϋποθέσεις
- Οι δαπάνες δεν πρέπει να έχουν εκπέσει ως επαγγελματική δαπάνη για όσους ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα
- Αν το ακίνητο είναι σε συνιδιοκτησία, το όριο της έκπτωσης προσαρμόζεται με βάση το ποσοστό κυριότητας. Σε περίπτωση επικαρπίας ή ψιλής κυριότητας, η έκπτωση περιορίζεται ανάλογα με τη σχετική αξία του δικαιώματος
- Για τους κοινόχρηστους χώρους πολυκατοικιών, οι δαπάνες που εξοφλούνται από τον διαχειριστή με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής ή μέσω παρόχου υπηρεσιών, κατανέμονται βάσει χιλιοστών συνιδιοκτησίας. Ο διαχειριστής εκδίδει σχετική βεβαίωση με τον ΑΤΑΚ του κάθε διαμερίσματος που συμμετέχει
Για τις περιπτώσεις συνιδιοκτησίας, η έκπτωση προσαρμόζεται ανάλογα με το ποσοστό πλήρους κυριότητας, επικαρπίας ή ψιλής κυριότητας του προσώπου που πραγματοποιεί τη δαπάνη. Επιπλέον, εάν η έκπτωση υπερβαίνει τον φόρο εισοδήματος που αντιστοιχεί στο φορολογούμενο για το έτος, το υπερβάλλον ποσό δεν επιστρέφεται, δεν συμψηφίζεται, ούτε μεταφέρεται σε επόμενα έτη.