Πιστός στο δόγμα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχειρεί, με νύχια, με δόντια και με κάθε όπλο που η φαρέτρα της πολιτικής αντιπαράθεσης επιτρέπει, να απεγκλωβιστεί από τον βούρκο των τηλεφωνικών υποκλοπών, αλλάζοντας στρατηγική και βάζοντας πλέον σε πρώτο πλάνο τις εκλογές, φέρνοντας τες πιο κοντά με μια πολωτική έως και διχαστική προεκλογική ρητορική.
- Από τον Πάνο Σώκο
Αυτή τη στρατηγική -αρνητική, κατά βάση, και αποτέλεσμα κλειστών συσκέψεων στο Μέγαρο Μαξίμου με τους συνεργάτες και τους επικοινωνιολόγους του- την ξεδίπλωσε με καθαρό τρόπο την περασμένη Δευτέρα, με την ομιλία του στην Πολιτική Επιτροπή της Ν.Δ. και στηρίζεται στους εξής άξονες:
- Στα διλήμματα που βάζει για τις εκλογές του 2023 και τα οποία, όπως ο ίδιος λέει, «είναι πολύ ξεκάθαρα»: «Θα πάμε μπροστά ή πίσω;» και «ποιος είναι ικανός να διαχειρίζεται τις κρίσεις θωρακίζοντας την πατρίδα; Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επικεφαλής κυβέρνησης Ν.Δ. ή ο Αλέξης Τσίπρας επικεφαλής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ;» Οπως ο ίδιος είπε, «σε αυτό το ερώτημα θα κληθούν να απαντήσουν οι Ελληνες», ενώ εμφανίστηκε «σίγουρος ότι θα μας δώσουν και πάλι τη στήριξή τους και θα μας περιβάλουν και πάλι με την εμπιστοσύνη τους».
- Με την αναβίωση του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου επιρρίπτοντας στο κόμμα αυτό ακόμα και την ευθύνη για τις παρακολουθήσεις, παραποιώντας πλήρως την πραγματικότητα αλλά, και το πιο σοβαρό, κατηγορώντας τον ΣΥΡΙΖΑ ότι είναι «εθνικό μειονέκτημα» και ότι εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Τουρκίας εις βάρος των εθνικών μας συμφερόντων, αφού είπε ότι «ο κ. Ερντογάν δεν κρύβει ότι θα ήθελε τον κ. Τσίπρα απέναντί του. Ομως έχει εμένα…».
- Παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως πολέμιο των επιχειρηματικών συμφερόντων, λέγοντας ότι «κάποιοι μας δείχνουν τα δόντια τους, αλλά δεν μασάμε» και ότι ο ίδιος προσωπικά είναι εμπόδιο σε κάποιους ισχυρούς «που θα ήθελαν πολύ έναν πιεζόμενο πρωθυπουργό και μια αγκυλωμένη κυβέρνηση». «Αλλο το τερέν της πολιτικής και άλλο το γήπεδο των ιδιωτικών συμφερόντων, όποιος το μπερδεύει μετατρέπει σε αρένα την πολιτική ζωή, δεν δεχόμαστε ούτε υποβολείς ούτε ρυθμιστές. Είμαι εκλεγμένος από το λαό και σε αυτόν λογοδοτώ», είπε.
- Αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο εκλογών ακόμα και στις αρχές του 2023 -δεν μιλάει πια για την άνοιξη ή τη λήξη της τετραετίας, αλλά και «εκλογές του 2023»- θέτοντας ως στόχο την αυτοδυναμία και αναδεικνύοντας την κάλπη της απλής αναλογικής ως την πιο καθοριστική για να ξορκίσει τη χαλαρή ψήφο. Κι όλα αυτά σε μια προσπάθεια να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους και αλλά και να… δέσει τους βουλευτές που έχουν εκφράσει δυσαρέσκεια για το κακό πολιτικό κλίμα. Τον στόχο της συσπείρωσης εξυπηρετεί και η αναφορά του στον ιδρυτή της Ν.Δ. Κ. Καραμανλή και τη ρήση του «θέλουν να πειστεί ο λαός ότι είναι στηρίγματα της δημοκρατίας αυτοί ακριβώς που την απειλούν».
- Με την προβολή του κυβερνητικού έργου, το οποίο όμως ο ίδιος υποβαθμίζει από τη στιγμή που θέτει ως βασικό διακύβευμα της επόμενη κάλπη αν θα είναι ο ίδιος ή ο κ. Τσίπρας ο επόμενος πρωθυπουργός.
Στην πραγματικότητα, όπως λένε ψύχραιμα στελέχη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Ν.Δ., είναι μια αρνητική στρατηγική ανάγκης, για να αλλάξει ατζέντα και να ξεφύγει από τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται. Μία στρατηγική όμως απολύτως προβλέψιμη, όπως λένε, και ως έναν βαθμό ενοχική, που χαρακτηρίζεται από σπασμωδικές κινήσεις άμυνας διά της επιθέσεως, αφού η κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να αναδείξει τη θετική της ατζέντα.
Γκρίνμπεργκ, Γεραπετρίτης, Σκέρτσος και Λιβάνιος κινούν τα νήματα
Η στρατηγική που ακολουθεί ο πρωθυπουργός δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας πολιτικής διαδικασίας ή συζήτησης μέσα στην κυβέρνηση, αλλά αποτέλεσμα εισηγήσεων ενός στενού κύκλου συνεργατών του πρωθυπουργού στο Μαξίμου και, φυσικά, εισηγήσεων του Αμερικανού επικοινωνιολόγου Σταν Γκρίνμπεργκ που θεωρείται ειδικός στις αρνητικές στρατηγικές.
Αν και βρίσκεται στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, έχει συνεργάτες του στην Αθήνα οι οποίοι συνεργάζονται με τους δύο υπουργούς Επικρατείας, Γιώργο Γεραπετρίτη και Ακη Σκέρτσο, αλλά και με τον υφυπουργό Ψηφιακής Διακυβέρνησης Θοδωρή Λιβάνιο, η γνώμη του οποίου «μετράει» στο Μαξίμου, ενώ ο ίδιος ο Γκρίνμπεργκ μιλά απευθείας με τον πρωθυπουργό. Αυτό σημαίνει, όπως μας λένε κομματικά και κυβερνητικά στελέχη, ότι… πήγε περίπατο η δέσμευση που είχε αναλάβει ο πρωθυπουργός στις αρχές του φθινοπώρου ότι το υπουργικό συμβούλιο θα λειτουργεί πλέον «περισσότερο πολιτικά», θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να καταστήσει όλους τους υπουργούς συμμέτοχους στις πολιτικές αποφάσεις προς την τελική ευθεία για τις κάλπες, αξιοποιώντας την εμπειρία και τη δράση τους.
Η στρατηγική αποφασίζεται από τον ίδιο με τον στενό πυρήνα των συνεργατών του με οριακές αλλαγές ισορροπιών μετά την απομάκρυνση του Γρηγόρη Δημητριάδη. Οι αρμοδιότητές του καλύφθηκαν από τον υφυπουργό παρά τω Πρωθυπουργώ Γ. Μπρατάκο, αλλά και τον υπουργό Επικρατείας Ακη Σκέρτσο, ο οποίος χωρίς τον Γρ. Δημητριάδη νιώθει πιο άνετα στο Μέγαρο Μαξίμου, αφού οι σχέσεις του δεν ήταν καθόλου καλές.
Ομως εξακολουθεί να φυλάει τα νώτα του, καθώς εξακολουθούν να μην είναι καλές οι σχέσεις του με τον έτερο υπουργό Επικρατείας Γιώργο Γεραπετρίτη, η γνώμη και οι γνώσεις του οποίου «περνάνε» ακόμα στον πρωθυπουργό, ενώ σημαίνοντα ρόλο είχε και στη νέα στρατηγική απεγκλωβισμού από το αδιέξοδο των σκανδάλων στο οποίο βρίσκεται. Η αδυναμία του κ. Σκέρτσου, όπως λένε οι γνωρίζοντες, είναι το γεγονός ότι δεν έχει «πέραση» ο λόγος τους στους υπουργούς, οπότε ο συντονισμός τους είναι ελλιπής.
Ενισχυμένος στο Μαξίμου είναι ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου, που σηκώνει το βάρος της ενημέρωσης, καθώς, όπως λέγεται, σε σχέση με τους εναπομείναντες έχει πολιτικό λόγο, σκέψη και εμπειρία. Μία σταθερά στο Μαξίμου με διακριτικές αλλά ουσιαστικές παρεμβάσεις, όταν χρειάζεται, είναι ο διευθυντής του γραφείου Τύπου του πρωθυπουργού Δημήτρης Τσιόδρας.
Αντί επιλόγου η αναταραχή στο εσωτερικό της Ν.Δ. δεν φαίνεται να ανακόπτεται, όπως λένε κοινοβουλευτικά στελέχη, όποια στρατηγική κι αν εφαρμόζεται, από τη στιγμή που η κυβέρνηση αδυνατεί να επιβάλει τη δική της ατζέντα στην πολιτική καθημερινότητα.