Κυριάκος Μητσοτάκης και Ταγίπ Ερντογάν ψάχνουν να βρουν την καλύτερη γι’ αυτούς ημερομηνία των εκλογών.
- Της Κύρας Αδάμ
Ο Έλληνας πρωθυπουργός ανακοίνωσε ημερομηνία εκλογών «μετά τον Απρίλιο» και ο Τούρκος πρόεδρος πριν από τον Ιούνιο, ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
Ο καθένας θέλει τις εκλογές μετά το Ραμαζάνι του Απριλίου και ένα ακόμα διάστημα για να ολοκληρώσει τις γενναιόδωρες οικονομικές υποσχέσεις του στον βαριά πληττόμενο από την οικονομική ύφεση τουρκικό λαό, χωρίς τις οποίες δεν προβλέπεται να δει άσπρη μέρα στις εκλογές.
Στον αντίποδα, ο Κ. Μητσοτάκης ψάχνει ημερομηνία πριν από την οποία θα έχουν υλοποιηθεί οι επιμέρους οικονομικές αποφάσεις που έχει ήδη λάβει. Κυρίως, όμως, ψάχνει ημερομηνία-φραγμό σε οποιαδήποτε πιθανή βλέψη της Άγκυρας για στιγμιαία, έστω, αιφνιδιαστική επιθετική ενέργεια σε βάρος της Ελλάδας, στο μεσοδιάστημα των δύο εκλογικών αναμετρήσεων στην Ελλάδα, όταν θα υπάρχει αδύναμη πολιτικά υπηρεσιακή κυβέρνηση στη χώρα.
Η ιδανικότερη και ασφαλέστερη κίνηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι να κηρύξει τις ελληνικές εκλογές οπωσδήποτε μετά τις τουρκικές εκλογές. Δι’ αυτού του τρόπου σχεδόν μηδενίζεται ο κίνδυνος πρόκλησης τουρκικού αιφνιδιαστικού χτυπήματος, και τούτο διότι στην Ελλάδα θα υπάρχει ακόμα συμπαγής και ενιαία κυβέρνηση, η οποία -θεωρητικώς- μπορεί να πάρει άμεσες και αποτελεσματικές αποτρεπτικές αποφάσεις για την αντιμετώπιση της πιθανής εκδήλωσης τουρκικής επιθετικότητας.
Επομένως, τα προβλήματα που εμφανίζονται είναι δύο.
Στην περίπτωση που η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποφασίσει ότι θα προκηρύξει εκλογές «μετά τον Απρίλιο», δηλαδή μέσα στον Μάιο, τότε θα πρέπει, σύμφωνα με το Σύνταγμα, να σχηματιστεί προηγουμένως υπηρεσιακή κυβέρνηση, που θα οδηγήσει τη χώρα στις εκλογές.
Αυτό είναι το πρώτο κρίσιμο σημείο για την Ελλάδα. Διότι στην περίπτωση σχηματισμού ελληνικής υπηρεσιακής κυβέρνησης πριν από τις τουρκικές εκλογές ή κατά τη διάρκεια της τελευταίας στροφής της προεκλογικής κούρσας στην Τουρκία, ο απίθανος Ερντογάν μπορεί να προκαλέσει αιφνιδιαστικό επιθετικό χτύπημα σε βάρος της Ελλάδας – όπως κατάληψη ελληνικής βραχονησίδας με ή χωρίς μεταφορά μεταναστών σε αυτήν ή αιφνιδιαστική αεροπορική επίθεση βομβαρδισμού εγκαταστάσεων σε νησιά του ανατολικού Αιγαίου, με το αιτιολογικό της αποστρατιωτικοποίησης.
Μία εκ των πραγμάτων αδύναμη ελληνική υπηρεσιακή κυβέρνηση -με πρωθυπουργό που δεν θα έχει βαθιά γνώση και «τριβή» με την ελληνοτουρκική κρίση- θα στερήσει από την Ελλάδα την άμεση επιχειρησιακή αντίδραση με αστραπιαία εφαρμογή κανόνων εμπλοκής για αποστολές αντεπίθεσης στην τουρκική ενδοχώρα, γεγονός που θα οδηγήσει τις επιχειρήσεις υπέρ της Ελλάδας.
Το ίδιο πρόβλημα με την αδυναμία της ελληνικής υπηρεσιακής κυβέρνησης σε λήψη αποφάσεων παρουσιάζεται και στο μεσοδιάστημα των δύο εκλογικών αναμετρήσεων στην Ελλάδα.
Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα της απερχόμενης κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι αν και σε ποιο βαθμό η ίδια η κυβέρνηση έχει πειστεί -σύμφωνα με τα στοιχεία και τις πληροφορίες που έχει στα χέρια της- ότι δεν μπορεί να αποκλείσει αιφνιδιαστική, έστω και στιγμιαία, επιθετική ενέργεια της Τουρκίας, κατά τη ρευστή περίοδο της τελευταίας φάσης της προεκλογικής εκστρατείας και στις δύο χώρες.
Ανεξαρτήτως τού αν είναι μεγάλη ή μικρότερη η πιθανότητα αιφνιδιαστικής τουρκικής ενέργειας σε βάρος της Ελλάδας κατά την προεκλογική περίοδο, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, προτού μπει στην προεκλογική μάχη, οφείλει, ως έχει το δικαίωμα, να προχωρήσει σε επιχειρησιακές αποφάσεις, για τους κανόνες εμπλοκής, που θα εξουδετερώσουν αμέσως οποιαδήποτε προσπάθεια τουρκικής επίθεσης.
Επειδή στην Ελλάδα δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα πολιτική κομματική συνεννόηση, το προσόν της ευθύνης για την ασφάλεια της χώρας πέφτει αποκλειστικά στους ώμους του Πρωθυπουργού.