Ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης, εμμένοντας στην πρακτική της «προσωπικής διπλωματίας» που κανείς από τους προκατόχους του δεν είχε ακολουθήσει, διαπραγματεύεται νέες ισορροπίες στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο, στη βάση «σταδίων προσέγγισης» στα οποία κατέληξαν η προϊσταμένη του Διπλωματικού Γραφείου του Αννα Μαρία Μπούρα και ο εκπρόσωπος της Τουρκικής Προεδρίας Ιμπραχίμ Καλίν.
- Από τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΤΑΡΚΑ *
Η συνάντηση Μπούρα – Καλίν, που πραγματοποιήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2022 στις Βρυξέλλες υπό την εποπτεία του συμβούλου Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας της γερμανικής Καγκελαρίας, πρέσβη Γενς Πλέτνερ, αξιοποιείται ήδη στο έπακρο από την Τουρκία, αφενός επικοινωνιακά και αφετέρου για τη διαμόρφωση νέου διαπραγματευτικού πλαισίου.
Τα ίδια, άλλωστε, είχαν συμβεί και στο πρόσφατο παρελθόν. Αρχικά, τον Ιούλιο του 2020, όταν η μυστική συνάντηση της πρέσβεως Ελ. Σουρανή (προκατόχου της κυρίας Μπούρα) με τον κ. Καλίν αποκαλύφθηκε από τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Μ. Τσαβούσογλου.
Παρουσιάστηκε, αναγκαστικά, σαν επιτυχία από την ελληνική κυβέρνηση, αλλά γρήγορα οδήγησε στη μεγάλη κρίση της περιόδου Αυγούστου – Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς. Ακολούθησε, τον Μάρτιο του 2022, το ναυάγιο του Βοσπόρου, όταν ο κ. Μητσοτάκης συνάντησε, χωρίς καν Eλληνα πρακτικογράφο, τον πρόεδρο Ρ.Τ. Ερντογάν. Ο πρωθυπουργός προέβλεψε δημόσια ήρεμο καλοκαίρι και σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας το φθινόπωρο, αλλά οι εκτιμήσεις του εξευτελίστηκαν από το έκτοτε ιστορικό ρεκόρ των χιλιάδων παραβιάσεων του εναερίου χώρου και των δεκάδων υπερπτήσεων σε ελληνικά νησιά.
Στην παρούσα φάση, τα πράγματα εξελίσσονται ακόμα χειρότερα. Γιατί στις προ μηνών δηλώσεις του κ. Ερντογάν περί συμφωνίας με τον κ. Μητσοτάκη για την έναρξη διμερούς διαπραγμάτευσης εφ’ όλης της ύλης προστίθεται πλέον και ο προ ημερών ισχυρισμός του κ. Καλίν ότι «ελήφθησαν αποφάσεις» στις Βρυξέλλες. Ουδείς στην Ελλάδα θέλει να πιστέψει την τουρκική προπαγάνδα, αλλά είναι -αντικειμενικά- περίεργο ότι η κυβέρνηση αποφεύγει να διαψεύσει τους ισχυρισμούς του κ. Ερντογάν και του στενού του συμβούλου. Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Μητσοτάκης με την εμμονή του στην αδιαφανή «προσωπική διπλωματία» έχει διαπράξει το πιο εύκολο λάθος, επιτρέποντας στην Αγκυρα να ισχυρίζεται ό,τι θέλει, όπως θέλει, όποτε θέλει και σε όποιους θέλει.
Παράλληλα, το εκπληκτικό είναι ότι, σε αντίθεση με την επίμονη άρνηση του κ. Μητσοτάκη να ενημερώσει τα κόμματα, τα κορυφαία στελέχη της Κεντροδεξιάς και την κοινή γνώμη, πολλοί ξένοι διπλωμάτες γνωρίζουν ήδη λεπτομέρειες των ελληνοτουρκικών διαβουλεύσεων, τις οποίες συνοψίζουν ως εξής:
- Πρώτον, σε αντίθεση με την εκδοχή της ελληνικής κυβέρνησης, ο διάλογος Μπούρα – Καλίν δεν περιορίστηκε στην αποκατάσταση των διαύλων επικοινωνίας, οι οποίοι ασφαλώς πρέπει να υφίστανται, προς εκτόνωση της ακραίας διμερούς έντασης. Στην πραγματικότητα η συνάντηση των Βρυξελλών είχε ευρύτερη ατζέντα, και αξιολογείται ως αφετηρία μιας μακράς διαδικασίας επαφών μεταξύ του Μεγάρου Μαξίμου και της τουρκικής προεδρίας σε πλήθος θεμάτων.
- Δεύτερον, δεν υπάρχει ακόμη συγκεκριμένη συμφωνία Μπούρα – Καλίν με την τυπική έννοια του όρου, αλλά «σχέδιο συμφωνίας» ή άτυπο «προσύμφωνο». Επομένως, η Αγκυρα ψεύδεται ασύστολα, όταν ταυτίζει τη δήλωση του κ. Καλίν για τις «αποφάσεις που λάβαμε» με κάποια μυστική συμφωνία. Από την άλλη πλευρά, οι συνεννοήσεις στις Βρυξέλλες παραπέμπουν -δυστυχώς- σε επίτευξη του πάγιου στόχου της Αγκυρας για δρομολόγηση ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης σε νέα βάση.
- Τρίτον, οι σύμβουλοι των ηγετών Ελλάδας και Τουρκίας δεν κατέληξαν μεν σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, αλλά -μετά βεβαιότητας- καθόρισαν διαδοχικά «στάδια προσέγγισης» τα οποία θα επιτυγχάνονται με κινήσεις της κάθε πλευράς. Κατά απομίμηση της διπλωματικής φρασεολογίας της δεκαετίας του ’80, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και η ορολογία «βήμα προς βήμα προσέγγιση», όπως λεγόταν μετά τις συναντήσεις των πρωθυπουργών Αν. Παπανδρέου και Τ. Οζάλ στο Νταβός τον Ιανουάριο του 1988, στη Βουλιαγμένη τον Μάιο της ίδιας χρονιάς και στις Βρυξέλλες τον Μάιο του 1989. Ωστόσο, η τεράστια διαφορά είναι ότι τότε μοναδικό θέμα ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης ήταν η υφαλοκρηπίδα, και τα «βήματα» αφορούσαν την εδραίωση ήπιου κλίματος και την εφαρμογή μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Η δε -διπλωματική και στρατιωτική- ισορροπία δυνάμεων ήταν υπέρ της Ελλάδας. Αντίθετα, τώρα η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποδέχεται τη διαδικασία «σταδίων» για όλα τα επικίνδυνα θέματα που μπορεί να εγείρει η -υπερεξοπλισμένη και επιθετικότατη- Τουρκία.
- Τέταρτον, η Αγκυρα εμμένει στη μη επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. και επικαλείται συζητήσεις μεταξύ των δύο πλευρών πριν και κατά τη διάρκεια της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη τον Μάρτιο του 2022. Κατά τις συνομιλίες της 16ης Δεκεμβρίου στις Βρυξέλλες η διπλωματική σύμβουλος του Ελληνα πρωθυπουργού φέρεται ότι δεν απέκλεισε, εκ των προτέρων και κατηγορηματικά, το συγκεκριμένο θέμα από τα «στάδια» επαφών και προσέγγισης. Σε αυτό το πλαίσιο, ο κ. Τσαβούσογλου βρήκε την ευκαιρία στις 29 Δεκεμβρίου να επαναφέρει, με δημόσιες δηλώσεις του, τη συζήτηση για τα 12 ν.μ., χρησιμοποιώντας και ως αφορμή δημοσιεύματα του ελληνικού Τύπου περί ειλημμένης απόφασης επέκτασής τους νότια της Κρήτης. Οπως υπογραμμίζουν πεπειραμένοι Ελληνες διπλωμάτες, ο κ. Τσαβούσογλου οικοδομεί και επί της προηγούμενης ολιγωρίας και αστοχιών της Αθήνας. Οχι μόνο κατά το γεύμα του πρωθυπουργού με τον κ. Ερντογάν στην Πόλη, αλλά και κατά τις συναντήσεις των κυρίων Κυρ. Μητσοτάκη και Ν. Δένδια με τον κ. Τσαβούσογλου τον Μάιο του 2021 στην Αθήνα. Ο Τούρκος υπουργός είχε τότε αμφισβητήσει την ισχύ της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, ζητώντας τα θέματα της ΑΟΖ και των 12 ν.μ. να εξεταστούν στο πλαίσιο των διερευνητικών επαφών. Η ελληνική πλευρά αποδέχθηκε το τουρκικό αίτημα υπό το σκεπτικό ότι οι διερευνητικές συνομιλίες είναι άτυπες και μη δεσμευτικές. Στη συνέχεια, όμως, οι κύριοι Ερντογάν και Τσαβούσογλου έκριναν ανεπαρκές και το πλαίσιο των διερευνητικών, αξιώνοντας επίσημη διμερή συζήτηση.
- Πέμπτον, η Αθήνα στηρίζει στο Βερολίνο σχεδόν όλες τις ελπίδες για τη διατήρηση της ειρήνης και τη σχετικής ηρεμίας στο Αιγαίο μέχρι τις εκλογές στην Ελλάδα και την Τουρκία εντός του πρώτου εξαμήνου του 2023. Θεωρητικά, η ελληνική προσδοκία είναι ρεαλιστική, καθώς πρέπει να αξιοποιείται κάθε τρόπος εκτόνωσης της έντασης, αλλά πρακτικά η γερμανική πλευρά δεν περιορίζεται στην προσφορά των καλών υπηρεσιών της. Ο διπλωματικός σύμβουλος (πρώην πρεσβευτής στην Αθήνα) Γ. Πλέτνερ φέρεται ότι ευνοεί, ταυτόχρονα, την αναβίωση του λεγόμενου Μηχανισμού Αποκλιμάκωσης Ελλάδας και Τουρκίας που είχε συμφωνηθεί, επί της αρχής, στο ΝΑΤΟ την 1η Οκτωβρίου 2020. Η διαπραγμάτευση δεν επεκτάθηκε σε ειδικότερες ρυθμίσεις, επειδή τον Μάιο του 2021 η Στρατιωτική Επιτροπή του ΝΑΤΟ επιθυμούσε να εισαγάγει περιορισμούς στις κινήσεις των Ενόπλων Δυνάμεων της Ελλάδας ακόμα και κατά τη διάρκεια συνήθων αεροναυτικών ασκήσεων. Επομένως, είναι προφανές ότι ο κ. Πλέτνερ και ο καγκελάριος Ο. Σολτς (που δεν διακινδυνεύει πολλές επαφές με τον κ. Ερντογάν, όπως η προκάτοχός του Αγκ. Μέρκελ) θα προτιμήσουν να δώσουν έμφαση στην επίλυση γενικότερων θεμάτων στη Μεσόγειο, καθώς και στη λείανση των τριβών μεταξύ Βερολίνου και Αγκυρας.
Πάντως, σε αντίθεση με τις υψηλές προσδοκίες του κ. Μητσοτάκη από την ανάμιξη της γερμανικής διπλωματίας, η Ουάσινγκτον είναι σαφώς πιο συγκρατημένη. Το State Department ευνοεί, ασφαλώς, τη διατήρηση ανοιχτών καναλιών επικοινωνίας και την αναβίωση του Μηχανισμού Αποκλιμάκωσης, αλλά κρίνει ότι καμιά σημαντική ελληνοτουρκική συμφωνία δεν είναι εφικτή μέχρι τις εκλογές στη γειτονική χώρα.
Ταυτόσημη είναι η άποψη και πολλών Ελλήνων διπλωματών, οι οποίοι προσθέτουν και υπογραμμίζουν ότι το μέγα ζητούμενο -και ο μέγιστος κίνδυνος- είναι ποια πλευρά θα προχωρεί στο κάθε «στάδιο». Γιατί και η συμφωνία Σουρανή – Καλίν του 2020 προέβλεπε, επίσης, «στάδια» (μορατόριουμ στρατιωτικών δραστηριοτήτων, επανάληψη υπηρεσιακών διαβουλεύσεων, συναντήσεις της πολιτικής ηγεσίας κ.ά.), αλλά προέκυψε ότι κάθε πλευρά τα αντιλαμβανόταν πολύ διαφορετικά. Αποδείχθηκε ότι υπήρχε μόνον ξεχωριστή συναίνεση Αθήνας και Αγκυρας στα λεγόμενα του μεσολαβούντος Βερολίνου, οδηγώντας σε κίνδυνο πολεμικής σύγκρουσης μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα.
Διάχυτη, εξάλλου, είναι στο Υπουργείο Εξωτερικών η δυσαρέσκεια, επειδή ο πρωθυπουργός και η σύμβουλός του, συχνότατα, δεν παρέχουν την πρέπουσα πλήρη ενημέρωση στις αρμόδιες Διευθύνσεις της Κεντρικής Υπηρεσίας και στην πρεσβεία μας στην Αγκυρα. Αντίθετα, ο κ. Μητσοτάκης, ως συνέχεια της συνάντησης Μπούρα – Καλίν και παρά τις υπερπτήσεις και τις δηλώσεις Τσαβούσογλου για τα 12 ν.μ, μερίμνησε να συναντηθεί και φωτογραφηθεί στις 30 Δεκεμβρίου με τον απερχόμενο πρεσβευτή της Τουρκίας στην Αθήνα, Μπουράκ Οζούγκεργκιν, εκφράζοντας (κατά την επίσημη ενημέρωση του Μαξίμου) «ευχαριστίες για τις προσπάθειές του».
* Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη