Ο ιστορικός του μέλλοντος θα αφιερώσει πολλές ώρες μελέτης για να διαπιστώσει εάν ο Νίκος Φίλης είναι αυτόφωτος ή έχει καταληφθεί από το δαιμόνιο πνεύμα του Κυριάκου Μητσοτάκη, λειτουργώντας ως «πολιτικό Γκόλεμ» του Μεγάρου Μαξίμου….
Πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο που ενώ ο Μητσοτάκης ετοίμαζε το οριστικό ξεπούλημα της εθνικής κυριαρχίας, έχοντας ήδη προβεί σε 7 διαφορετικές μειοδοσίες κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του, έβγαινε προεκλογικά σε τηλεοπτικούς σταθμούς και απαιτούσε να προχωρήσουμε άμεσα στις «Πρέσπες του Αιγαίου»! Προφανώς δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι οι Πρέσπες του Αιγαίου είχαν ήδη ολοκληρωθεί με το περιβόητο Turkaegean, ενώ αυτό που έρχεται θα κάνει ακόμα και τις Πρέσπες του Κοτζιά να μοιάζουν «εθνική επιτυχία»…
Το συμπέρασμα του πάντως περί «ΛΟΑΤΚΙφοβίας» που έδωσε τη νίκη στον Μητσοτάκη, πρέπει να έχει κάνει τον Πατέλη και τον Γιατρομανωλάκη να κρατάνε την κοιλιά τους από τα γέλια…
Διαβάστε ολόκληρη την παρέμβαση του Νίκου Φίλη και του Πάνου Λάμπρου:
Το αποτέλεσμα των διπλών εκλογών συνιστά νίκη του αστισμού. Σε αντίθετη φορά από τον διπλό εκλογικό σεισμό του 2012, προδιαγράφει ένα νέο επίπεδο πολιτικής εκπροσώπησης, που ανταποκρίνεται στο αίτημα της πλειοψηφίας της κοινωνίας για “κανονικότητα-σταθερότητα”, έστω και με μειωμένες προσδοκίες.
Το εκλογικό αποτέλεσμα σηματοδοτείται από:
α. Την πολιτική κυριαρχία της Δεξιάς
β. Την ήττα συνολικά της Αριστεράς, με σημαίνουσα εξέλιξη τη βαριά ήττα του ΣΥΡΙΖΑ που μπορεί να εξελιχθεί σε στρατηγική.
γ. Την ανάδυση της ακροδεξιάς, σε ποσοστό 15%, με εκπροσώπηση στη Βουλή, αλλά και ενίσχυση των θέσεών της μέσα στη Νέα Δημοκρατία.
δ. Την αύξηση της εκλογικής επιρροής του ΠΑΣΟΚ, κυρίως όμως στην περιφέρεια, και όχι στην Αττική και την Θεσσαλονίκη.
Οι αιτίες των αποτελεσμάτων είναι πολυπαραγοντικές. Επισημαίνουμε την τάση ενίσχυσης των συντηρητικών αξιών και τις πολιτικές μετατοπίσεις προς τα δεξιά σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ατομισμός, εθνικισμός, προσφυγοφοβία, ρατσισμός, ισλαμοφοβία, ΛΟΑΤΚΙ+φοβία, κοινωνικός αποκλεισμός των αναπήρων και πολιτισμικός πόλεμος, γεωπολιτική ανασφάλεια και γενικότερη κοινωνική ανασφάλεια, με την επιδείνωση των επιπτώσεων των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, συγκροτούν μια πραγματικότητα συντηρητικής αναδίπλωσης που επηρεάζει τις πολιτικές συμπεριφορές. Όλα αυτά μάλιστα συμβαίνουν μέσα σε ένα πλαίσιο μεταπολιτικής, όπου η κρίση των ιδεολογιών ενισχύει την κυρίαρχη αντίληψη ότι δεν υπάρχουν ιδεολογίες και αξίες, ότι προέχει η τεχνική της πολιτικής και της διακυβέρνησης, ότι οι κοινωνικές ανισότητες συνιστούν φυσικό φαινόμενο.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όπου παρατηρήθηκε μια τάση περιορισμού της παγκοσμιοποίησης, ενισχύθηκε το αίτημα για “επιστροφή του κράτους”. Για τους συντηρητικούς, το κράτος αντιμετωπίζεται ως μηχανισμός επιδομάτων αλλά και καταστολής. Ένα κράτος-φρούριο που υπεραμύνεται της “εθνικής ταυτότητας” και του “ευρωπαϊκού τρόπου ζωής” ακόμα και με εγκλήματα στη θάλασσα, όπως αυτό της Πύλου. Το δίπολο “έθνος – ελευθερία”, σύμφωνα με το οποίο η ελευθερία αναφέρεται κυρίως στην ασυδοσία της Αγοράς και αντιπαρατίθεται προς την ισότητα, ενώ το έθνος συνιστά μια περίκλειστη κοινότητα με ανισότητες και αποκλεισμούς.
Ειδικότερα στη χώρα μας, ο φόβος και η ανασφάλεια μετά το συνεχές κρίσεων (μνημόνια, πανδημία, πόλεμος-ενεργειακό) διατρέχουν το κοινωνικό σώμα. Η αντιμετώπιση τους όμως, δεν μπορεί να επισυμβεί αποϊδεολογικοποιημένα, αφού τα αίτιά τους ανάγονται σε πολιτικές με ισχυρό ιδεολογικό πρόσημο. Αντιθέτως, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, η απάντηση στο φόβο και η ανταπόκριση στο λαϊκό αίτημα για σταθερότητα, μπορεί να υπάρξει μόνο αν αναχθεί στην αντίθεση “Δεξιά-Αριστερά”. Δηλαδή στον αγώνα κατά των κοινωνικών ανισοτήτων και της ταξικής εκμετάλλευσης, κατά της κλιματικής κρίσης, των έμφυλων διακρίσεων και του ρατσισμού, με πεποίθηση ότι ένας άλλος κόσμος είναι αναγκαίος και εφικτός.
Η Νέα Δημοκρατία κατέκτησε την πολιτική κυριαρχία, εξέλιξη που εν μέρει αντανακλά τις κοινωνικές διεργασίες συντηρητικοποίησης. Απομένει να διαπιστωθεί κατά πόσο η πολιτική κυριαρχία θα δημιουργήσει συνθήκες βαθύτερης ιδεολογικής ηγεμονίας. Αν οι κοινωνικές αντιδράσεις που θα προκληθούν από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της ΝΔ θα καταστήσουν εύθραυστη αυτή την πολιτική κυριαρχία. Μέσα μάλιστα σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον αιφνιδιαστικών εξεγέρσεων, που επιβεβαιώνει την επίμονη και όλο πιο βαθειά κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, η έκβασή της δεν είναι δεδομένη, καθώς ισχυροποιείται ο λόγος της άκρας δεξιάς και η ατζέντα της ολοένα και συχνότερα υιοθετείται από την δεξιά. Η αντιμετώπιση του μεταφασισμού, που τροφοδοτείται από την κοινωνική περιθωριοποίηση που προκαλεί ο νεοφιλελευθερισμός, από ανορθολογισμό και αρχαϊκότητες, που εκδηλώθηκαν έντονα από τον αντιεμβολιασμό και ενισχύθηκαν από την εξ αδρανείας ρωσοφιλία, αποτελεί κρίσιμη προτεραιότητα παρέμβασης, ώστε η Αριστερά, με τις αναγκαίες συμμαχίες, να αποτελέσει και πάλι δημοκρατικό ανάχωμα.
Η Νέα Δημοκρατία κέρδισε γιατί κατόρθωσε:
α. Να αξιοποιήσει τη δημοσιονομική χαλάρωση και τον πακτωλό επιδομάτων λόγω πανδημίας. Μέσα σε τρία χρόνια μοίρασε 50 δις ευρώ, αυξάνοντας το δημόσιο χρέος, ποσό που ισοδυναμεί με παραπάνω από δύο πακέτα στήριξης που αφορούσαν 16 χρόνια. Η πολιτική της διανομής (και όχι βέβαια αναδιανομής) δημιούργησε μεγάλες κοινωνικές κατηγορίες “ικανοποιημένων πολιτών” (εισοδηματίες από το airbnb, τουρισμός, επισιτισμός, delivery και όλα αυτά σε συνθήκες “κοινωνικής πολυσθένειας” δηλαδή συμπλήρωσης του εισοδήματος από πολλές πηγές), ενίσχυσε την αναπαραγωγή του χρεοκοπημένου μοντέλου της κατανάλωσης χωρίς ισχυρή παραγωγική βάση, της ανάπτυξης στη βάση του real estate, του τουρισμού, των κατασκευών και του τζόγου, ένα μοντέλο ανάπτυξης που μέσα στην τετραετία Μητσοτάκη εκτόξευσε το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών από το 1% στο 9% του ΑΕΠ. Και αυτή η πλαστή εικόνα ευημερίας έχει τροφοδοτήσει ψευδαισθήσεις ότι θα συνεχιστεί, παρότι τελείωσε ο παράδεισος των επιδομάτων και επανέρχεται η λιτότητα. Το σίγουρο είναι ότι είναι μια ανάπτυξη που δεν παράγει προϊόντα μεγάλης προστιθέμενης αξία, δεν αξιοποιεί το μορφωμένο δυναμικό, δεν ανταποκρίνεται στην ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή, δεν διασφαλίζει αξιοβίωτες και σταθερές θέσεις εργασίας, τελικά καταδικάζει τη χώρα σε περαιτέρω απόκλιση από την ΕΕ.
β. Η Νέα Δημοκρατία επέβαλε τη δική της ατζέντα:
β1. Μεταρρυθμίσεις, με δυσφήμιση του δημόσιου συμφέροντος και αποθέωση των ιδεολογιών της Αγοράς, σε ένα περιβάλλον εντεινόμενου ατομισμού.
β2. Νόμος και τάξη, που μεγεθύνει τον φόβο και την ανασφάλεια. Με αιχμή τη μετατροπή του προσφυγικού σε “υβριδικό πόλεμο”. Γενικότερα, η έννοια “του πολέμου” αποτελούσε σταθερή τακτική της Νέας Δημοκρατίας, διότι με αυτό τον τρόπο εμπέδωνε τον φόβο και στοχοποιούσε τον εθνικά ή κοινωνικά “Άλλον”.
β3. Την κατασυκοφάντηση και τον στιγματισμό του ΣΥΡΙΖΑ.
γ. Αυτή η ατζέντα της Νέας Δημοκρατίας ευνοήθηκε από τρεις παράγοντες:
γ1. Από την πανδημία και την κατάσταση κοινωνικής αποξένωσης, φόβου, και υποχώρησης των πολιτικών διαδικασιών.
γ2. Από τη συνεχή αναπλαισίωση των πολιτικών της, επικαλούμενη ότι οι κρίσεις είναι εισαγόμενες και αντιμετωπίζονται μόνο με την ατομική ευθύνη.
γ3. Από την, τελικώς, ενίσχυση του αντισύριζα μετώπου όχι μόνο ανάμεσα στους οπαδούς του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα, αλλά, από άλλη κατεύθυνση, και με τη συμπόρευση του ΚΚΕ, που κατόρθωσε να τσουβαλιάσει τον ΣΥΡΙΖΑ με την Νέα Δημοκρατία.
Και όλα αυτά με την καθοριστική επίδραση των ΜΜΕ που εξελίχθηκαν σε καθοριστική δύναμη του κυρίαρχου μπλοκ εξουσίας.
Χρειάζεται όμως να αναφερθούμε και στις αιτίες της ήττας που αφορούν τη δική μας ευθύνη. Η ΝΔ κατόρθωσε να αξιοποιήσει το έλλειμμα αξιοπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ που δημιουργήθηκε αντικειμενικά ήδη από το 2015, με το δημοψήφισμα. Αυτό το έλλειμμα αξιοπιστίας που αρνηθήκαμε να το αντιμετωπίσουμε το 2019 όταν δεν εμβαθύναμε την αναγκαία αυτοκριτική και δεν αξιοποιήσαμε την ευκαιρία που έδινε για αναστοχασμό το υψηλό ποσοστό του 31,5%. Στην ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και τη νίκη της ΝΔ υπάρχει αναδρομική καταψήφιση πλευρών και της διακυβέρνησής μας.
Στις εκλογές δοκιμάστηκε και απέτυχε το πολιτικό σχέδιο της διεύρυνσης του κόμματος όπως με μηχανιστικό τρόπο επιδιώχτηκε αμέσως μετά τις εκλογές του 2019. Η αναγκαία αντιστοίχιση του πολιτικού με τον κοινωνικό ΣΥΡΙΖΑ προϋπέθετε σαφήνεια φυσιογνωμίας, δηλαδή αριστερή φυσιογνωμία. Ανοίγεσαι (και είναι ασφαλώς αναγκαίο) αν ξέρεις ποιος είσαι και το μεταδίδεις με σιγουριά στον άλλον. Η Νέα Δημοκρατία κέρδισε στο κέντρο με γραμμή συντηρητική και ακροδεξιά σε ορισμένα θέματα. Δεν διαπραγματεύτηκε τη φυσιογνωμία της, ακόμα και όταν έκανε πολιτική απεύθυνσης σε ειδικά εκλογικά κοινά. Εμείς παραδοθήκαμε σε έναν ασπόνδυλο πολυσυλλεκτισμό. Δεν προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε νέα πολιτική συνείδηση στο λαϊκό κόσμο που ήρθε από το ΠΑΣΟΚ. Τους αντιμετωπίσαμε ως δανεικούς ψηφοφόρους για μια ολόκληρη δεκαετία! Και πολλοί από αυτούς, όπως ήρθαν, έφυγαν! Επιβεβαιώθηκε δηλαδή η αντιστροφή του πολυσυλλεκτισμού. Δώσαμε προς παντού! Χρειάζεται και άλλη απόδειξη φυσιογνωμικής μετάλλαξης; Η οδυνηρή ήττα του ΣΥΡΙΖΑ συνέβη καθώς καταβυθιστήκαμε εκλογικά εκεί που είχαμε πλεονέκτημα, στις λαϊκές περιοχές και τη νεολαία.
Στα θέματα φυσιογνωμίας κεντρικό ρόλο κατέχει η καχεκτική οργανωτική δομή, η αποξένωσή μας από τους κοινωνικούς χώρους, εκεί όπου μέσα από συγκρούσεις και συναινέσεις παράγεται η πολιτική και δοκιμάζεται ο “πόλεμος των θέσεων”. Δηλαδή δοκιμάζεται κατεξοχήν ένα αριστερό κόμμα.
Για έλλειψη κοινωνικής γείωσης είχαμε μιλήσει. Επιλέξαμε να κάνουμε “μετεγγραφές” κορυφαίων στελεχών του κραταιού ΠΑΣΟΚ, όταν πρώην ψηφοφόροι ή μέλη του είχαν έρθει πρώτοι και χωρίς τη διαμεσολάβησή τους. Αντιμετωπίσαμε στην πράξη τα μέλη ως ψηφοφόρους και τις οργανώσεις ως άθροισμα βουλευτικών δικτύων. Αυτή η αποξένωση από την κοινωνία μας εμπόδισε να κατανοήσουμε και να προλάβουμε τις αιτίες της εκλογικής κατάρρευσης. Η ηγεσία πορευόταν αυτάρεσκα ως επιτυχής, αισθανόμενη ότι αδικείται από τις δημοσκοπήσεις.
Τα μείζονα θέματα φυσιογνωμίας και ταυτότητας που σημάδεψαν ολόκληρη την τετραετία και προκάλεσαν την εκλογική ήττα οφείλουμε να εντοπίσουμε:
α. Την ποιότητα της αντιπολίτευσης που ασκήσαμε συχνά αντιφατική ή και αλλοπρόσαλλη. Ας θυμηθούμε τις αμφισημίες για το κρίσιμο θέμα της πανδημίας. Αλλά και την αδυναμία να κατανοήσουμε τη σημασία που είχε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα που είχε η κυβερνητική πολιτική των PASS. Μια ροπή προς τον καταγγελτισμό, που συχνά κατέτεινε στην προσωποποίηση της αντιπολιτευτικής τακτικής. Αυτή η αντιπολίτευση μας εμπόδισε να αναπτύξουμε τις δικές μας προγραμματικές θέσεις. Για το φορολογικό π.χ. αποφύγαμε να μιλήσουμε με συγκεκριμένα μέτρα για το αυτονόητο της δημοκρατικής φορολογικής μεταρρύθμισης.
β. Στο θέμα της απλής αναλογικής. Μια στρατηγική επιλογή της Αριστεράς, την οποία νομοθετήσαμε το 2016, ουσιαστικά εγκαταλείφθηκε. Δεν αναλάβαμε καμιά πρωτοβουλία προγραμματικών συγκλίσεων με κοινωνικούς φορείς και πολιτικά κόμματα, όπως είχαμε αποφασίσει στην ΚΕ τον Οκτώβριο του 2022. Τελικά με παλινωδίες π.χ. “όχι κυβέρνηση μειοψηφίας”, “κυβέρνηση ειδικού σκοπού”, “κυβέρνηση ανοχής”, δημιουργήθηκαν αρνητικές συνθήκες που συνέβαλαν στην απομόνωσή μας προεκλογικά.
Η κατ’ ουσίαν εγκατάλειψη της απλής αναλογικής συνδυάστηκε με την παλινδρόμηση στο ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 80, κάτι που ανταποκρινόταν σε άλλες συνθήκες.
Η στρατηγική της απλής αναλογικής προϋποθέτει τη συγκρότηση συνασπισμού κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων για την αλλαγή στην διακυβέρνηση, στις πολιτικές και στην κοινωνία. Προϋποθέτει την αποδοχή των πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών στη βάση προγραμματικών συγκλίσεων και σε μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην κυβέρνηση και τα κινήματα. Το “ριμέικ ΠΑΣΟΚ” δεν απαντά στη συνεργασία που είναι αναγκαία, καθώς η συνθετότητα των νέων προκλήσεων προϋποθέτει εξαντλητική προσπάθεια για συναινέσεις στην κοινωνία και την πολιτική, αλλά και συγκρούσεις με τα αντίπαλα κοινωνικά συμφέροντα και ιδεολογίες.
Εν κατακλείδι: Μετά τις εκλογές του 2019 προωθήθηκε ένα σχέδιο μετάλλαξης του κόμματος που υπονόμευσε την αντιπολιτευτική αποτελεσματικότητά του, την εσωτερική λειτουργία του, τις σχέσεις του με την κοινωνία και τελικά την παρουσία του στις κάλπες. Η κεντρομόλα πολιτική δεν απέδωσε. Προκάλεσε φυγόκεντρες τάσεις. Χάσαμε ως Αριστερά ενώ επιχειρούσαμε ως κέντρο. Χάσαμε μάλιστα εκεί που πλεονεκτούσαμε κοινωνικά: στα λαϊκά στρώματα και τη νεολαία.
Το έλλειμμα αξιοπιστίας επιδεινώθηκε από την υποβάθμιση της συλλογικής δημοκρατικής λειτουργίας, από τον αρχηγισμό και τα φθαρμένα υλικά της δεκαετίας του 80. Από την αδυναμία μας να διαπιστώσουμε τις αλλαγές που συντελούνται στην κοινωνία και την επιμονή μας σε μια ανάλυση μιζεραμπιλισμού. Η Τράπεζα της Ελλάδας διαπίστωσε ότι το 2022 δηλώθηκαν 80 δις ευρώ εισοδήματα, πραγματοποιήθηκαν 140 δις καταναλωτικές δαπάνες και οι τραπεζικές καταθέσεις ανέβηκαν στα 40 δις. Είναι προφανές ότι υπάρχει ένα τεράστιο πεδίο μαύρης οικονομίας που, εκτός των άλλων, διαμορφώνει και κοινωνικές συμπεριφορές. Και ακόμη, ένα μεγάλο μέρος συμπολιτών μας θέλουν να πιστεύουν ότι ξέφυγαν από τον εφιάλτη των μνημονίων και μπορούν να προσβλέπουν σε καλύτερες μέρες. Δεν τους κερδίζεις με τον μιζεραμπιλισμό. Έτσι δεν καταφέραμε να ταυτιστούμε με την ελπίδα της Αλλαγής. Δεν πείσαμε ότι έχουμε σχέδιο και την ικανότητα διακυβέρνησης που θα βελτιώσει άμεσα τη ζωή των πολιτών, χωρίς νέες περιπέτειες στην καθημερινότητα των πολλών.
Και τώρα τι κάνουμε; Μετά τη βαριά ήττα των εκλογών αλλά και την παραίτηση από την προεδρία του σ. Αλέξη Τσίπρα είναι αναγκαίο με συντεταγμένο τρόπο να αναστοχαστούμε και μέσα από τις καταστατικές διαδικασίες να οδηγηθούμε άμεσα και ενωτικά στην εκλογή νέας ηγεσίας. Και μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές σε έκτακτο συνέδριο, όπως προτείνει η εισήγηση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει απολέσει επί του παρόντος, το αυτονόητο της κυβερνησιμότητας. Το 18% δεν είναι διατηρήσιμο αν δεν υπάρξει άμεση ανάταξη του κόμματος: δημοκρατικές λειτουργίες, προγραμματική ανανέωση, νέα ηγεσία με σεβασμό στη συλλογικότητα και εντέλει αριστερή φυσιογνωμία του κόμματος.
Ευθύνη όλων μας είναι η δημοκρατική ανασυγκρότηση του κόμματος. Χωρίς σύνδρομα αυτοδικαίωσης και μάχες μηχανισμών. Και βεβαίως χωρίς να εγκαταλείπουμε τη συνεδριακή δέσμευσή μας ότι αποτελούμε βασική συνιδρυτική δύναμη της Ευρωπαϊκού Κόμματος της Αριστεράς, δηλαδή να μην εκχωρήσουμε την ιδεολογική μας αυτονομία, τόσο αναγκαία, ιδιαίτερα σήμερα στις συνθήκες αποϊδεολογικοποίησης και σύγχυσης που διατρέχουν το δημόσιο χώρο και ενισχύουν τη νεοσυντηρητική ηγεμονία. Και από το έδαφος της αριστεράς να αναζητούμε συγκλίσεις και συνεργασίες με τις άλλες αριστερές, κινηματικές και οικολογικές δυνάμεις, αλλά και με τον ανένταχτο κόσμο, που μας παρακολουθεί κριτικά και με πραγματικό ενδιαφέρον.
Χρειάζονται νέες πολιτικές συνθέσεις ώστε να αντιμετωπιστεί η τριπλή κρίση του κόμματος: κρίση φυσιογνωμίας, κρίση πολιτικού σχεδίου και κρίση διαδικασιών. Είναι αναγκαία η ριζική προγραμματική ανανέωση, με αξιοποίηση όλων των γενιών, και ιδιαίτερα της νέας γενιάς, με συλλογικότητα και αναφορές στην ιστορικότητα και τις αξίες της Αριστεράς, σε επικοινωνία με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Είναι αναγκαίο να επανασυστηθούμε στην κοινωνία ως δύναμη διακυβέρνησης και αγώνα, ικανή να πρωταγωνιστεί ως αντιπολίτευση σε κινηματικές διεργασίες και κοινωνικές κατακτήσεις και ως κυβέρνηση σε βαθιές αλλαγές και τομές. Μια δύναμη χρήσιμη, από τη σκοπιά της αριστεράς, είτε ως κυβέρνηση είτε ως αντιπολίτευση, μακριά από τα σύνδρομα “του κόμματος – καταγγελία” καθώς και του με κάθε κόστος κυβερνητισμού.
Καλούμαστε να αποδείξουμε ότι μπορούμε να κατανοήσουμε και να επηρεάσουμε, από θέσεις αριστερού εκσυχρονισμού σε αντίθεση με τον επιχειρούμενο νεοσυντηρητικό εκσυγχρονισμό, τις νέες προκλήσεις, όπως είναι η κλιματική κρίση που επιβάλλει αλλαγή παραγωγικών μοντέλων αλλά και νέες δημοκρατικές σχέσεις ανάμεσα στον βορά και το νότο, έξω και σε αντίθεση με τις αποικιοκρατικές επιβιώσεις και τον ιμπεριαλισμό, η τεχνητή νοημοσύνη, τα ψηφιακά δικαιώματα, η δημογραφική γήρανση, η δημιουργία νέων θεσμών κοινωνικής οικονομίας (αγροτικοί συνεταιρισμοί, ενεργειακές κοινότητες κ.α.), ο νέος αναπτυξιακός ρόλος του κράτους, η κυκλική οικονομία, αλλά και ο αναπροσανατολισμός της εξωτερικής πολιτικής όπως συνέβη με τις Πρέσπες. Οφείλουμε να απαντήσουμε, μαζί με τις άλλες αριστερές δυνάμεις και τα κινήματα στην Ευρώπη, σε όλες αυτές τις νέες προκλήσεις με στόχο την ενίσχυση της εργασίας και της δημοκρατίας αλλά και της ειρήνης, καθώς η παρατεινόμενη γεωπολιτική αστάθεια και ο πόλεμος θέτουν με δραματική επικαιρότητα το δίλημμα “σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα”.
Με συνείδηση του αναντικατάστατου ρόλου ενός κόμματος της σύγχρονης ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς, ως κόμματος διακυβέρνησης και αγώνα, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μπορεί να ανταποκριθεί στη δημοκρατική – λαϊκή ανάγκη για αλλαγές στην καθημερινότητα, στις πολιτικές, στη διακυβέρνηση, στην αλλαγή της κοινωνίας.
Νίκος Φίλης, Πάνος Λάμπρου