Αυτά που αποκαλύπτουν τα εσχάτως αποχαρακτηρισθέντα έγγραφα του βρεταννικού Φόρεϊν Όφις για την προ εικοσαετίας αλληλογραφία των Πρωθυπουργών Ελλάδος και Βρετανίας Τόνι Μπλερ και Κώστα Σημίτη σχετικά με τα Γλυπτά του Παρθενώνα, ουδέν νέον κομίζουν.
- εφημερίδα «Εστία»
Προκαλεί εντύπωση όμως ότι αναπαράγονται στην Αθήνα κατά τρόπον «ευμενή», ώστε να μην αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης την ολιγωρία του Κώστα Σημίτη εξαιτίας της οποίας χάθηκε μια μοναδική ευκαιρία επαναπατρισμού των αρχαιοτήτων που είχαν κλαπεί από τον Έλγιν.
Οι αποκαλύψεις που κάνει στο βιβλίο του «Αναμνήσεις ζωής – Από τον Τζόν Λένον στον Νέλσον Μαντέλα», ο επί χρόνια Έλλην ανταποκριτής στο Λονδίνο Λάμπης Τσιριγωτάκης, βάζει τα πράγματα στην θέση τους. Αποκαλύπτει πως η τότε κυβέρνηση Σημίτη έφθασε ένα βήμα προ της αποκτήσεως των Γλυπτών και πως χάθηκε, εν τέλει, η ιστορική ευκαιρία.
Ήταν στις αρχές του 2000 όταν η εν λόγω κυβέρνηση εξεδήλωσε, δημοσίως, το ενδιαφέρον της για την αγορά αρμάτων μάχης. Μεταξύ άλλων χωρών που επροθυμοποιήθησαν να πωλήσουν άρματα, ήταν και η Μεγάλη Βρετανία. Με τον τότε Πρωθυπουργό αυτής –καί ιδεολογικό συνοδοιπόρο του κ. Σημίτη– Τόνυ Μπλερ να έχει έναν επιπλέον λόγο να πάρει η χώρα του την «δουλειά».
Όπως αποκαλύπτει ο συγγραφεύς, «ο Βρετανός πρωθυπουργός ενδιαφερόταν εντόνως να πουλήσει στην Ελλάδα άρματα μάχης “Τσάλεντζερ”, επειδή κατασκευάζονταν στην εκλογική του περιφέρεια, το Σέτζφιλντ στη βόρεια Αγγλία. Ήταν μια υποβαθμισμένη οικονομικά περιοχή με υψηλό ποσοστό ανεργίας, και ένα συμβόλαιο πώλησης των συγκεκριμένων αρμάτων θα δημιουργούσε πολλές θέσεις εργασίας και θα βοηθούσε στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής» εξηγεί, στο βιβλίο του, ο Λ. Τσιριγωτάκης.
Ο Τ. Μπλερ έκανε, μάλιστα, συγκεκριμένο βήμα μπροστά, ερχόμενος σε επικοινωνία με τον Έλληνα ομόλογό του, κατά την διάρκεια της οποίας «του εξέφρασε τη θερμή προσωπική του παράκληση να προτιμήσει τα βρετανικά άρματα “Τσάλεντζερ”.» Κάπου, εδώ, η συζήτησις των δυο Πρωθυπουργών αποκτά πρόσθετο ενδιαφέρον, καθώς ο ηγέτης της Μεγάλης Βρετανίας «του υποσχέθηκε ότι, σε αντάλλαγμα, θα τον βοηθούσε σε θέματα του ενδιαφέροντος της Ελλάδας» Συμφώνως με τις διπλωματικές πηγές του συγγραφέως, ο Έλλην Πρωθυπουργός δεν δεσμεύθηκε, διαβεβαίωσε, ωστόσο, τον συνομιλητή του ότι «έβλεπε ευνοϊκά την αγορά».
Το θέμα παρακολουθούσε εκ του σύνεγγυς, ταυτοχρόνως, ο διπλωμάτης Κωνσταντίνος Μπίτσιος, τότε επιτετραμμένος στην ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο. Υπό το σκεπτικό ότι, «όταν διεκδικείς κάτι, πρέπει και εσύ να προσφέρεις κάποιο αντάλλαγμα», ο κ. Μπίτσιος «κατάλαβε ότι ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης είχε στα χέρια του μια σημαντική ευκαιρία να εξασφαλίσει ανταλλάγματα από τη βρεταννική πλευρά». Και όπως σημείωνε σε εμπιστευτική αναφορά του προς τον κ. Σημίτη, ήταν τόσο θερμό το ενδιαφέρον του κ. Μπλερ, ώστε «θα μπορούσε να ικανοποιήσει και ορισμένα ελληνικά αιτήματα», και μάλιστα σε δυο θέματα, στα οποία κάθε άλλο υποχωρητικοί εμφανίζονται οι Βρετανοί: Κυπριακό και επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Η απευθείας επικοινωνία των δυο Πρωθυπουργών έγινε τακτική, έως του σημείου ο Τ. Μπλερ να είναι «σχεδόν βέβαιος» ότι η ελληνική Κυβέρνηση θα προτιμούσε τα βρετανικά άρματα. Βεβαιότης που συνάγεται εκ του γεγονότος ότι προχώρησε σε σχετική ενημέρωση των συμπολιτών του και των τοπικών μέσων ενημερώσεως στο Σέτζφιλντ.
Φευ, ο Βρετανός Πρωθυπουργός είχε λογαριάσει χωρίς τους… Γερμανούς, καθώς η κυβέρνηση Σημίτη ανακοίνωσε τελικώς ότι τα «Λέοπαρντ» εκρίθησαν καλύτερα των «Τσάλλεντζερ». Έκπληξη και οργή ήταν τα συναισθήματα που διακατείχαν τον κ. Μπλερ, ο οποίος «προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, αλλά δεν κατάφερε να τον βρει». Πράγμα καθόλου περίεργο για όσους γνωρίζουν την ιδιοσυγκρασία του… Τούτου δοθέντος, η Ντάουνινγκ Στρήτ περιορίσθηκε να διατυπώσει την δυσαρέσκειά της στην ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο.
Η υπόθεση είχε, ωστόσο, και επίλογο: Όπως αποκαλύπτει ο Λ. Τσιριγωτάκης, στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής, όπου ευρέθησαν τέτ-α-τέτ οι κ.κ. Μπλερ και Σημίτης, με ανοικτά μικρόφωνα και μπροστά στις κάμερες, «ο Έλληνας πρωθυπουργός του ζήτησε να τον βοηθήσει στο θέμα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα λόγω των επερχόμενων εκλογών στην Ελλάδα». Η συνέχεια ήταν η αναμενομένη: «Ο Βρετανός πρωθυπουργός απέφυγε να του απαντήσει».
Μια ιστορική ευκαιρία για την πολιτιστική υπόθεση –η οποία συνεγείρει κάθε Έλληνα, αλλά και κάθε πολίτη του κόσμου με γνώση της αρχαίας Ιστορίας– είχε, μόλις, χαθεί.
Δείτε επίσης: