Όλα εξαρτώνται από την ουσιαστική βούληση και την ισχυρή θέληση για τη διεκδίκηση των εθνικών συμφερόντων εκ μέρους των Αθηνών.
- του Δρος Ιωάννου Θ. Μάζη, καθηγητού Οικονομικής Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής Θεωρίας ΕΚΠΑ
Αναφορικώς με το διαβόητον Συνυποσχετικόν ηκούσθη η άποψις από την εμπειρωτάτην π. ΥΠΕΞ κυρία Μπακογιάννη ότι «στη Χάγη, εάν οι Τούρκοι αποδεχθούν τη Χάγη όπως οφείλουν, θα πάμε με το ένα και μοναδικόν διεθνές δίκαιο το οποίον υπάρχει. […] Δεν υπάρχει άλλο. […] Εγώ θεωρώ ότι είναι υποχρέωση της Ε.Ε. να βάλει ως όρο [Σ.σ.: προφανώς εις το Συνυποσχετικόν] τον σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου».
Εδώ λοιπόν πρέπει να διευκρινίσομε ορισμένα σημεία εις τον λόγον της αξιοτίμου κυρίας υπουργού.
Πρώτον: Από πού προκύπτει ότι οι Τούρκοι «οφείλουν να αποδεχθούν τη Χάγη»; Διά να μην κατηγορηθούν ότι εγκατέλειψαν τις συνομιλίες; Μα οι Τούρκοι είναι «παγερώς αδιάφοροι», για να δανεισθώ μίαν προσφιλή φράση του αειμνήστου Κώστα Μητσοτάκη, για τέτοιου είδους κατηγορίες! Αλλωστε και το 2016, υπαιτιότητι Αγκύρας, εγκατελείφθησαν οι συνομιλίες! Και μάλιστα χωρίς η Ελλάδα να φροντίσει να αποδοθεί εις την Τουρκίαν η σχετική πολιτική ευθύνη. Προφανώς το πολυθρύλητον «blame game» αποτελεί διπλωματικόν παίγνιον, το οποίον διεξάγεται από τους πάντες (πρωτίστως της Τουρκίας και των υποστηρικτών της εις το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε.) και λειτουργεί γεωστρατηγικώς μονίμως εις βάρος, και ποτέ προς όφελος, της Ελλάδας. Ακόμη κι αν η διεθνής πολιτική ευθύνη μιας οδυνηράς διεθνούς καταστάσεως δύναται να καταλογιστεί εμφανέστατα στην Tουρκία (βλ. σχέσεις με το ISIS) και πουθενά αλλού.
Δεύτερον: Γιατί θεωρεί ότι «είναι υποχρέωση της Ε.Ε. να βάλει ως όρον τον σεβασμόν του Διεθνούς Δικαίου»; Καταρχάς, νομικώς η θέση αυτή είναι ανυπόστατος και μάλλον «ασταθής», διότι το Συνυποσχετικόν συνάπτεται μεταξύ των δύο κρατών εχόντων νομικήν τινά διαφοράν και τα οποία προστρέχουν με κοινήν συμφωνίαν προς το Διεθνές Δικαστήριον της Χάγης προς επίλυσίν της. Η Ε.Ε. δεν αποτελεί μέρος αυτής της νομικής δικαιοδοτικής διαδικασίας (δεν θα μπορούσε άλλωστε, διότι δεν έχει locus standi παραστάσεως σε αυτό. Ως γνωστόν, το Δικαστήριον -πέραν των γνωμοδοτήσεων- δικάζει υποθέσεις νομικών διαφορών μεταξύ κρατών και μόνον, άρα ακόμη και εάν επιθυμούσε πολιτικώς δεν θα ηδύνατο δικονομικώς -εις το πλαίσιον της σχετικής διαδικασίας- να «θέσει όρον τινά» εις ουδένα εκ των αντιδίκων. Ποία είναι όμως, εν γένει, η πολιτική στάσις της Ε.Ε. έναντι του πλήθους των τουρκικών προκλήσεων; Τι μας έχει αποδείξει μέχρι στιγμής η συμπεριφορά της «γερμανικής» Ε.Ε. αναφορικώς με την αντίστοιχον της Τουρκίας; Μήπως ότι δηλαδή στερείται η Ε.Ε. της πολιτικής διαθέσεως να πράξει ή έστω ακόμη και να… διανοηθεί κάτι προς αυτήν την κατεύθυνσιν; Αρα, προς τι τα εν λόγω «επικοινωνιακά σχήματα» εις τον δημόσιον διάλογον; Ποίον εξυπηρετούν και ποίον βλάπτουν;
Τρίτον: Η κυρία Μπακογιάννη έχει απόλυτο δίκαιο εκφέρουσα την πρότασιν -η οποία βεβαίως εν πολλοίς αποτελεί νομικήν ταυτολογίαν- ότι εάν δύο κράτη (εν προκειμένω η Ελλάδα και η Τουρκία) «αποδεχθούν την [προσφυγή στο Δικαστήριο στη] Χάγη όπως οφείλουν θα πάμε με το ένα και μοναδικόν διεθνές δίκαιο».
α) Μα προφανώς! Αν δύο κράτη συμφωνήσουν να προσφύγουν εις την Χάγην, απαιτείται να συμφωνήσουν και περί του πλαισίου δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, και εις εκ των τρόπων να το πράξουν είναι και η σύναψις ενός σχετικού Συνυποσχετικού. Υπενθυμίζεται ότι αυτό, εκτός του να «καθιστά επισήμως γνωστούς» εις το Δικαστήριον τους διαδίκους, περιλαμβάνει και τον σαφή, και προφανώς συμπεφωνημένο, προσδιορισμό αυτής της νομικής διαφοράς, ενώ αποτελεί εις την ουσίαν και «δήλωσιν αναγνωρίσεως της δικαιοδοσίας» του Δικαστηρίου εκ μέρους των διαδίκων για την συγκεκριμένην υπόθεσιν. Αλλωστε, συμφώνως προς το Αρθρον 36 του Καταστατικού, η αρμοδιότης του Δικαστηρίου «εκτείνεται σε όλες τις υποθέσεις που τα μέρη του υποβάλλουν, καθώς και σε όλες τις περιπτώσεις που προβλέπονται στον ΧτΗΕ, ή σε ισχύουσες συνθήκες ή συμβάσεις».
β) Το πρόβλημα όμως εντοπίζεται εις τη συνέχεια της φράσεως της αξιοτίμου υπουργού, ήτοι την αναφερομένη εις «το Δίκαιο το οποίον υπάρχει. […] Δεν υπάρχει άλλο». Δυστυχώς (και ειδικά για την Τουρκία), υπάρχει (!), και μάλιστα διαφέρει κατά πολύ από αυτό το οποίον πλήθος κράτη έχουν υπογράψει, κυρώσει και επικυρώσει, δηλαδή το κείμενον της UNCLOS (1982), και δεσμεύονται συμβατικώς από τις προβλέψεις του, όπως επίσης και άλλα κράτη της διεθνούς κοινότητος, που απλώς τυγχάνει να δεσμεύονται από όσες εξ αυτών (έχει αναγνωριστεί πλέον ευρύτατα ότι) έχουν εθιμικόν χαρακτήραν και ηυξημένην δεσμευτικήν ισχύ, ανεξαρτήτως της συμβατικής αποδοχής των.
β.1) Επί το απλούστερον όμως: η κρίσιμος φράσις «σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο» δεν απουσιάζει πλέον και από τα τουρκικά ανακοινωθέντα ή τας επισήμους δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων. Η Τουρκία όμως, παρά τη ρητορική επίκλησίν του, δεν χάνει την ευκαιρία να καταστήσει σαφές, είτε λεκτικώς/ρηματικώς είτε εμπράκτως, ότι δεν εννοεί «το ίδιο Διεθνές Δίκαιο» με αυτό που αντιλαμβάνεται ως εφαρμοστέον η διεθνής κοινότης, συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της Ελλάδoς, αναφορικώς με την περίπτωσιν του προσδιορισμού θαλασσίων ζωνών από νησιωτικές ακτές. Και αυτό δεν πρέπει να εκφεύγει της προσοχής μας.
β.2) Σημειώνεται ότι η Τουρκία τα τελευταία χρόνια μετέστρεψε την επικοινωνιακήν πολιτικήν της και επαναπροσδιόρισε τη ρητορικήν της ώστε να χρησιμοποιεί τον όρο «Διεθνές Δίκαιον», υπονοώντας όμως ότι ο όρος απηχεί διαφορετικόν «σώμα Δικαίου» (συμβατικού – εθιμικού) από τον εννοούμενο εις την άλλην ακτήν του Αιγαίου, της Μεσογείου, αλλά και οικουμενικώς! Δυστυχώς η Ελλάς δεν έχει κάμει το δυνατόν ώστε να αναδείξει το απλοϊκό μεν, αλλά ως φαίνεται αποτελεσματικόν, επικοινωνιακόν τέχνασμα της τουρκικής διπλωματίας. Το αποτέλεσμα είναι η δημοσία συζήτησις (εντός και εκτός Ελλάδας) να παρεκκλίνει του κυρίου ζητήματος του ότι η Τουρκία, έχουσα συνείδησιν ότι η εκδοχή της περί του εφαρμοστέου Δικαίου εις την περίπτωσιν της διευθετήσεως των ζητημάτων με την Ελλάδα, αλλά και με άλλες χώρες της ανατολικής Μεσογείου, κείται τοσούτον μακράν από τα διεθνώς διεθνοδικαϊκώς καθιερωμένα, που δεν θα επέλεγε ποτέ να θέσει την επίλυσίν τους εις την κρίσιν ενός διεθνούς δικαιοδοτικού οργάνου (όπως κατεξοχήν είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης). Θα έπραττε το τοιούτον η Τουρκία, μόνον εφόσον η Ελλάς συνεφώνει αυτοκτονικώς να υποχωρήσει ολοκληρωτικώς και να παραιτηθεί από σχεδόν ολόκληρο το ισχύον σώμα προβλέψεων του Διεθνούς Δικαίου της Θαλάσσης. Το τοιούτον αρνούμαι να πιστεύσω ότι ελληνική κυβέρνησις θα εκόμιζε προς έγκρισιν, ούτε και ελληνικόν Κοινοβούλιον θα ενέκρινε ποτέ.
β.3) Εξ αυτού του λόγου άλλωστε η συζήτησις περί προσφυγής εις την Χάγην ουδέποτε απετέλεσε θέμα ρεαλιστικής συζητήσεως, πολλώ δε μάλλον επίσημον πολιτικήν θέσιν της τουρκικής διπλωματίας, εδώ και σχεδόν πέντε δεκαετίες, παρά μόνον δύναται να εντοπιστεί σποραδικώς εις τινας μεμονωμένους ημιεπισήμους δηλώσεις, προσχηματικού και επικοινωνιακού χαρακτήρος, από πλευράς ενίων Τούρκων αξιωματούχων, μηδέποτε απηχούσες έστω και ψήγμα σοβαράς και επισήμου τουρκικής βουλήσεως προς υλοποίησιν. Η Τουρκία επιδιώκει να επιλύσει τα ζητήματα των εκνόμων διεκδικήσεών της εις το Αιγαίον και την Ανατολικήν Μεσόγειον με συνολικήν «πολιτικήν διαπραγμάτευσιν» (kazan – kazan) και μόνον. Οπως επίσης και υπό το βάρος τετελεσμένων (βλ. κατεχoμένην Κύπρον), προκλητικών ενεργειών αμφισβητήσεως κυριαρχικών δικαιωμάτων και κυριαρχίας (παραβάσεις, παραβιάσεις και υπερεντάσεις), όπως και εκ του ασφαλούς και γεωστρατηγικώς «ασφαίρων» απειλών γενικευμένης επιθετικής χρήσεως βίας (βλέπε casus belli). Αυτό ήτο και παραμένει η μόνη πραγματική επιδίωξις της Τουρκίας εις το Αιγαίον και την Ανατολική Μεσόγειον. Οιαδήποτε άλλη συζήτησις εις την Ελλάδα περί προοπτικής -τάχα- της Τουρκίας να συναινέσει εις επίλυσιν διαφοράς (ή κατ’ αυτήν «διαφορών») εις την έδραν της Χάγης στερείται ρεαλιστικής βάσεως και αποπροσανατολίζει. Ιδίως δε κατά την παρούσα κρίσιμον γεωπολιτικώς συγκυρίαν θα πρέπει και να αποφεύγεται εις τον δημόσιον διάλογον. Φυσικά δεν πρέπει να συγχέομε με την αντίστοιχον ειλικρινή, δικαιικώς θεμιτή και μόνη σοβαράν πρότασιν εκ μέρους της Ελλάδος, δηλούσης σταθερώς διακειμένης ως προς την προσφυγήν εις την Χάγην προς διευθέτησιν της οριοθετήσεως του εξωτερικού ορίου της ζώνης της Υφαλοκρηπίδος και δυνάμει της ΑΟΖ εις το Αιγαίον και Ανατολική Μεσόγειον.
Τέταρτον: Εις την πολιτικήν, και δη τη διεθνή, ουδείς πρέπει να είναι σίγουρος ή απόλυτος για οτιδήποτε, ούτε και να αποκλείει απίθανα ενδεχόμενα βασιζόμενος εις την κοινήν λογικήν (ποίος άλλωστε ανέμενε ότι ελληνικόν Κοινοβούλιον θα ενέκρινε την εκχώρησιν της χρήσεως του ιστορικού ονόματος της Μακεδονίας, της εθνότητας και της γλώσσας εις τρίτην χώραν). Ας εξετάσομε το ενδεχόμενον (θεωρητικώς υπαρκτόν, αν και μάλλον απίθανον) προσφυγής εις την Χάγην με κοινή συμφωνία Ελλάδας – Τουρκίας.
«Χωρίς Κερκόπορτες το κάστρο της Ελλάδος δεν πέφτει»
Η νομική βάσις εις το Διεθνές Δικαστήριον
Ας εξετάσομε όμως τη νομικήν βάσιν επί της οποίας διαμορφούται η δικανική κρίσις του Δικαστηρίου. Το άρθρο 36 του Καταστατικού προβλέπει το βασικό πλαίσιον δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, ενώ στην παρ. 2 παρέχεται η δυνατότητα εις τα κράτη-μέλη προαιρετικής ρήτρας αναγνωρίσεως της υποχρεωτικής ipso facto δικαιοδοσίας του, σχετικώς με οιοδήποτε άλλο κράτος αναλαμβάνον την ιδίαν υποχρέωσιν, διά καταθέσεως σχετικής μονομερούς δηλώσεως, εντός της οποίας δύνανται να συμπεριλάβουν και τυχόν εξαιρέσεις επ’ αυτής. Εις δε την παρ. 6 του ιδίου άρθρου εις το Δικαστήριον παρέχεται ρητώς η δυνατότητα να αποφασίσει -εις περιπτώσεις διαφωνίας- «περί της αρμοδιότητός του».
Η Ελλάς, αρχικώς το 1994, κατέθεσε σχετικήν Δήλωσιν αποδοχής της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, υπό τον όρο μάλιστα της αμοιβαιότητος. Η Δήλωσις αυτή ανεθεωρήθη διά νεωτέρας, κατατεθείσης τη 13η Ιανουαρίου 2015, και περιλαμβανούσης εξαιρέσεις εις νομικάς διαφοράς αφορώσες κυρίως θέματα απτόμενα εθνικής κυριαρχίας, αμύνης και ασφαλείας, χωρίς όμως να αποκλείεται η δυνατότης αναγνωρίσεως της δικαιοδοσίας του ΔΔΧ εις περίπτωσιν συντάξεως κοινού Συνυποσχετικού κατόπιν σχετικών διαπραγματεύσεων («…The Government of the Hellenic Republic may however submit before the Court any dispute, which is hereby exempted, through the negotiation of a special agreement (compromis).»).
Οι πηγές Δικαίου εκ των οποίων αντλεί το Δικαστήριο, αλλά και συνθέτει νομικά στοιχεία ώστε να διαμορφώσει την κρίσιν του, προσδιορίζονται -και μάλιστα ιεραρχημένες σε πρωτεύουσες και δευτερεύουσες- εις το άρθρο 38 του ΚΔΧ ως εξής:
«α. τις διεθνείς συμβάσεις, γενικές ή ειδικές, που θέτουν κανόνες οι οποίοι αναγνωρίζονται ρητά από τα αντίδικα κράτη [εδώ να σημειώσομε ότι η Τουρκία δεν αναγνωρίζει τη Νέα Σύμβαση για το Δίκαιο της Θαλάσσης UNCLOS III (1982), μεγάλο μέρος της οποίας συνιστά και τμήμα του διεθνούς εθιμικού δικαίου].
β. το διεθνές εθιμικό δίκαιο, ως απόδειξη γενικής πρακτικής, που γίνεται δεκτή ως κανόνας δικαίου,
γ. τις γενικές αρχές του δικαίου που αναγνωρίζονται από τα πολιτισμένα έθνη,
δ. [….] τις δικαστικές αποφάσεις και τα διδάγματα των πιο αναγνωρισμένων δημοσιολόγων των διάφορων εθνών, ως βοηθητικά μέσα για τον καθορισμό των κανόνων δικαίου.»
Εις την παρ. 2 του ίδιου άρθρου όμως παρέχεται καιρία δυνατότης εις το Δικαστήριον. Αναφέρει η παράγραφος 2: «Αυτή η διάταξη δεν θα θίγει την εξουσία του Δικαστηρίου να κρίνει μια υπόθεση ex aequo et bono, αν οι διάδικοι συμφωνούν σ’ αυτό». Σε συνδυασμό δε με την ανωτέρω πρόβλεψιν της ελληνικής Δηλώσεως του 2015 περί δυνατότητος αναγνωρίσεως της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου (ακόμη και για θέματα που έχουν εξαιρεθεί) εις περίπτωσιν συνάψεως συνυποσχετικού, αλλά και έχοντας υπ’ όψιν ότι δυνάμει της προαναφερθείσης προβλέψεως όπου εις περίπτωσιν διαφωνίας το Δικαστήριο δύναται να ορίσει αυτεπαγγέλτως τη δικαιοδοσίαν του, είναι σαφές ότι δεν θα πρέπει θεωρητικώς να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μιας συμφωνίας εις κείμενον Συνυποσχετικού, το οποίον θα χαρακτηρίζεται από «συνοπτικήν ασάφειαν» ώστε να δύναται να διέλθει ακέραιον από τους «πόρους» του κοινοβουλευτικού «εγκριτικού φίλτρου», αλλά και αρκούντως ρητόν, προκρίνον τη δικανικήν κρίσιν επί τη βάσει ex aequo et bono, αντί υφιστάμενων εφαρμοστέων προβλέψεων συμβατικού ή και εθιμικού Δικαίου.
Εις αυτήν την περίπτωσιν λοιπόν θα δύναται να διαμορφωθεί ένα ικανόν δικαιικόν πλαίσιον δυνάμενον να οδηγήσει εις την ουσιαστικήν παράκαμψιν ρητών και καιρίων προβλέψεων της UNCLOS III (1982) κατά τη «δικαιικήν κρίσιν» του Δικαστηρίου. Μια τοιαύτη αρνητική προοπτική εξελίξεως σαφώς δεν θα πρέπει να αποκλείεται, ενώ είναι σαφές ότι θα επέφερε δυσμενή, έως και καταστροφικά δι’ ημάς αποτελέσματα εις ό,τι αφορά το αποτέλεσμα της προσφυγής.
Υπό αυτή τη θεώρησιν, η βεβαιότης μετά της οποίας η αξιότιμος κυρία υπουργός απέκλεισε, και μάλιστα απαξιωτικώς, τούτον το ενδεχόμενον με τη φράση του «ενός και μοναδικού Διεθνούς Δικαίου» μάλλον απαιτεί αναθεώρηση, διότι δεν προέβλεψε την «αλά τούρκα» θεώρησιν του υφιστάμενου Δικαίου εις την περίπτωσιν του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.
Εξάλλου, δεν θα πρέπει να παραβλέπομε εξίσου ότι αυτή η εκδοχή είναι δυνατή μόνον κατόπιν συναινετικής αντιδράσεως εκ μέρους της ελληνικής πλευράς. Ειδάλλως, η προοπτική της Χάγης ισχυούσης μιας «ορθοδόξου» διαπραγματευτικής, αλλά και δικαιοδοτικής διαδικασίας, δεν θα έδιδε περιθώρια αισιοδοξίας εις την τουρκικήν πλευράν προς ελπίδαν δικαιώσεως των μαξιμαλιστικών και αναθεωρητικών της βλέψεων. Διά τον λόγον αυτόν άλλωστε επαναλαμβάνομε ότι δεν απετέλεσε ποτέ έως τώρα σοβαρή επιλογή της τουρκικής πλευράς. Ποτέ μέχρι τώρα η Τουρκία δεν «επένδυσε» εις την Χάγην!
Επιγραμματικώς, όλα εξαρτώνται εκ της ουσιαστικής βουλήσεως και της ισχυράς θελήσεως διά την διεκδίκησιν των εθνικών συμφερόντων εκ μέρους των Αθηνών. Διότι «χωρίς Κερκόπορτες το κάστρο της Ελλάδος δεν πέφτει». Οπως όμως διδάσκει το παρελθόν, ποιος διασφαλίζει ότι η Κερκόπορτα την κατάλληλη στιγμή δεν θα ανοίξει;