Η περιδίνηση στην οποία βρίσκεται εδώ και αρκετό καιρό η Ν.Δ. προκαλεί ολοένα εντονότερους προβληματισμούς για το μέλλον της ιστορικής Κεντροδεξιάς παράταξης στη χώρα μας.
- Του Ανδρέα Καψαμπέλη
Καθώς μάλιστα τα αρνητικά σημάδια έχουν αρχίσει να πολλαπλασιάζονται, ενισχύονται και οι φόβοι ότι πλησιάζει η ώρα μηδέν…
Στους έμπειρους παράγοντες της πολιτικής ζωής -και όχι φυσικά εκείνους που φορούν παρωπίδες ή λειτουργούν για ίδιον όφελος ως αυλοκόλακες της εξουσίας- η σημερινή κατάσταση θυμίζει σε μεγάλο βαθμό το προ δεκαετίας σκηνικό. Οι αναλογίες είναι βεβαίως διαφορετικές, αλλά επισημαίνονται και ορισμένα κρίσιμα στοιχεία, που θα έπρεπε να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και -όπως λέγεται χαρακτηριστικά στα παρασκήνια- να σημάνουν συναγερμό.
Μπορεί οι δημοσκοπήσεις -παρά την αισθητή κάμψη και κόπωση που καταγράφουν- να συντηρούν τη διάθεση πολιτικής ευδαιμονίας στα υψηλά κυβερνητικά κλιμάκια, αλλά στα χαμηλότερα επίπεδα -κυρίως σε εκείνους που παραμένουν σε επαφή με την κοινωνία και αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα- είναι διάχυτη η ανησυχία ότι η Ν.Δ. όπως πορεύεται κινδυνεύει να έχει την τύχη του ΠΑΣΟΚ μια διετία μετά την εκλογική νίκη του 2009 και ο Κυριάκος Μητσοτάκης να γίνει ένας «δεύτερος» Γιώργος Παπανδρέου…
Το ΠΑΣΟΚ είχε ανέλθει στην εξουσία με ένα θριαμβευτικό ποσοστό σχεδόν 44% και συνέχισε να έχει ισχυρό προβάδισμα και ανοχή ακόμη και αφότου ο Γ. Παπανδρέου πήρε την απόφαση να οδηγήσει τη χώρα στα «σαγόνια» του ΔΝΤ και στην περιπέτεια του Μνημονίου. Το γεγονός ότι κέρδισε -έστω και εκβιαστικά- τις αυτοδιοικητικές εκλογές που ακολούθησαν στα τέλη του 2010 επηρέασε ακόμη περισσότερο την πολιτική μυωπία της ηγεσίας του, η οποία βαυκαλιζόταν ότι έχει την κοινωνία με το μέρος της, μη διστάζοντας να επιβάλει στη συνέχεια ακόμη πιο σκληρά μέτρα, να έχει πιο αλλοπρόσαλλη τακτική και να κουνάει ολοένα περισσότερο το δάκτυλο στους πολίτες, εφαρμόζοντας ένα πρώιμο δόγμα «ατομικής ευθύνης».
Την ίδια περίοδο ο κ. Παπανδρέου, που ως πρωθυπουργός οραματιζόταν τον εαυτό του ως τον νέο εθνικό μεταρρυθμιστή, λειτουργούσε με τον δικό του πολιτικό αυτισμό και τη δική του ατζέντα. Ακόμη και η ηγετική ομάδα που τον περιέβαλε ήταν κατά κύριο λόγο «δοτά» πρόσωπα από τον περίγυρό του, χωρίς τη λαϊκή νομιμοποίηση και την απαιτούμενη πολιτική και κοινωνική εμπειρία και διαδρομή. Στο όνομα της ανανέωσης και της σύγκρουσης με το παρελθόν, αυτό που τελικά κατάφερε ήταν να επιβάλει μια «μονοπρόσωπη» διακυβέρνηση, η οποία σταδιακά τον απομάκρυνε από την εκλογική βάση της Κεντροαριστεράς.
Ακόμη και στις αρχές του 2011 οι δημοσκοπήσεις (κάτι σαν σήμερα…) τροφοδοτούσαν τη στρεβλή εικόνα και έδειχναν το ΠΑΣΟΚ κυρίαρχο, το οποίο, έχοντας καβαλήσει το άρμα της αλαζονείας, είχε μπει σε τροχιά αυτοκαταστροφής, δίχως να υπάρχει κανείς να την αποτρέψει. Αντιθέτως άνοιξε και ο εσωκομματικός ασκός του Αιόλου, διαψεύδοντας πολύ γρήγορα όσους κομπορρημονούσαν ότι «τα μεγάλα ιστορικά κόμματα δεν διαλύονται τόσο εύκολα…»
Έκτοτε το κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου και κυριάρχησε για δεκαετίες στις πολιτικές εξελίξεις βρίσκεται σε «τεχνητή αναπνοή», χωρίς να μπορεί να πείσει ξανά τις ευρύτερες μάζες ότι είναι αναγκαία η παρουσία του και ότι δεν έκλεισε τον ιστορικό του κύκλο. Το οδυνηρό ερώτημα που -όσο και να το ξορκίζουν οι «νομοταγείς» νεοδημοκράτες- έχει τεθεί εκ των πραγμάτων στο τραπέζι είναι εάν ένας τέτοιος «αδιόρατος» -εκ πρώτης όψεως- κίνδυνος απειλεί σήμερα και τη Ν.Δ. υπό τον Κ. Μητσοτάκη.
Υπάρχουν βεβαίως εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ιστορικά ο χώρος της Δεξιάς και της Κεντροδεξιάς έχει αποδειχθεί -με τις διάφορες κομματικές μορφές- ο πιο συμπαγής και στέρεος στη χώρα μας. Από την άλλη πλευρά, αυτό που ούτε οι δημοσκοπήσεις μπορούν να αποκρύψουν είναι ότι οι διεργασίες που συντελούνται στην κοινωνία αποδεικνύονται τεκτονικές και οι ανακατατάξεις -μετά τη μνημονιακή δεκαετία και την πανδημία του κορονοϊού- τείνουν να προσλάβουν ιστορικό χαρακτήρα. Ειδικά ο χώρος προς τα «δεξιά» της Ν.Δ. φαίνεται ότι ολοένα περισσότερο μεγαλώνει, σε σημείο που αρκετοί αναλυτές να εξετάζουν ήδη το ενδεχόμενο να μετατοπιστεί αισθητά το κέντρο βάρους πιθανότατα και από τις αμέσως επόμενες εκλογές.
Ο ίδιος Κ. Μητσοτάκης, που θυμίζει πολλά στον τρόπο του πολιτεύεσθαι τον Γ. Παπανδρέου, είναι φανερό άλλωστε ότι «ασφυκτιά» στον χώρο της Κεντροδεξιάς και το μοντέλο που έχει κατά νου είναι αμιγώς κεντρώο. Δεν το δείχνει μόνο με τις επιλογές των προσώπων -έστω κι αν χρησιμοποιεί για λόγους τακτικής κάποια δεξιά αναχώματα- αλλά και με τις πολιτικές που εφαρμόζει σε κρίσιμους τομείς είτε κοινωνικών είτε εθνικών θεμάτων. Ο τρόπος άσκησης της εξουσίας επίσης, όσο κι αν διαφημίζεται ως εφαρμογή του περίφημου επιτελικού κράτους, είναι κατά βάση συγκεντρωτικός και όλα καταλήγουν στον ίδιο τον κ. Μητσοτάκη.
Αυτή τη στιγμή η Ν.Δ. πρώτη φορά στην ιστορία της δεν διαθέτει μια ενεργή ηγετική ομάδα, η οποία να έχει -όπως συνέβαινε επί τέσσερις δεκαετίες- και ρόλο άτυπης πολιτικής διεύθυνσης δίπλα στον εκάστοτε ηγέτη. Όλο αυτό ενισχύει και τα φαινόμενα αλαζονείας, που τείνουν να δημιουργήσουν συνθήκες παρακμής και προϊούσας σήψης εν μέσω πολλών αρνητικών συμπτωμάτων, που κάνουν το ποτήρι της κοινωνικής αγανάκτησης και του θυμού να ξεχειλίζει καθημερινά.
«Να γίνει κάτι πριν γίνουμε κι εμείς ερείπια»
Το αξιοπερίεργο, πάντως, είναι ότι και τα σημερινά ιστορικά στελέχη της Ν.Δ. έχουν επιλέξει τη σιωπή και την αυτοπεριθωριοποίηση. Στο παρασκήνιο η κινητικότητα όμως είναι έντονη και, κυρίως, στα μεσαία κλιμάκια, όπου κυριαρχεί η αγωνία της «επόμενης ημέρας».
Έως τώρα η κυριαρχία του κ. Μητσοτάκη και οι 158 έδρες της αυτοδυναμίας δεν άφηναν εκ των πραγμάτων πολλά περιθώρια, αφού η οποιαδήποτε κίνηση κινδύνευε να συκοφαντηθεί και ως υπονομευτική.
Όλοι αναγνωρίζουν ωστόσο ότι η συγκυρία είναι πλέον οριακή, γι’ αυτό στις εσωτερικές συζητήσεις τα ερωτήματα έχουν πλέον υπαρξιακό χαρακτήρα για τη Ν.Δ. και περιστρέφονται γύρω από την ανάγκη «να γίνει κάτι πριν γίνουμε ως παράταξη κι εμείς ερείπια».
Οι αγωνίες και οι προβληματισμοί αυτοί δεν φαίνεται όμως να συνεπάγονται -τουλάχιστον στο ορατό μέλλον- και ανάληψη πρωτοβουλιών…