Σε ώρες ελληνοτουρκικής έντασης ο Τύπος οφείλει να είναι συγκρατημένος και να αποφεύγει τις πολλές νουθεσίες. Γιατί ο εκάστοτε ένοικος του Μεγάρου Μαξίμου βασίζεται, πολύ συχνά, σε προνομιακή, εμπιστευτική ενημέρωση για αθέατες εξελίξεις που φωτίζουν διαφορετικά τη διπλωματική και αμυντική πραγματικότητα.
- Από τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΤΑΡΚΑ*
Κατά αντίστοιχο τρόπο, ο εκάστοτε πρωθυπουργός οφείλει να πολιτεύεται, σχεδόν καθημερινά, με το βλέμμα -αναγκαστικά- στραμμένο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ακόμα κι αν επιθυμεί να δώσει προτεραιότητα σε άλλα θέματα. Γιατί η Ελλάδα είναι το μοναδικό κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αντιμετωπίζει στρατιωτική απειλή από μία χώρα που είναι -τυπικά- σύμμαχος και υποψήφιος εταίρος, αντίστοιχα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκεται, από την αρχή της πρωθυπουργικής θητείας του, παγιδευμένος σε μια προσωπική αντίφαση και ιστορική ειρωνεία. Ενώ είναι γνωστό ότι είχε πάντα προτίμηση στα θέματα της οικονομίας και «ήπιας πολιτικής», όπως το περιβάλλον, βρίσκεται αντιμέτωπος με κρίση ιστορικών διαστάσεων στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο.
Επίσης, ενώ όσοι τον γνωρίζουν επί μακρόν έχουν προσωπική αντίληψη για την ικανότητά του να μελετά βαθιά και γρήγορα τους υπηρεσιακούς φακέλους, ο ίδιος έχει παραδεχτεί (σε τηλεοπτικές συνεντεύξεις του προς ελληνικά και ξένα δίκτυα) ότι δεν είχε αντιληφθεί στις πραγματικές τους διαστάσεις ούτε το Μεταναστευτικό ούτε την οξύτητα των ελληνοτουρκικών. Λες και η Ελλάδα ήταν ποτέ Λουξεμβούργο που συνορεύει με το Βέλγιο, τη Γαλλία και τη Γερμανία.
Μέσα σε αυτό το αντιφατικό πλαίσιο, οι παροικούντες την κυβερνητική Ιερουσαλήμ γνωρίζουν ότι ο πρωθυπουργός περιέπεσε σε πολλά λάθη που οι συνέπειές τους αποδεικνύονται -σωρευτικά- αρνητικότατες για τους συσχετισμούς Αθήνας – Άγκυρας. Αν πολιτευόταν διαφορετικά, τα πράγματα δεν θα είχαν φτάσει στη σημερινή κατάσταση, όπου όλα κρέμονται από μία κλωστή.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Μητσοτάκης μετέβη στην πρώτη συνάντηση με τον πρόεδρο Ρ.Τ. Ερντογάν στον ΟΗΕ, τον Σεπτέμβριο του 2019, με ανεπαρκές προσωπικό επιτελείο (δεν είναι τυχαίο ότι αντικατέστησε τρία μέλη του αργότερα). Εμφανίστηκε -και ύστερα από αυτή- πεπεισμένος για μια νέα αρχή στα ελληνοτουρκικά, παρότι ο λεγόμενος «σουλτάνος» έθεσε πιεστικά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων και αξιώσεων για τη Θράκη, οι οποίες είχαν τεθεί, τον Φεβρουάριο του 2019, προς τον τότε πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και επανελήφθησαν προχθές προς τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Δένδια. Πιο ωμή παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας, σε αντίθεση και με τη Συνθήκη της Λωζάννης, μάλλον δεν έχει υπάρξει στην ιστορία των διμερών σχέσεων από το 1923.
Στη συνέχεια, τον Οκτώβριο του 2019 λέγεται πως τα μέλη της αμερικανικής αντιπροσωπίας που συνόδευαν τον υπουργό Εξωτερικών Μάικ Πομπέο στην Αθήνα εξεπλάγησαν από την αξιολόγηση που έκανε ο Έλληνας πρωθυπουργός για τον Τούρκο πρόεδρο. Αν και ο κ. Μητσοτάκης κατήγγειλε τον τουρκικό εκβιασμό στο Μεταναστευτικό, φέρεται να χαρακτήρισε «ανασφαλή» τον κ. Ερντογάν και να μην εξέφρασε τόσο μεγάλη ανησυχία για επικείμενες απειλητικές κινήσεις του. Ίσως γι’ αυτό, έναν μήνα αργότερα, τα πράγματα έγιναν χειρότερα. Ο κ. Μητσοτάκης υποβάθμισε τις συγκεκριμένες πληροφορίες που υπήρχαν, από τις 5 Νοεμβρίου 2019, για την υπογραφή των τουρκολιβυκών μνημονίων.
Αντί να αναλάβει επείγουσες πρωτοβουλίες στον ΟΗΕ, στο ΝΑΤΟ, στην Ε.Ε. και στις ΗΠΑ, προτίμησε να περάσει ένα ιδιωτικό τριήμερο στο Λονδίνο (15-17 Νοεμβρίου), αδρανώντας διπλωματικά μέχρι την ανακοίνωση υπογραφής των Μνημονίων στις 27 Νοεμβρίου 2019.
Ακολούθησαν ορθοί χειρισμοί (γεγονότα του Έβρου τον Μάρτιο 2020), αλλά και μείζονες αστοχίες, με κορυφαία την άτυπη συμφωνία των διπλωματικών συμβούλων Ελένης Σουρανή και Ιμπραχίμ Καλίν στο Βερολίνο, τον Ιούλιο 2020, που δρομολόγησε ελληνοτουρκικό διάλογο, χωρίς εγγυήσεις συμμόρφωσης της Άγκυρας προς στοιχειώδεις αρχές του Διεθνούς Δικαίου.
Τον δε περασμένο Αύγουστο υπήρξε διάσταση απόψεων Μεγάρου Μαξίμου και υπουργείου Εξωτερικών για τον ακριβή χρόνο κοινοβουλευτικής κύρωσης της Συμφωνίας Ελλάδας-Αιγύπτου για μερική οριοθέτηση της ΑΟΖ. Έγκυρες πηγές βεβαιώνουν πως ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας και αργότερα, και η καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ επέκριναν την Αθήνα για υπονόμευση των πρωτοβουλιών τους, μέσω της κύρωσης, προκαλώντας προβληματισμό στο Μαξίμου.
Σταδιακά, ο κ. Μητσοτάκης άρχισε να τηρεί μεγαλύτερες αποστάσεις από τον κ. Δένδια, δηλώνοντας για την επανάληψη των διερευνητικών συνομιλιών, στα μέσα Οκτωβρίου 2020, ότι «αυτή τουλάχιστον είναι η διαβεβαίωση που είχα από τον υπουργό Εξωτερικών» και εκφράζοντας έκπληξη για τη νέα έξοδο του Oruc Reis. To τουρκικό ερευνητικό σκάφος παραβίασε την ελληνική υφαλοκρηπίδα και ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης έκανε δήλωση υποταγής για τα 6 ν.μ. Έτσι, η Αθήνα διολίσθησε (ύστερα από νέες επικοινωνίες Σουρανή – Καλίν) στην απώλεια του διπλωματικού όπλου της επιβολής κυρώσεων (ή, ακόμα και απειλής κυρώσεων) στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια της 11ης Δεκεμβρίου 2020 και 25ης Μαρτίου 2021.
Η εξέλιξη είναι γνωστή, καθώς -από τον Ιανουάριο μέχρι προχθές- υλοποιήθηκε η συμφωνία Σουρανή – Καλίν. Προέβλεπε, διαδοχικά, τις διερευνητικές, τις πολιτικές διαβουλεύσεις (σε επίπεδο γ.γ. των υπουργείων Εξωτερικών) και συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών με παράλληλη εξέταση στρατιωτικών μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης (ΜΟΕ). Ένα είδος ΜΟΕ συμφωνήθηκε στο ΝΑΤΟ με τη μελλοντική λειτουργία απευθείας γραμμής επικοινωνίας των κέντρων επιχειρήσεων των Γενικών Επιτελείων (με σημαντικές εκκρεμότητες να παραμένουν) εν αναμονή και πιθανών διμερών διευθετήσεων.
Τις τελευταίες εβδομάδες το πλήθος των ατυχών εξωτερικών επιλογών τροφοδοτεί και εσωτερικό πολιτικό άγχος στον κ. Μητσοτάκη μετά τη βαρύνουσα παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, ο οποίος υπενθύμισε ότι μοναδικό θέμα συζήτησης με την Τουρκία είναι η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ. Όχι, γενικά, οι «θαλάσσιες ζώνες», όπως ανεξήγητα επιμένει σε «στιλ Σημίτη» το Μαξίμου, εννοώντας το εύρος των χωρικών υδάτων και περιπλέκοντας ακόμη και τεχνικά ζητήματα, όπως το «κλείσιμο» των κόλπων, οι γραμμές βάσης κ.λπ.
Κάπου στη γωνία αναμένει (ή ανέμενε) τον κ. Μητσοτάκη και ο άλλος πρώην πρωθυπουργός της Κεντροδεξιάς, ο Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος θα χρειαστεί, προφανώς, να αναπροσαρμόσει την τακτική του. Οι επισημάνσεις του κ. Σαμαρά για τις διερευνητικές συνομιλίες με την Τουρκία καλύφθηκαν από τις πιο ουσιαστικές και δυναμικές δηλώσεις του κυρίου Καραμανλή, ενώ πια τις ξεπερνά η δημόσια αντιπαράθεση του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών με τον ομόλογό του Μεβλούτ Τσαβούσογλου.
Τώρα, είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κάποιος με τη γραμμή του κ. Δένδια, το καταλυτικό γεγονός είναι ότι πραγματοποίησε, σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση, διπλό άλμα.
Το πρώτο άλμα αφορά τις καθαυτές ελληνοτουρκικές σχέσεις, με την Αθήνα να δηλώνει ότι τάσσεται υπέρ του διαλόγου, υπό την προϋπόθεση σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας και την Άγκυρα να ζυγίζει τις επόμενες κινήσεις της, χωρίς να αποκλείεται επικίνδυνη κλιμάκωση μέσω γεωτρήσεων ή και στρατιωτικών κινήσεων. Το δεύτερο άλμα αφορά τις ενδοκυβερνητικές και ενδοκομματικές σχέσεις στη Ν.Δ. με την εδραίωση νέου κέντρου ισχύος υπό τον κ. Δένδια, που πλέον φέρει, θέλοντας και μη, τον τίτλο του «δελφίνου».
Ακριβώς σε αυτό το σημείο, στην ισορροπία μεταξύ του πρωθυπουργού και του υπουργού Εξωτερικών, θα κριθεί μεγάλο μέρος των πολιτικών και διπλωματικών εξελίξεων τις επόμενες εβδομάδες και μήνες. Το Μέγαρο Μαξίμου, που αυτοκαταστρέφεται με τη διαρκή εμμονή του στην επικοινωνιακή διάσταση αντί της ουσίας, «προδόθηκε» με τη βιαστική διαρροή στα μέσα ενημέρωσης ότι η στάση Δένδια ήταν προσυμφωνημένη με τον πρωθυπουργό.
Προς τι η υπόμνηση αυτονόητων πραγμάτων, αφού ήταν γνωστό ότι οι κ. Μητσοτάκης και Δένδιας είχαν συσκεφθεί πριν από τη μετάβαση του υπουργού Εξωτερικών στην Άγκυρα. Άλλωστε, αν υπήρχε διαφωνία για τα διαδραματισθέντα στην τουρκική πρωτεύουσα, ο υπουργός θα έπρεπε να έχει αποπεμφθεί αμέσως από τον πρωθυπουργό. Προφανέστατα, οι «Ηρακλείς του Στέμματος» της Ηρώδου Αττικού ανησύχησαν ότι ο υπουργός Εξωτερικών θα σαρώσει σε δημοτικότητα μέσα σε λίγες ώρες, όπως και συνέβη.
Στην Άγκυρα έκλεισε προχθές ένα μεγάλο κεφάλαιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Σίγουρα το μετεκλογικό από τον Ιούλιο του 2019 ή ίσως ένα ακόμα μεγαλύτερο από τον Νοέμβριο του 2002, όταν ο κ. Ερντογάν επισκέφθηκε πρώτη φορά την Αθήνα.
Τώρα, ο κ. Μητσοτάκης βρίσκεται ενώπιον της μεγάλης ευθύνης χάραξης μιας ανανεωμένης στρατηγικής και τακτικής. Με ειλικρινή διμερή διάλογο, διασφάλιση της ειρήνης και της ηρεμίας στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο και χωρίς μισόλογα ή υπαινιγμούς περί «θαλάσσιων ζωνών» και πολλών διμερών εκκρεμοτήτων.
Η κλεψύδρα αδειάζει
Αν ο κ. Μητσοτάκης δεν βιαστεί, όλοι -με πρώτες τις ξένες κυβερνήσεις- θα πιστεύουν ότι υφίσταται κυβερνητική διγλωσσία με διάσταση απόψεων μεταξύ πρωθυπουργού και υπουργού Εξωτερικών.
Όπως συνέβη μεταξύ Κωνσταντίνου Καραμανλή και Γεωργίου Μαύρου στο Κυπριακό το 1974 (με ευθύνη του δευτέρου) και μεταξύ Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και Αντώνη Σαμαρά στο Μακεδονικό το 1992 (με ευθύνη του πρώτου).
Ένα παρόμοιο λάθος από τον σημερινό πρωθυπουργό θα έχει πολλαπλάσιες συνέπειες και μέγιστο -δυσβάσταχτο ή αβάσταχτο- ιστορικό βάρος.
*Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη.