Η πολύπαθη, την τελευταία δεκαετία, λόγω των Μνημονίων και της πανδημίας, μεσαία τάξη, μοιάζει, πλέον, σαν περιζήτητη νύφη, της οποίας οι μνηστήρες, Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ, τής τάζουν… λαγούς με πετραχήλια, για να κερδίσουν την εύνοιά της!
- Του Πάνου Σώκου
Κι αυτό γιατί δεν κερδίζονται εκλογές αν δεν έχεις με το μέρος σου τη μεσαία τάξη. Κάτι ξέρει και ο ΣΥΡΙΖΑ επ’ αυτού! Και, φυσικά, συμβαίνει και το αντίστροφο: Κερδίζονται εκλογές αν έχεις με το μέρος σου τη μεσαία τάξη, έστω και με… ψεύτικες υποσχέσεις. Κάτι ξέρει και η Ν.Δ. επ’ αυτού! Μόνο που, για την ώρα, όλα όσα τής τάζουν δεν είναι ικανά να αναπληρώσουν όσα έχασε από το 2010 μέχρι σήμερα.
Η διαμάχη για το ποιος θα κερδίσει την εύνοια της μεσαίας τάξης είναι πολύ παλιά μεταξύ των κομμάτων που διεκδικούν διαχρονικά την εξουσία. Κι αυτό γιατί είναι το πολυπληθέστερο στρώμα της ελληνικής κοινωνίας. Από τον πόλεμο και μετά, έδινε αέρα νικητή σε όποιον την έπαιρνε με το μέρος του, ωστόσο καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος παίζει κυρίως μετά το 1980. Την περίοδο, δηλαδή, που έγινε γνωστή στο πολιτικό μας λεξιλόγιο ως «οι νοικοκυραίοι», όπως την αποκαλούσε η Ν.Δ., ή ως οι «μικρομεσαίοι», όπως την αποκαλούσε το ΠΑΣΟΚ.
Η μεσαία τάξη και ο «χορός» των δισεκατομμυρίων
Αυτή τη στιγμή, τα επιτελεία της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι επικεντρώνονται στη μεσαία τάξη και μοιράζουν -στα λόγια- δισεκατομμύρια ευρώ για τη χάρη της, με κοινό στόχο να την πείσουν -κάθε κόμμα για τον εαυτό του- ότι με τις προτάσεις τους όχι μόνο θα αποφευχθεί η εκ νέου φτωχοποίησή της, αλλά θα ανακάμψει πολύ γρήγορα, παίρνοντας πίσω περισσότερα απ’ όσα έχει χάσει στην εποχή των Μνημονίων και συνεχίζει να χάνει τώρα, στην εποχή της πανδημίας.
Στη διαμάχη των δύο κομμάτων, κυρίαρχη θέση έχουν οι απώλειες της μεσαίας τάξης στα χρόνια των κυβέρνησεών τους. Η Ν.Δ. υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ υπερφορολόγησε τη μεσαία τάξη. Ενδεικτικά αναφέρει ότι φόροι και εισφορές αυξήθηκαν ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα από το 39,8% του ΑΕΠ το 2015 στο 42,7% το 2018, ενώ με την κυβέρνηση Μητσοτάκη ήδη οι φόροι ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκαν το 2019 στο 41,9%, συνέχισαν να μειώνονται εν μέσω πανδημίας και θα συνεχίσουν να μειώνονται σταθερά.
Από τη μεριά του, ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., η μεγάλη απώλεια εισοδήματος της μεσαίας τάξης την περασμένη δεκαετία έγινε και επί κυβερνήσεων της Ν.Δ., καθώς το ετήσιο εισόδημα της μεσαίας τάξης μειώθηκε από το 2011 έως το 2015 από 5.258 έως 13.860 ευρώ, ενώ στα χρόνια της δικής του διακυβέρνησης αυξήθηκε από 520 έως 1.500 ευρώ. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί σήμερα τη Ν.Δ. ότι βλέπει την κρίση της πανδημίας ως ευκαιρία διάλυσης της μεσαίας τάξης.
Μέτρα 2,7 δισ. ευρώ από την κυβέρνηση
Πριν από δύο εβδομάδες, ο πρωθυπουργός, με τη φράση «είχα δεσμευτεί ότι θα επιστρέψω στη μεσαία τάξη αυτά που της πήρε ο ΣΥΡΙΖΑ, και τώρα η κυβέρνηση υλοποιεί αυτή την προεκλογική της δέσμευση», ανακοίνωσε τις εξής φορολογικές ελαφρύνσεις, που σε πρώτη φάση ανέρχονται στα 2,7 δισ. ευρώ για φέτος και για το 2022:
- Μείωση από φέτος και σε μόνιμη βάση για όλα τα φυσικά πρόσωπα τα οποία ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα της προκαταβολής φόρου από το 100% στο 55%.
- Μείωση σε μόνιμη βάση για τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες της προκαταβολής φόρου από το 100% στο 80% από το 2022.
- Μείωση σε μόνιμη βάση από το 2022 του συντελεστή φόρων όλων των νομικών προσώπων και όλων των νομικών οντοτήτων από το 24% στο 22%.
- Επέκταση της μείωσης κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες των ασφαλιστικών εισφορών των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα και για το 2022.
- Επέκταση της αναστολής της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα και για το έτος 2022.
Επίσης, η κυβέρνηση προχώρησε στη χορήγηση έκτακτου επιδόματος ίσου με το 7% του τζίρου των επιχειρήσεων που έχουν μείνει κλειστές, ενώ συνεχίζει την εφαρμογή των μη μόνιμων ακόμα μέτρων, όπως είναι η αναστολή της εισφοράς αλληλεγγύης.
Σύμφωνα με το οικονομικό επιτελείο, το δημοσιονομικό κόστος των τριών πρώτων μέτρων ανέρχεται σε περίπου 900 εκατομμύρια ευρώ για το 2021 και υπολογίζεται σε περίπου 200 εκατομμύρια ευρώ για καθένα από τα επόμενα χρόνια, ενώ το δημοσιονομικό κόστος των δύο τελευταίων μέτρων είναι περίπου 1,6 δισεκατομμύρια ευρώ για το 2022.
Οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ
Των εξαγγελιών του πρωθυπουργού είχαν προηγηθεί εκείνες του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Αλέξης Τσίπρας παρουσίασε πριν από τρεις εβδομάδες σχέδιο που δίνει έμφαση στη «μεσαία τάξη» και τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Τα κύρια σημεία του σχεδίου είναι:
- Ρύθμιση σε 120 δόσεις με κούρεμα έως 60% του χρέους της πανδημίας για τους δικαιούχους (πλήρης διαγραφή τόκων και προσαυξήσεων, διαγραφή μέρους βασικής οφειλής για συγκεκριμένες κατηγορίες χρεών, όπως φόρος εισοδήματος, τέλος επιτηδεύματος, ΕΝΦΙΑ, ασφαλιστικές εισφορές, αποπληρωμή της υπόλοιπης οφειλής σε έως 120 δόσεις).
- Μέτρα ρευστότητας σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις ύψους 5,7 δισ. ευρώ. Μεταξύ άλλων: κάλυψη τμήματος επιταγών / αγορών επιχειρήσεων μέσω κρατικού δανεισμού, μετατροπή του συνόλου της επιστρεπτέας προκαταβολής σε μη επιστρεπτέα, ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων μέσω αναπτυξιακής τράπεζας και τραπεζικού δανεισμού, ειδικός ακατάσχετος λογαριασμός για επιχειρήσεις – ελεύθερους επαγγελματίες, διαγραφή τέλους επιτηδεύματος τους μήνες αναστολής λειτουργίας της επιχείρησης, μείωση ΦΠΑ εστίασης στο 6%.
- Νέος πτωχευτικός κώδικας που θα αντικαταστήσει το πρόσφατο νομοθέτημα της Ν.Δ. και θα παρέχει προστασία της πρώτης κατοικίας.
«Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι αγρότες, δηλαδή η μεσαία τάξη, αυτή που χτυπήθηκε περισσότερο μέσα στην πανδημία και που, ενώ προεκλογικά έγινε σημαία ευκαιρίας, σήμερα για τον κ. Μητσοτάκη είναι η αόρατη τάξη. Το σχέδιό μας, λοιπόν, αφορά πρωτίστως τη μεσαία τάξη και τους νέους που αγωνιούν για το αύριο», είχε πει ο Αλέξης Τσίπρας.
Πώς ορίζεται και πόσους «χωρά» η μεσαία τάξη
Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, δεν υπάρχει μόνο ένας επιστημονικός ορισμός της μεσαίας τάξης ή, τουλάχιστον, δεν είναι σαφής. Αν ο ορισμός γίνει με βάση τα επαγγέλματα ή τη θέση στην παραγωγή, ως «μεσαία τάξη» ουσιαστικά εννοούμε διαχρονικά τους εμπόρους και εν γένει τους μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες, τους μισθωτούς υπαλλήλους του Δημοσίου ή τα ανώτερα στελέχη του ιδιωτικού τομέα, τους επιστήμονες καριέρας, τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Όμως, τα τελευταία χρόνια, με την οικονομική κρίση έχει σχεδόν καθιερωθεί κάθε νοικοκυριό που έχει κάποια στοιχειώδη εισοδήματα και δεν είναι κοινωνικά περιθωριοποιημένο να θεωρείται ότι ανήκει στη μεσαία τάξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, σχετικά πρόσφατα επικαλέστηκε έρευνα του ΟΟΣΑ για να προσδιορίσει τη μεσαία τάξη. Σύμφωνα με αυτήν, ως μεσαία τάξη χαρακτηρίζονται τα νοικοκυριά με ένα άτομο που εισοδηματικά κινούνται μεταξύ 6.294 και 16.783 ευρώ, με δύο άτομα μεταξύ 8.901 και 23.735 ευρώ και με τρία άτομα μεταξύ 10.901 και 29.069 ευρώ.
(Αν όμως μεσαία τάξη είναι όποιος έχει ετήσιο εισόδημα 6.294 ευρώ, δηλαδή 500 ευρώ τον μήνα, τότε ο φτωχός ποιος είναι; Η προσέγγιση του ΟΟΣΑ, αφενός μεν, δείχνει πόσο η κρίση επηρέασε τα εισοδήματα προς τα κάτω και επομένως διεύρυνε τον πληθυσμό της μεσαίας τάξης, αφετέρου δε εξυπηρετεί μόνο την εκάστοτε κυβέρνηση που θέλει χαμηλά τον πήχη, για να επιστρέφει «ψίχουλα» σε σχέση με όσα έχει αρπάξει από αυτήν όλα αυτά τα χρόνια!)
Τον ορισμό που επικαλέστηκε ο κ. Σταϊκούρας δεν τον αποδέχεται ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως έχει δηλώσει ο κ. Τσακαλώτος. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης φαίνεται ότι προκρίνει την άποψη πως η ταξική ένταξη προσδιορίζεται κυρίως με βάση τη θέση στην παραγωγή, οπότε, σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό, μεσαία τάξη είναι οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι αυτοαπασχολούμενοι, μέρος των μισθωτών, οι ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων, καθώς και μέρος των αγροτών.
Παραπλήσια εισοδηματική προσέγγιση με τον ΟΟΣΑ για το ποια είναι σήμερα η μεσαία τάξη έχει και ο ΣΕΒ. Σε ένα από τα μηνιαία οικονομικά του δελτία, τον Φεβρουάριο του 2020, αφού σημειώνει ότι «στη συλλογική συνείδηση των Ελλήνων, στη μεσαία τάξη ανήκουν τα ευκατάστατα νοικοκυριά, όσοι δηλαδή έχουν σχετικά σταθερή απασχόληση, σχετικά αξιοπρεπείς αμοιβές, τη δυνατότητα να αποκτήσουν σπίτι, αυτοκίνητο, εξοχικό, κοκ», υπολογίζει ότι στη μεσαία τάξη ανήκει το 54% των Ελλήνων (στοιχεία 2018), με εισόδημα από 14.700 έως 39.300 ευρώ, για νοικοκυριό δύο ενηλίκων με δύο παιδιά. Με το ίδιο κριτήριο, το 24% των νοικοκυριών ανήκει στη χαμηλή εισοδηματική τάξη και το υπόλοιπο τμήμα του πληθυσμού κατατάσσεται στην ανώτερη εισοδηματικά τάξη.
Στην ίδια μελέτη, που στηρίζεται σε στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., ο ΣΕΒ αναφέρει ότι η μεσαία τάξη είναι φτωχότερη κατά πάνω από 30% σε σύγκριση με την προμνημονιακή περίοδο, είναι υπερφορολογημένη, καθώς καταβάλλει πλέον το 51% των φόρων και εισφορών, ενώ το 2007, αντιπροσωπεύοντας 48% των νοικοκυριών, κατέβαλε μόνο το 37,5% των φόρων και εισφορών, και επίσης ήταν διογκωμένη ως μέγεθος στο σύνολο του πληθυσμού, καθώς μετακινήθηκαν σε αυτήν πιο εύπορες κατά το παρελθόν εισοδηματικές κατηγορίες.
Το αριστερό… ξεζούμισμα του 2015 – 2019
Η απώλεια της μεσαίας τάξης έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ήττα του ΣΥΡΙΖΑ το 2019, καθώς κυριάρχησε η θέση ότι την υπερφορολόγησε, μια κατάσταση που εκμεταλλεύτηκε η Ν.Δ., η οποία υποσχέθηκε φοροελαφρύνσεις. Το παραδέχθηκε και ο Αλέξης Τσίπρας σε δηλώσεις του: «Είναι αλήθεια ότι πήραμε μέτρα που επιβάρυναν υπερβολικά τη μεσαία τάξη, κυρίως τους επιστήμονες, τους ελεύθερους επαγγελματίες…».
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, ωστόσο, έχει δηλώσει ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έριξε στα πρώτα χρόνια το βάρος όχι στη μεσαία τάξη, αλλά στους φτωχότερους, λόγω της ανθρωπιστικής κρίσης που έπρεπε να διαχειριστεί. Ο ίδιος, όμως, έχει υποστηρίξει ότι, παρ’ όλα αυτά, η μεσαία τάξη στο τέλος, επί ΣΥΡΙΖΑ, βελτίωσε έστω και λίγο τη θέση της σχετικά με την περίοδο 2010-2015, που είχε τις μεγαλύτερες απώλειες.
Ο Παύλος Πολάκης έχει πει ότι «τις εκλογές τις χάσαμε γιατί, μετά που βγήκαμε από τα Μνημόνια, δεν ανακουφίσαμε στρώματα τα οποία σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος. Εμείς πη****με στη φορολογία και στο Ασφαλιστικό το ανώτερο 20% των μεσαίων στρωμάτων, το οποίο όμως έχει μεγάλη κοινωνική αναγνωρισιμότητα, και από εκεί χάσαμε».
Ψυχρολουσία από τα Ellinika Hoaxes
Με έκπληξη και απορία είδαν στο Μέγαρο Μαξίμου πριν από μερικές ημέρες ότι τα Ellinika Hoaxes διέψευσαν δήλωση του πρωθυπουργού το Μεγάλο Σάββατο ότι «περισσότεροι από 3.000.000 πολίτες έχουν ήδη κάνει την πρώτη ή και τη δεύτερη δόση του εμβολίου έναντι του Covid-19».
«Αυτός ο ισχυρισμός είναι ψευδής και καταρρίπτεται», ανέφεραν σε δημοσίευμά τους και εξηγούσαν ότι μέχρι την 1η Μαΐου, που έγιναν οι δηλώσεις του πρωθυπουργού, είχαν πραγματοποιηθεί 3.115.339 εμβολιασμοί. Ωστόσο, όπως υπογράμμιζαν, ο αριθμός των ανθρώπων που είχαν λάβει τουλάχιστον μία δόση εμβολίου κατά του Covid-19 ανερχόταν στους 2.170.847 και 944.481 είχαν λάβει και τη δεύτερη δόση.
Θυμίζουμε ότι, λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές του 2019, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε πει στον Γρηγόρη Αρναούτογλου στον ΑΝΤ1 ότι χαίρεται που υπάρχουν «ανεξάρτητοι μηχανισμοί διασταύρωσης» για το τι ισχύει και τι όχι, καθώς, όπως είχε τονίσει, ο ΣΥΡΙΖΑ διακινεί για τον ίδιο πράγματα που δεν έχει πει… Τότε, ούτε που φανταζόταν ότι αυτός ο μηχανισμός θα εξέθετε και τον ίδιο για διασπορά ψευδών ειδήσεων!