Η «δημοσιονομική προσαρμογή» στη μετά την πανδημία εποχή αποτελεί τον νέο πονοκέφαλο της κυβέρνησης και ειδικότερα του οικονομικού επιτελείου της.
- Του Ανδρέα Καψαμπέλη
Ακόμα μεγαλύτερος όμως είναι ο εφιάλτης που διαφαίνεται και ακούει στις λέξεις «φόρος περιουσίας», ο οποίος -με γερμανική συνταγή- έρχεται και στην Ελλάδα…
Η συζήτηση εντός των κυβερνητικών τειχών έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετό διάστημα, της έδωσε όμως και δημόσιο χαρακτήρα πλέον ο Άδωνις Γεωργιάδης. Συνεχίζοντας τις κυβιστήσεις, ο υπουργός Ανάπτυξης αυτή τη φορά παραδέχτηκε ότι το περίφημο «μαξιλάρι» των 37 δισ. ευρώ, που άφησε η προηγούμενη κυβέρνηση, παραμένει στη θέση του. «Δεν έχουμε πειράξει το ‘μαξιλάρι’ του κ. Τσίπρα. Γι’ αυτό και τα ταμειακά διαθέσιμα παραμένουν περίπου τα ίδια» είπε χαρακτηριστικά, προκαλώντας αίσθηση, δεδομένου ότι κατά διαστήματα έχουν υποστηριχθεί διάφορες εκδοχές από κυβερνητικά στελέχη. Ακόμα και πηγές του υπουργείου Οικονομικών έλεγαν παλαιότερα ότι ένα τμήμα του αποθέματος αυτού είχε χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση των μέτρων στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων λόγω της πανδημίας.
Ανεξάρτητα από τις πολιτικές και τις επικοινωνιακές σκοπιμότητες των διαξιφισμών αυτών, πάντως, και από τον τρόπο χρήσης του «μαξιλαριού», η ουσία δεν αλλάζει, και αυτή είναι ότι το χρήμα που διοχετεύεται στην αγορά και την κοινωνία, τουλάχιστον κατά τον τελευταίο χρόνο, προέρχεται κατά κύριο λόγο από εξωτερικό δανεισμό. Αυτό αποτυπώνεται ανάγλυφα άλλωστε και στα επίσημα στοιχεία που καταγράφουν την ανάλογη αύξηση του δημόσιου χρέους της χώρας.
Ο όρος «δημοσιονομική προσαρμογή», έχοντας αρνητική φόρτιση τις τελευταίες δεκαετίες και ιδιαίτερα μετά το 2010, αποφεύγεται να χρησιμοποιηθεί, αλλά ήδη βρίσκεται στο τραπέζι. Και ενώ η κυβέρνηση -εξαιτίας και των δικών της χειρισμών στην πανδημία, με τα παρατεταμένα lockdowns και τα σκληρά περιοριστικά μέτρα- αναγκάζεται να προσφέρει ενισχύσεις και επιδόματα (κατά τους επικριτές της, μάλιστα, με το σταγονόμετρο), όλα δείχνουν ότι η ώρα του λογαριασμού πλησιάζει.
Στην παρούσα φάση, η πολιτική και επικοινωνιακή ευδαιμονία συντηρείται λόγω των δημοσκοπήσεων, αλλά κυρίως λόγω της δημοσιονομικής χαλάρωσης που επιτρέπει στα κράτη-μέλη της η Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι πληροφορίες, όμως, αναφέρουν ότι σταδιακά (και κάπως… ανεπίσημα) αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση και μετά το καλοκαίρι, θα γίνουν πιο αισθητά τα πρώτα μηνύματα για «συμμάζεμα» της κατάστασης.
Προς την κατεύθυνση αυτή θεωρείται και το πρόσφατο «καμπανάκι» του οίκου Moody’s, που απέφυγε να επαναξιολογήσει τη θέση της Ελλάδας, τονίζοντας την ανάγκη για «περαιτέρω πρόοδο στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», ώστε να αποδώσουν «απτά αποτελέσματα». Επίσης, μιλώντας προ ημερών στο Φόρουμ των Δελφών ο (οιωνεί τοποτηρητής των δανειστών στη χώρα μας) διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας απέκλεισε μεν την πιθανότητα ενός νέου γύρου πιέσεων για λιτότητα στην Ελλάδα μετά την πανδημία, αλλά ταυτόχρονα διεμήνυσε ότι «πρέπει να επανέλθουμε σε πλεονάσματα, αλλά μετριοπαθή».
Και ενώ για το 2020 το έλλειμμα εκτινάχτηκε σε επίπεδα που παραπέμπουν στην προ της εισόδου στο πρώτο Μνημόνιο περίοδο, για την τρέχουσα χρονιά αναμένεται να παραμείνει γύρω στο 10%, αλλά θα πρέπει να γνωρίσει σημαντική αποκλιμάκωση εντός του 2022. Ακόμη κι αν οι δημοσιονομικοί κανόνες δεν ισχύσουν και για την επόμενη χρονιά, όπως έχει συμφωνηθεί, η χώρα θα χρειαστεί να καλύψει μέσα σε μια διετία περίπου 10 μονάδες από το έλλειμμα για να μπορέσει να δρομολογήσει την επάνοδο έστω και σε «μετριοπαθή» πλεονάσματα. Θέλοντας μάλιστα να δείξει την προσήλωσή της στον στόχο αυτόν, η κυβέρνηση ετοιμάζεται, κατά πληροφορίες, να στείλει στις Βρυξέλλες Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής για την περίοδο 2022-2025, που θα περιγράφει μια προσαρμογή της τάξης του 11% κι αυτή χωρίς νέα μέτρα λιτότητας. Αν επιτευχθεί κάτι τέτοιο, όπως παρατηρούν οι ειδικοί, θα πρόκειται για πραγματικό επίτευγμα…
Προς το παρόν, δεν φαίνεται να υπάρχει ένα συγκροτημένο σχέδιο για την επόμενη ημέρα. Ο κ. Μητσοτάκης λειτουργεί, όπως σχολιάζουν σκωπτικά ορισμένοι, ως «νέος Κέινς», αντικαθιστώντας τις απώλειες της πανδημίας με οικονομικά βοηθήματα αποκλειστικά καταναλωτικού σκοπού. Αυτό επιτρέπει στην κοινωνία να μη δυσανασχετεί ιδιαιτέρως και να προσαρμόζεται σε μια υποχρεωτική κατάσταση, αλλά οι συνθήκες και οι δεσμεύσεις είναι πολύ διαφορετικές από τη δεκαετία του 1930.
Αν και χρονικά είναι ακόμη σχετικά νωρίς, η κατάρτιση του επόμενου Προϋπολογισμού τείνει να εξελιχθεί σε δύσκολη σπαζοκεφαλιά. Και από τη μια υπάρχουν μεν οι νεοφιλελεύθεροι, όπως ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης, που δηλώνουν κυνικά πως «ό,τι δίνουμε τώρα θα το πάρουμε πίσω με φόρους», αλλά υπάρχουν κι αυτοί που αντιμετωπίζουν με προβληματισμό την κατάσταση και ομολογούν ότι «βαδίζουμε βλέποντας και κάνοντας».
Η κυβέρνηση επιχειρεί να ισορροπήσει όλες αυτές τις ανησυχίες με το Ταμείο Ανάκαμψης και τα 32 δισ. ευρώ, με τα οποία ελπίζει ότι θα δοθεί ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα και την ανάπτυξη, επηρεάζοντας θετικά το τοπίο. Ο ισοσκελισμός του Προϋπολογισμού δεν βρίσκεται όμως σε απόλυτη συνάρτηση με αυτά και για αυτό το ζητούμενο είναι ποιο μείγμα οικονομικής πολιτικής θα διαμορφωθεί για την επόμενη κρίσιμη χρονιά.
Κατά τις πληροφορίες, επιδίωξη είναι το βάρος να πέσει στην περικοπή των δημόσιων επενδύσεων για να μη χρειαστεί να υπάρξει αύξηση της φορολογίας. Κάτι τέτοιο θα είναι δυσβάσταχτο πολιτικά και κοινωνικά για την κυβέρνηση, όταν έχει ήδη δεσμευτεί για πρόγραμμα μείωσης των φόρων. Αυτό που πάντως αναμένεται να συμβεί είναι, σε πρώτο στάδιο, να «παγώσουν» κι άλλο οι φοροελαφρύνσεις, οι οποίες είχαν εξαγγελθεί και τελικά δεν προχώρησαν. Από την άλλη πλευρά, κάποιες παρεμβάσεις θεωρούνται -με τη μορφή νέων «μεταρρυθμίσεων»- αναπόφευκτες για να μπορέσουν να «βγουν» οι αριθμοί.
Θα συνδυαστεί με την «αντικατάσταση» του ΕΝΦΙΑ
Το παρήγορο είναι ότι η εκκρεμότητα των γερμανικών εκλογών δίνει ένα ακόμη περιθώριο χρόνου, πριν γίνουν ξανά πιο συστηματικές οι πιέσεις των πάλαι ποτέ επίσημων δανειστών για την «προσαρμογή». Καθώς μάλιστα η νέα γερμανική κυβέρνηση δεν αναμένεται να σχηματιστεί πριν από το τέλος του έτους -λόγω της πολυπλοκότητας που αναμένεται με το εκλογικό αποτέλεσμα στα τέλη Σεπτεμβρίου-, η κυρία Μέρκελ θα συνεχίσει να είναι καγκελάριος για ένα διάστημα και οι εξελίξεις θα έχουν μια σχετική χρονική μετάθεση προς τα πίσω.
Πάντως, φαίνεται σίγουρο ότι στη νέα κυβέρνηση θα μετέχουν πλέον και οι Πράσινοι, συστατικό του οικονομικού προγράμματος των οποίων είναι η επιβολή «φόρου περιουσίας».
Μια συζήτηση που αναμένεται να πάρει και πανευρωπαϊκή διάσταση μετά την πανδημία, ενώ στην Ελλάδα αυτό θα συνδυαστεί με την «αντικατάσταση» του ΕΝΦΙΑ και τη φορολόγηση με βάση το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας, υπό το πρόσχημα ότι είναι και κοινωνικά πιο δίκαιο.
Άλλωστε, εν υπνώσει βρίσκεται από την εποχή των Μνημονίων και το περιουσιολόγιο για τους πάντες…