Έντονο προβληματισμό και πυκνές υπόγειες διεργασίες προκαλεί το σκηνικό σοβαρής φθοράς που αρχίζει να διαμορφώνεται για τη Νέα Δημοκρατία, με τις ρωγμές -ολοένα και μεγαλύτερες πλέον- που καταγράφονται το τελευταίο διάστημα στην εικόνα της κυβέρνησης, να απειλούν, μάλιστα, εξαιτίας των χειρισμών που κάνει σε κεντρικό επίπεδο ο Κυριάκος Μητσοτάκης, να δημιουργήσουν στρατηγικό πρόβλημα στην Κεντροδεξιά και να φέρουν τάχιστα -έστω κι από το… παράθυρο του εκλογικού νόμου- στην εξουσία μια συμμαχία, λιγότερο ή περισσότερο ετερόκλητη, της Κεντροαριστεράς με την Αριστερά.
- Από τον
Ανδρέα Καψαμπέλη
Αυτό, κατά τους ερευνητές της κοινής γνώμης και τους γνωρίζοντες τα μυστικά του εκλογικού συστήματος, δεν είναι πια ένα θεωρητικό ή απομακρυσμένο ενδεχόμενο, αλλά μια προοπτική η οποία φαίνεται ότι μπορεί να πάρει σάρκα και οστά πολύ γρήγορα. Σε κάθε περίπτωση, οι σχετικές ζυμώσεις δρομολογούνται ήδη στο παρασκήνιο με φόντο τη συνεχή πολιτική αποδυνάμωση του κ. Μητσοτάκη και, όπως αναφέρουν πληροφορίες, λειτουργούν, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, οι σχετικοί δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ ηγετικών παραγόντων του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΙΝ.ΑΛ. και του ΜέΡΑ25 σε πρώτη φάση.
Μια κορυφή του παγόβουνου αυτών των επαφών αποτελεί η νέα τακτική του Αλέξη Τσίπρα να μιλά για «προοδευτική κυβέρνηση» και να διεκδικεί για το κόμμα του νίκη «έστω και με μία ψήφο διαφορά», ώστε το σενάριο της επόμενης ημέρας, εκτός από την αριθμητική, να διαθέτει και την πολιτική νομιμοποίηση. Επίσης, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι στις συζητήσεις που γίνονται θεωρείται βέβαιο ότι -εν όψει μιας τέτοιας προοπτικής για την «ανατροπή» της σημερινής κυβέρνησης, όταν φτάσει η ώρα των εκλογών- ο κ. Τσίπρας θα δεχτεί για τη θέση του πρωθυπουργού ένα άλλο πρόσωπο «κοινής αποδοχής».
Μετεκλογικά σενάρια
Το ιδιόρρυθμο της συγκυρίας έχει να κάνει με το ισχυρό προβάδισμα που εξακολουθεί να διατηρεί η Ν.Δ. στις δημοσκοπήσεις από τον ΣΥΡΙΖΑ, παρά τη μείωση και των δικών της ποσοστών. Αυτό όμως τείνει να μεταβληθεί σε μια εικονική πραγματικότητα, αν ληφθεί υπόψη ότι οι επόμενες εκλογές, όποτε κι αν αυτές γίνουν, θα διεξαχθούν υποχρεωτικά με την απλή αναλογική, η οποία ψηφίστηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση.
Για πρώτη φορά στα μεταπολιτευτικά χρονικά η αναμέτρηση που έρχεται δεν θα έχει τα παραδοσιακά γνωρίσματα είτε της πρωτιάς είτε της διαφοράς μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων. Θα παίξουν ρόλο κι άλλοι παράγοντες και ένας από τους βασικότερους είναι το ποσοστό που θα έχει το πρώτο κόμμα. Από αυτό εν πολλοίς θα κριθεί και εάν θα έχει τη δυνατότητα όχι μόνο να σχηματίσει, αλλά και να μετέχει στην κυβέρνηση.
Από πρακτικής πλευράς, ανάλογα με τον αριθμό των κομμάτων που θα μπουν στη Βουλή, καθώς και το πόσα και με ποιο αθροιστικό ποσοστό θα μείνουν εκτός, η «κόκκινη γραμμή» αυτή τη στιγμή για τη Ν.Δ. υπολογίζεται στα επίπεδα του 32%-34%, εάν όχι και κάπως υψηλότερα.
Μόνο εάν η δύναμη της Ν.Δ. στην κάλπη κυμανθεί στα όρια αυτά, και πάντως όχι χαμηλότερα, ο κ. Μητσοτάκης θα μπορεί να μπλοκάρει τον σχηματισμό κυβέρνησης από τουλάχιστον τα άλλα τρία κόμματα της σημερινής αντιπολίτευσης και ανάλογα με τις συνθήκες να επιβάλει δεύτερες κάλπες, οι οποίες θα γίνουν με βάση τον νέο τροποποιημένο νόμο που ψηφίστηκε μετά τις εκλογές του 2019. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν, δηλαδή, η Ν.Δ. είναι πρώτο κόμμα αλλά με μειωμένες επιδόσεις, θα ανοίξει αυτόματα ο δρόμος για να σχηματιστεί αριθμητικά πλειοψηφία 151 βουλευτών από τις τρεις άλλες πολιτικές δυνάμεις.
Το τοπίο, μάλιστα, μπορεί να γίνει ακόμη πιο χαοτικό, εάν αναπτυχθούν περαιτέρω οι φυγόκεντρες τάσεις στο εκλογικό σώμα, μπουν κι άλλα -είτε από τα υπάρχοντα είτε νέα- κόμματα στη νέα Βουλή και πιεστούν κι άλλο προς τα κάτω τα ποσοστά των μεγαλυτέρων χάριν των μικρότερων πολιτικών δυνάμεων.
Επίσης, θεωρείται λίαν πιθανό, εάν στις εκλογές κυριαρχήσει το αρνητικό για τον κ. Μητσοτάκη διακύβευμα -και το αίτημα «να φύγει» από την εξουσία αποδειχθεί ισχυρότερο από όποια εναλλακτική λύση-, να διευρυνθούν οι ετερόκλητες συνεργασίες της επόμενης ημέρας και να ξεπεραστούν τα υφιστάμενα κομματικά σύνορα. Ρόλο θα παίξουν, από την άλλη πλευρά, βεβαίως, και οι εξελίξεις που θα μεσολαβήσουν στο θέμα της ηγεσίας στο Κίνημα Αλλαγής, εν όψει του συνεδρίου του.
Σε πτωτική τροχιά η ΝΔ
Τα αριθμητικά δεδομένα βρίσκονται στο μικροσκόπιο των κομματικών επιτελείων και των επικοινωνιακών συμβούλων. Γι’ αυτό και στο Μέγαρο Μαξίμου επικρατούν εκνευρισμός και αγωνία που φτάνει στα όρια της αποσταθεροποίησης, για όσους αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα και μπορούν να μετρούν τα μεγέθη.
Ήδη οι επικεφαλής των εταιριών δημοσκοπήσεων οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι -ανεξάρτητα από τις επιμέρους διακυμάνσεις- για το κυβερνών κόμμα η τροχιά θα είναι, πλέον, πτωτική. Το ζητούμενο είναι με ποιον ρυθμό θα εξελιχθεί και εάν, στην καλύτερη περίπτωση, θα μπορέσει να υπάρξει μια σταθεροποίηση στα σημερινά επίπεδα.
Οι υπεραισιόδοξοι του κυβερνητικού επιτελείου πιστεύουν, βέβαια, ότι θα έρθει πολιτική και δημοσκοπική ανάκαμψη, αν και στον ορίζοντα φαίνονται μάλλον δυσκολότερες καταστάσεις σε όλα σχεδόν τα κρίσιμα μέτωπα. Και μόνο το γεγονός ότι ο Σεπτέμβριος μπήκε με εντάσεις λόγω της υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών και των αναστολών εργασίας στους υγειονομικούς, ενώ προηγήθηκε το πρωτοφανές φιάσκο του ανασχηματισμού με τη (μη) υπουργοποίηση του κ. Αποστολάκη, οδηγεί στην εκτίμηση ότι οι δείκτες των μετρήσεων θα παρουσιάσουν κι άλλη κάμψη τους επόμενους μήνες.
Και αν το 32%-34% είναι το όριο της πολιτικής και κυβερνητικής επιβίωσης, το 30% θεωρείται το ψυχολογικό φράγμα, κάτω από το οποίο το ήδη κλονισμένο ηθικό στους κόλπους των στελεχών και οπαδών της Ν.Δ. κινδυνεύει να γίνει κυριολεκτικά σμπαράλια.
Σημασία έχει, άλλωστε, και το γεγονός ότι η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη διανύει ήδη το τρίτο έτος της θητείας της και επομένως ο χρόνος -που στην πολιτική μετριέται συχνά αλλιώς- κυλά ήδη αντίστροφα, ενώ κατά τις πληροφορίες πυκνώνουν και οι εισηγήσεις να μην υπάρξει πλέον επιμονή για την εξάντληση της τετραετίας. Έτσι, εκ των πραγμάτων το 2022 -είτε για την άνοιξη είτε για το φθινόπωρο- τείνει να πάρει από τώρα τον χαρακτήρα εκλογικής χρονιάς.
Επί του παρόντος, όλο αυτό το σκηνικό εντείνει την εικόνα αποδυνάμωσης του κ. Μητσοτάκη, ο οποίος μέχρι πρότινος έδειχνε πολιτικά κυρίαρχος και πρωθυπουργός με «ορίζοντα οκταετίας», έχοντας έτσι και τη δυνατότητα να λαμβάνει σε όλα τα πεδία αποφάσεις και να καθορίζει εξελίξεις χωρίς να αμφισβητούνται οι επιλογές του. Μένει να φανεί εάν η εικόνα αυτή θα θολώσει κι άλλο, επιταχύνοντας τις διεργασίες, ή τα πράγματα θα εξελιχθούν με πιο αργό ρυθμό και περισσότερο παρασκήνιο.