Ο Ελληνισμός υποχωρεί στην περιοχή επειδή έχει ανάξιες ηγεσίες, που δεν απαντούν στις προκλήσεις και τις επιθέσεις των αντιπάλων μας, και δεν εργάζονται για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των καιρών.
Τούτη η διαπίστωση προκύπτει και από τη μαύρη επέτειο της συμπλήρωσης 66 ετών από την έναρξη του πογκρόμ εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης από τα στίφη των εξαγριωμένων Τούρκων.
Το βράδυ της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 ξεκίνησαν οι διωγμοί των Τούρκων εναντίον της ελληνικής κοινότητας της Πόλης. Η αφορμή ήταν η δημοσιοποίηση της είδησης ότι έγινε βομβιστική επίθεση στο υποτιθέμενο πατρικό σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη – κάτι που, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, ήταν μια σκηνοθετημένη προβοκάτσια, την οποία σχεδίασαν οι μυστικές υπηρεσίες της Τουρκίας.
Οι καταστροφές των περιουσιών, οι βιαιοπραγίες, οι βανδαλισμοί και οι ιερόσυλες επιθέσεις Τούρκων φονιάδων και κατσαπλιάδων σε χριστιανικές εκκλησίες και σε ελληνικά νεκροταφεία θύμισαν σε πολλούς το κλίμα της περιόδου της Μικρασιατικής Καταστροφής, αλλά και εκείνο του 1821, όταν οι ελληνικές κοινότητες υπέστησαν τα πάνδεινα από τους Τούρκους δυνάστες μόλις μαθεύτηκε το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης.
Η μηδενική αντίδραση στις τουρκικές αθλιότητες είναι πάγιο χαρακτηριστικό γνώρισμα των ελληνικών κυβερνήσεων.
Το 1974 είχαμε δύο επιχειρήσεις «Αττίλας» στην Κύπρο και οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν κήρυξαν τον πόλεμο στην Τουρκία. Το 1996, η κυβέρνηση Σημίτη όχι μόνο δεν απάντησε στην αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας, αλλά υπέστειλε και την ελληνική σημαία στα Ίμια, γνωρίζοντας μάλιστα ότι έχουν σκοτωθεί εν ώρα εκτέλεσης του καθήκοντος τρεις ηρωικοί αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού μας.
Κοιτάζοντας την Ιστορία αντικειμενικά, χωρίς φορτίσεις και κομματικά γυαλιά, μπορεί κάποιος να διαπιστώσει ότι η Τουρκία προελαύνει επειδή οι ελληνικές ηγεσίες τής προσφέρουν και χώρο και χρόνο.
Η αδράνεια, η σιωπή, ο φόβος και η αίσθηση της ανημπόριας από την πλευρά της δικής μας πολιτικής «ελίτ» είναι οι καλύτεροι σύμμαχοι της Τουρκίας. Η φυγομαχία ταΐζει το θηρίο της επεκτατικότητας της γείτονος, η οποία δεν πρόκειται να σταματήσει να επιδιώκει να μεγαλώνει σε βάρος μας.