«Παραμένει ανοικτό το ζήτημα της επανόρθωσης των οφειλών από την Γερμανία προς την Ελλάδα – αγώνας ο οποίος θα πρέπει κάποτε να βρει τη δικαίωση του»! Αυτή ήταν η ελλιπής, θλιβερή, φοβική αναφορά της προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου κατά την αντιφώνησή της όταν ανακηρύχθηκε επίτιμη δημότης Βιάννου. Αυτό του εμβληματικού τόπο μαρτυρίου των Ελλήνων από τους Γερμανούς, το μεγαλύτερο ολοκαύτωμα σε ελληνικό έδαφος επί κατοχής μετά τα Καλάβρυτα.
Τι φοβήθηκε στα αλήθεια η πρόεδρος; Μην την κακολογήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης; Μην την κακολογήσει ο Γερμανός πρέσβης; Μη την κακολογήσει η Siemens;
Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, όπου η πρόεδρος είχε την ευκαιρία – έστω και υποκριτικά εάν δεν το πιστεύει – να υπηρετήσει τους διαχρονικούς στόχους του έθνους έστω και λεκτικά, δεν το έκανε. Με περισσότερη «θέρμη» είχε υπερασπιστεί τα «δικαιώματα του κατηγορουμένου», όταν ξέσπασε η υπόθεση Λιγνάδη.
Δεν τόλμησε δυστυχώς η πρόεδρος, παρά το γεγονός ότι ο προκάτοχός της Προκόπης Παυλόπουλος, είχε ανοίξει διάπλατα τον δρόμο για την διεκδίκηση των γερμανικών επανορθώσεων, αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου.
Είχε πει συγκεκριμένα στον ίδιο τόπο μαρτυρίου, για το ίδιο θέμα:
«Μέσα σε αυτό το πλαίσιο Ιερής Μνήμης -και μακριά από κάθε λογική αντεκδίκησης, που είναι παντελώς ξένη σ’ εμάς τους Έλληνες- εντάσσουμε και τις έναντι της Γερμανίας νόμιμες αξιώσεις μας για το κατοχικό δάνειο και τις εν γένει αποζημιώσεις της γερμανικής ναζιστικής κατοχής: Όπως έχω επανειλλημένως τονίσει, οι ως άνω αξιώσεις μας είναι πάντα νομικώς ενεργές –πράγμα που σημαίνει ότι δεν τίθεται κανένα θέμα παραγραφής- και δικαστικώς επιδιώξιμες. Και ο κοινός μας Ευρωπαϊκός Νομικός Πολιτισμός επιβάλλει την σχετική απόφαση να την λάβει αρμόδιο Δικαστικό Forum, με βάση το σύνολο του εφαρμοζόμενου εν προκειμένω Διεθνούς Δικαίου. Η θέση αυτή είναι, πλέον, κυριολεκτικώς Εθνική και, κατά συνέπεια, αδιαπραγμάτευτη».
Μία σύγκριση στις δύο τοποθετήσεις, προκαλεί μόνο θλίψη.
(Φωτό αρχείου)