Κυκλοφορούσε επί μέρες ως πληροφορία και επιβεβαιώθηκε την Παρασκευή το απόγευμα: Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν προτείνει για τη θέση του πρέσβη στην Αθήνα τον Ελληνοαμερικανό επιχειρηματία Τζορτζ Τζέιμς Τσούνη. Η υποψηφιότητά του όμως πρέπει να εγκριθεί κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας από την Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, στην οποία προεδρεύει ο γερουσιαστής Ρόμπερτ Μενέντεζ. Οσο και αν αυτή η διαδικασία φαίνεται τυπική για τον κ. Τσούνη, θα είναι μάλλον ένας… εφιάλτης!
Και αυτό επειδή είχε επιχειρηθεί και στο παρελθόν να τοποθετηθεί ως πρέσβης, αλλά η
Γερουσία τον έκοψε με συνοπτικές διαδικασίες ως ανεπαρκή! Ηταν το 2018, όταν τον πρότεινε ο πρόεδρος Ομπαμα για πρέσβη στη Νορβηγία. Ομως, ο αδιάβαστος κ. Τσούνης εμφανίστηκε στη Γερουσία και όταν ρωτήθηκε σχετικά, δεν γνώριζε αν η χώρα στην οποία θα πήγαινε να αναλάβει υπηρεσία είχε πρόεδρο ή πρωθυπουργό!
Ο κ. Τσούνης είναι αδαής περί τα διπλωματικά. Επομένως η «ηλεκτρική καρέκλα» της Αθήνας θα είναι ακόμα πιο δύσκολη από αυτή της Νορβηγίας. Πληροφορίες αναφέρουν ότι εδώ και μέρες τού γίνονται ταχύρρυθμα σεμινάρια για να ανταποκριθεί. Σημαντικό πάντως θα είναι το γεγονός της στενής του σχέσης με τον γερουσιαστή Μενέντεζ, που τον πρότεινε και αναμένεται με κάθε τρόπο να τον στηρίξει. Αρκεί να μην υποπέσει σε νέα… γκάφα! Η επιλογή του είναι προβληματική και για την Ελλάδα. Στη δύσκολη συγκυρία στα Ελληνοτουρκικά ένας διπλωματικά αδαής πρέσβης των ΗΠΑ ίσως αποδειχθεί επικίνδυνος για τα εθνικά μας συμφέροντα.
Η ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του ήρθε μόλις λίγες μέρες πριν από την έναρξη του νέου γύρου του Στρατηγικού Διαλόγου Ελλάδας – ΗΠΑ στην Ουάσινγκτον αλλά και την αναμενόμενη υπογραφή της νέας Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA). Ο κ. Τσούνης ειδικεύεται στην τουριστική βιομηχανία, καθώς είναι ο ιδρυτής και εκτελεστικός διευθυντής του ξενοδοχειακού ομίλου Chartwell Hotels. Η συγκεκριμένη εταιρία έχει ισχυρή παρουσία σε όλες τις βορειοανατολικές πολιτείες και συνεργάζεται με σημαντικά ονόματα του χώρου, όπως «Hilton», «Marriott» και «Intercontinental». Ουδεμία σχέση έχει όμως με τη διπλωματία και τις διεθνείς σχέσεις.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη και σπούδασε στο πανεπιστήμιό της, ενώ στη συνέχεια απέκτησε πτυχίο Νομικής από το St John’s University. Αμέσως μετά τις σπουδές του εργάστηκε στη μεγαλύτερη νομική εταιρία του Λονγκ Αϊλαντ, ενώ έως σήμερα συνεχίζει
να μένει στη συγκεκριμένη περιοχή με τη γυναίκα του Ολγα και τα τρία παιδιά τους. Είναι μετανάστης δεύτερης γενιάς, με γονείς από την Ορεινή Ναυπακτία, μεγάλωσε μέσα στην ελληνική κοινότητα της Νέας Υόρκης, παρακολουθούσε το ελληνικό σχολείο και συμμετείχε στην ελληνική παρέλαση κάθε χρόνο. Τουλάχιστον αυτά τα στοιχεία είναι αναμφίβολα θετικά. Μακάρι να αποδειχτούν και αρκετά.