Με συντριπτική πλειοψηφία υπερψηφίστηκε αυτούσια στην Ολομέλεια του Ε.Κ. η έκθεση της Έλενας Κουντουρά για τον «Αντίκτυπο της ενδοσυντροφικής βίας και των δικαιωμάτων επιμέλειας στις γυναίκες και τα παιδιά».
Η ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ θέτει στο επίκεντρο τον αντίκτυπο της ενδοσυντροφικής βίας όχι μόνο στις γυναίκες, αλλά και στα παιδιά που τραυματίζονται είτε ως θύματα της βίας ή ως θεατές και μάρτυρες και τα οποία δυστυχώς μένουν απροστάτευτα με το νέο νομοσχέδιο Τσιάρα για την συνεπιμέλεια.
«Η Έκθεση που με πρωτοβουλία μου πρότεινα και εκπόνησα ως εισηγήτρια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τον ”Αντίκτυπο της ενδοσυντροφικής βίας και των δικαιωμάτων επιμέλειας στις γυναίκες και τα παιδιά’‘ υπερψηφίστηκε αυτούσια στην Ολομέλεια.
Πρόκειται για μία προοδευτική έκθεση που επικροτήθηκε από την πλειοψηφία των πολιτικών ομάδων. Είχε υιοθετηθεί με συντριπτική πλειοψηφία στις αρμόδιες επιτροπές για την ισότητα των φύλων FEMM και νομικών θεμάτων JURI και πλέον ως ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα κατατεθεί στην Κομισιόν στο πλαίσιο κοινοτικής οδηγίας που θα εκδοθεί μέχρι το τέλος του έτους για την αντιμετώπιση της ενδοσυντροφικής και ενδοοικογενειακής βίας. Βασικό ζητούμενο είναι η κύρωση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης από όλα τα κράτη-μέλη και την ΕΕ.
Για πρώτη φορά, θέσαμε στο επίκεντρο τον αντίκτυπο της ενδοσυντροφικής βίας όχι μόνο στις γυναίκες, αλλά και στα παιδιά που τραυματίζονται είτε ως θύματα της βίας ή ως θεατές και μάρτυρες. Διαμορφώσαμε πολύ ξεκάθαρες θέσεις ότι:
• Η ενδοσυντροφική βία είναι ασυμβίβαστη με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και με την κοινή επιμέλεια και φροντίδα.
• Η προστασία των γυναικών και παιδιών από τη βία και το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού πρέπει να υπερισχύουν όλων των άλλων κριτηρίων στον καθορισμό της επιμέλειας και των δικαιωμάτων επισκέψεων.
• Η ανάκληση των δικαιωμάτων του κακοποιητικού συντρόφου και η ανάθεση αποκλειστικής επιμέλειας στη μητέρα αν είναι θύμα, είναι ο μοναδικός τρόπος, ώστε να αποτραπεί η συνέχιση της βίας και η δευτερογενής θυματοποίηση.
• Τα νομικά προστατευτικά μέτρα για τα θύματα πρέπει να εφαρμόζονται πλήρως στα κράτη-μέλη και να μην περιορίζονται λόγω της άσκησης των γονικών δικαιωμάτων.
Εισηγηθήκαμε οι υποθέσεις οικογενειακού δικαίου να εκδικάζονται από εξειδικευμένα δικαστήρια και δικαστές με τη βοήθεια ψυχολόγων και παιδοψυχολόγων. Και να προβλεφθεί υποχρεωτική κατάρτιση του δικαστικού, αστυνομικού και ιατροδικαστικού προσωπικού για τις μορφές της βίας και τους μηχανισμούς της.
Προτείναμε επίσης σειρά μέτρων για ένα ολιστικό θεσμικό πλαίσιο που θα εξασφαλίζει: επαρκή πρόσβαση των θυμάτων σε δομές και υπηρεσίες, την αντιμετώπιση της οικονομικής βίας κατά των γυναικών, προγράμματα αποτροπής της βίας για τους θύτες, τη δημιουργία μηχανισμών πρόληψης, την εφαρμογή συστήματος συλλογής εναρμονισμένων και αξιόπιστων στοιχείων.
Δυστυχώς για τα ζητήματα της επιμέλειας, σε πολλά κράτη μέλη έχουν διαπιστωθεί νομοθετικά κενά και στρεβλώσεις, που δεν συνάδουν με τις διεθνείς συμβάσεις.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι θέσεις της έκθεσης που υιοθέτησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έρχονται σε σύγκρουση με ρυθμίσεις που εισήγαγε ο πρόσφατος νόμος Τσιάρα για το Οικογενειακό Δίκαιο και αλλοίωσαν τον παιδοκεντρικό του χαρακτήρα.
Η πρώτη βασική σύγκρουση αφορά το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, που προστατεύεται από τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, ωστόσο αγνοείται και παραβιάζεται πλέον στην ελληνική νομοθεσία. Στη χώρα μας ο νομοθέτης πρόταξε τα γονικά δικαιώματα και τις επιθυμίες των γονιών έναντι του συμφέροντος του παιδιού, και ουσιαστικά προκαταβάλει την απόφαση, δένοντας τα χέρια του δικαστή.
Στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου λέμε το αυτονόητο: το δικαστήριο θα κρίνει όπως ορίζει η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Παιδιών για το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού.
Η δεύτερη βασική σύγκρουση αφορά την υποχρεωτικότητα της συνεπιμέλειας, που ενσωματώθηκε στο ελληνικό οικογενειακό δίκαιο. Για να είναι ξεκάθαρο, θεωρούμε επιθυμητή τη συνεπιμέλεια ώστε να συμμετέχουν και οι δύο γονείς στη ζωή του παιδιού, εκτός αν αυτό εναντιώνεται στο βέλτιστο συμφέρον του παιδιού. Σε κάθε περίπτωση όμως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο παίρνει ξεκάθαρη θέση κατά της υποχρεωτικότητας της συνεπιμέλειας. Για αυτό τονίσαμε ρητά στο ψήφισμα ότι: είναι αντίθετο με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού να δίνει ο νόμος αυτόματα τις γονικές ευθύνες σε έναν ή και στους δύο γονείς. Η κάθε περίπτωση πρέπει να κρίνεται ξεχωριστά με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού.
Η τρίτη σύγκρουση αφορά τις περιπτώσεις κακοποιητικών γονέων που για να απομακρυνθούν από τα θύματά τους και να τους αφαιρεθεί η γονική μέριμνα, με τον πρόσφατα ψηφισθέντα νόμο, πρέπει να υπάρχει απόφαση οριστικής καταδίκης τους για ενδοοικογενειακή βία, η οποία όμως για να εκδοθεί μεσολαβούν συνήθως πολλά χρόνια. Μέχρι τότε ο δράστης θα μπορεί να συνεχίζει ανενόχλητος να δρα κακοποιητικά στα θύματά του, στη βάση και μόνο της αξίωσής του να ασκεί το γονικό του δικαίωμα όπως ορίζει ο νόμος, που υπονομεύει το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού.
Η ρύθμιση αυτή στον ελληνικό νόμο έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπου ζητάμε ρητά οι αποφάσεις συνεπιμέλειας να αναβάλλονται μέχρι να διενεργηθούν επαρκείς έρευνες για την ύπαρξη βίας και εκτίμηση κινδύνου.
Τέλος, η γονική αποξένωση και παρόμοιες έννοιες που χρησιμοποιούνται έμμεσα στις νέες διατάξεις του νόμου στην Ελλάδα, έχουν απορριφθεί από την επιστημονική κοινότητα, το ανεξάρτητο όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης GREVIO, την Επιτροπή Εξάλειψης Διακρίσεων κατά των Γυναικών CEDAW και τους εισηγητές του ΟΗΕ. Εμείς ζητούμε από τα κράτη-μέλη να μην τις αναγνωρίζουν στη νομοθεσία τους και τη δικαστική πρακτική και να αποθαρρύνουν ή και να απαγορεύσουν τη χρήση τους κατά τη δικαστική διαδικασία».