του Προκοπίου Παυλοπούλου τέως Προέδρου της Δημοκρατίας
Επίτιμου Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Ομιλία στην Συνεστίαση του Ροταριανού Ομίλου Κηφισιάς με θέμα:
«Αλληλεγγύη, Κοινωνικό Κράτος, Κοινωνική Συνοχή»
Αθήνα, 18.10.2021
Πρόλογος
Η συνειδητοποίηση του νοήματος της αξίας του Ανθρώπου και του χρέους υπεράσπισής της σε μια δημοκρατικώς οργανωμένη κοινωνία -άρα σ’ ένα δημοκρατικώς οργανωμένο Κράτος- περνάει μέσ’ από την αντίστοιχη συνειδητοποίηση της έννοιας της Ελευθερίας και των επιμέρους δικαιωμάτων, μέσω των οποίων αυτή ασκείται. Και τούτο διότι δίχως την οριοθέτηση ενός ευρύτατου πεδίου Ελευθερίας, υπό όρους δημοκρατικής ακώλυτης άσκησης των Δικαιωμάτων που απορρέουν εξ αυτής, ουδείς μπορεί να υπερασπισθεί την αξία του και ν’ αναπτύξει ελεύθερα την προσωπικότητά του, μέσω της συμμετοχής του στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή.
Α. Πλην όμως -και πάντα σε μια δημοκρατικώς οργανωμένη κοινωνία- η Ελευθερία συνοδεύεται, ανυπερθέτως, από την «δίδυμη αδελφή» της, την Ευθύνη. Ήτοι την ευθύνη άσκησης των δικαιωμάτων υπό όρους που ναι μεν καθιστούν την Ελευθερία πράξη, αλλά πάντως δεν παραβιάζουν τα δικαιώματα των άλλων και, έτσι, δεν στρέφονται εναντίον της συνοχής του κοινωνικού συνόλου, συνακόλουθα δε αποσοβούν την ρήξη του κοινωνικού ιστού. Υπό τα δεδομένα αυτά η άμυνά μας κατά της πανδημίας του Covid-19 -αλλά και κάθε άλλης μελλοντικής πανδημίας, που ουδόλως μπορεί ν’ αποκλεισθεί- συνίσταται και στην συνειδητοποίηση και κατανόηση του τί σημαίνει «είμαι ελεύθερος». Καθώς επίσης και ποιο είναι το μερίδιο Ελευθερίας που πρέπει να εκχωρούμε -και, φυσικά, υπό ποιούς όρους εκχώρησης- στους άλλους, ως «σπονδή» στο κοινωνικό σύνολο και στην αρμονική κοινωνική συνύπαρξη, όπως επίσης και πώς πρέπει να προσεγγίζουμε την Τεχνολογία και τα επιτεύγματά της, προκειμένου να στηρίζουν και όχι ν’ αναιρούν την Ελευθερία.
Β. Σε γενικές, λοιπόν, γραμμές, η πανδημία του Covid-19 μπορεί και πρέπει να μας διδάξει πολλά για να διανύσουμε στο μέλλον την απόσταση ανάμεσα στην Ατομικότητα και στην Συλλογικότητα, έτσι ώστε να μην γίνουμε ξανά έρμαια ψευδαισθήσεων ως προς το μέγεθος της αυτονομίας καθενός και ως προς το χρέος σεβασμού των άλλων, αντιστοίχως. Μόνον έτσι θα νοιώσουμε βαθιά μέσα μας ότι η μοναχικότητα, που υπό ομαλές συνθήκες μας φαίνεται τείχος υπεράσπισης της ιδιωτικότητας, μπορεί ξαφνικά να χτίσει μιαν άλλη «Σπιναλόγκα», μέσ’ από την απομόνωση της οποίας θα νοσταλγούμε, αγιάτρευτα αλλά και μάταια, τ’ αγαθά της κοινωνικής συνύπαρξης και της Αλληλεγγύης.
Ι. Οι περιορισμοί της Ελευθερίας και η αδήριτη ανάγκη οριοθέτησής τους στο ελάχιστο αναγκαίο.
Πριν απ’ όλα, πρέπει να σκεφθούμε ότι η σύγχρονη Φιλελεύθερη Δημοκρατία έχει προχωρήσει πολύ πέρ’ από το πνεύμα των πρώτων Διακηρύξεων των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, είτε στις ΗΠΑ είτε, κυρίως, στην Γαλλία. Και τούτο όχι μόνο γιατί στα πρώτα και παραδοσιακά Δικαιώματα του Ανθρώπου, τα ατομικά, έχουν προστεθεί και τα κοινωνικά ή και τα μικτά, που υπερβαίνουν το πεδίο της Ελευθερίας και υποχρεώνουν το Κράτος -ή και τρίτους ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα- να προβαίνουν σε συγκεκριμένες παροχές υπέρ των δικαιούχων. Αλλά και γιατί αποτελεί πια κοινό τόπο, στην θεωρία και στην πράξη της Νομικής και της Πολιτικής Επιστήμης, πως ουδένα δικαίωμα είναι αμιγές. Κάθε δικαίωμα είναι μικτό, κυρίως με την έννοια ότι στον φορέα του αντιστοιχεί όχι μόνον η ελευθερία άσκησής του αλλά και η ανάλογη ευθύνη, ώστε η άσκηση αυτή να μην αναιρεί των πυρήνα των δικαιωμάτων των λοιπών μελών του κοινωνικού συνόλου. Την λογική αυτή υπηρετούν κανονιστικώς -όπως εκτίθεται αναλυτικώς στην συνέχεια- π.χ. και οι διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 2, 3 και 4 του Συντάγματός μας, μέσω των οποίων ορίζεται, διαδοχικώς, ότι η άσκηση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου οφείλει να υπηρετεί την πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε Ελευθερία και Δικαιοσύνη, η καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων δεν επιτρέπεται και, τέλος, το Κράτος δικαιούται ν’ αξιώνει, απ’ όλους τους πολίτες, την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής αλληλεγγύης. Έχοντας λοιπόν βιώσει, μέσα στην πανδημία του Covid-19, την πρωτόγνωρη εμπειρία της απομόνωσης και των περιορισμών της Ελευθερίας και προκειμένου να διαχειρισθούμε την ανάκτησή της μετά το τέλος της εισβολής του ιού, είναι χρήσιμο, ακριβώς για να μην φθάσουμε από το ένα άκρο της άκρατης άσκησής της ως το άλλο άκρο -εκείνο του φοβικού «μιθριδατισμού» της διαρκούς ανοχής των περιορισμών της- να θέσουμε «τον δάκτυλον επί των τύπων των ήλων». Ήτοι να ξανασκεφθούμε την Ελευθερία μέσα στο θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο του δημοκρατικώς οργανωμένου Κράτους Δικαίου. Το ισχύον Σύνταγμά μας, με τις κατά καιρούς αναθεωρήσεις του, μας παρέχει ένα άκρως εύφορο πεδίο διαλογισμού εν προκειμένω.
Α. Ο Ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας του Συντάγματός μας.
Το Σύνταγμά μας διαπνέεται, στο σύνολό του, από την Φιλελεύθερη «ιδεολογία». Και η Φιλελεύθερη «ιδεολογία» του προκύπτει, κατά κύριο λόγο, μεσ’ από τις διατάξεις του εκείνες οι οποίες προσδίδουν, εν είδει θεσμικού εποικοδομήματος, κανονιστικές διαστάσεις υπέρτερης τυπικής ισχύος στο αμάλγαμα που προκύπτει από τον συνδυασμό αφενός της Οικονομίας της Αγοράς. Και, αφετέρου, της εντός αυτής δραστηριοποίησης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, κατ’ αποκλεισμό – πάντοτε κατά κανόνα βεβαίως – της παρέμβασης των, lato sensu, κρατικών οργάνων. Αυτόν τον θεσμικό προσανατολισμό «ιδεολογικής» υφής εμπεδώνουν και τεκμηριώνουν:
1. Οι γενικές ρήτρες του Συντάγματος.
Πρώτον, οι γενικές ρήτρες του Συντάγματος οι οποίες προσδίδουν σε αυτό τον όλο Ανθρωποκεντρικό του χαρακτήρα. Πρόκειται:
α) Από την μια πλευρά – και ιδίως – για την γενική ρήτρα του άρθρου 2 παρ.1 του Συντάγματος, κατά τις διατάξεις του οποίου «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Ο κορυφαίος ρόλος της ρήτρας αυτής αναδεικνύεται από το ότι το Σύνταγμα, κατά την ρητή διατύπωσή του, ανάγει την υποχρέωση της προστασίας της αξίας του Ανθρώπου όχι απλώς σε «πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας» αλλά, κυριολεκτικώς, «στην» πρωταρχική της υποχρέωση. Ως προς την κανονιστική δε σημασία της ως άνω ρήτρας αρκεί η συμπυκνωμένη επισήμανση ότι, κατ’ αυτήν, είναι ο Άνθρωπος, ως άτομο και ως μέλος του κοινωνικού συνόλου, ο οποίος, επειδή εκπροσωπεί τον αποκλειστικό φορέα υπεράσπισης της αξίας του, νομιμοποιείται να κινείται δημιουργικώς στο πεδίο του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι. Ενώ το Κράτος οφείλει να περιορίζεται στον ρόλο του φορέα ο οποίος, μέσω του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του Ανθρώπου, απλώς του διασφαλίζει τις προϋποθέσεις ακώλυτης – φυσικά στο πλαίσιο της Έννομης Τάξης – και έμπρακτης ανάδειξής της. Πρέπει δε να τονισθεί, με ιδιαίτερη έμφαση, ότι η προαναφερόμενη κανονιστική εμβέλεια της γενικής ρήτρας της αξίας του Ανθρώπου αποκτά τόσο μεγαλύτερη διάσταση, όσο η «αξία» έχει πολύ ευρύτερη προστατευτική εμβέλεια από την «αξιοπρέπεια», την οποία χρησιμοποιούν ορολογικώς άλλα Συντάγματα (π.χ. ο Θεμελιώδης Νόμος της Βόννης του 1949).
β) Και, από την άλλη πλευρά, για την γενική ρήτρα του άρθρου 5 παρ.1 του Συντάγματος, κατά τις διατάξεις του οποίου «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη». Είναι προφανές πως η δεύτερη γενική ρήτρα λειτουργεί ενισχυτικώς αλλά και συμπληρωματικώς σε σχέση με την γενική ρήτρα που αφορά την αξία του Ανθρώπου. Και τούτο διότι ο κυριότερος τρόπος υπεράσπισης της αξίας του Ανθρώπου, μέσω της δραστηριοποίησής του στο κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι, επιτυγχάνεται, και δη προνομιακώς, δια της ελεύθερης ανάπτυξης της δραστηριότητάς του στους τομείς της κοινωνικής, της οικονομικής και της πολιτικής ζωής, που απαρτίζουν το σύνολο του πεδίου δράσης του Ανθρώπου. Πλειάδα διατάξεων κοινών νόμων αλλά και κανονιστικών διοικητικών πράξεων εξειδικεύουν, στην πράξη, την ρήτρα των διατάξεων του άρθρου 5 παρ.1 του Συντάγματος, οργανώνοντας τις αντίστοιχες έννομες σχέσεις στους επί μέρους τομείς δραστηριοποίησης του Ανθρώπου.
2. Οι βασικοί θεσμικοί πυλώνες της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.
Δεύτερον, οι βασικοί θεσμικοί πυλώνες, οι οποίοι απαρτίζουν τις αντηρίδες στήριξης αυτού τούτου το πολιτειακού και κρατικού οικοδομήματος. Πρόκειται:
α) Πριν από κάθε άλλο, για τον θεσμικό πυλώνα της Διάκρισης των Εξουσιών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 του Συντάγματος. Αυτό προκύπτει εκ του ότι η αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, μεσ’ από την λογική της αρχής των, αγγλοσαξονικής προέλευσης, «checksand balances» («θεσμικών αντιβάρων») -με αναγωγή στον Πολύβιο και στην διάκριση σε μοναρχία, αριστοκρατία και δημοκρατία, και υπό την επιρροή, στην περίπτωση του Αμερικανικού Συντάγματος, των Montesquieu και William Blackstone, μεταξύ άλλων- προσδίδει ουσιαστικό περιεχόμενο στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Και τούτο διότι ανάγει σε κορυφαίο θεσμικό «πρόταγμα» και «πρόσταγμα» το, κανονιστικού περιεχομένου, αξίωμα ότι ουδεμία συντεταγμένη εξουσία λειτουργεί ανεξελέγκτως και, συνακόλουθα, αυθαιρέτως, αφού είναι θεσμικώς δεσμευμένη να σέβεται τα όρια δράσης των δύο άλλων. Καίριας δε σημασίας προς την κατεύθυνση αυτή είναι η εντός της αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών οριοθέτηση της Εκτελεστικής Εξουσίας – δηλαδή της πιο «επικίνδυνης», με βάση την φύση της ως μήτρας του θεσμικώς οργανωμένου καταναγκασμού – υπό την εξής έννοια: Τα όργανά της, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, δεσμεύονται τόσον από την Νομοθετική Εξουσία, η οποία καθορίζει το κανονιστικό πλαίσιο των ως άνω αρμοδιοτήτων. Όσο και από την Δικαστική Εξουσία, η οποία ελέγχει, επιβάλλοντας τις in concreto προβλεπόμενες κυρώσεις, το αν και κατά πόσον η αρμοδιότητα των οργάνων της Εκτελεστικής Εξουσίας ασκείται εντός του νομοθετικώς προσδιορισμένου πλαισίου.
β) Επέκεινα, για τον θεσμικό πυλώνα του Κράτους Δικαίου. Αρκεί εδώ να τονισθεί ότι το Κράτος Δικαίου, κατά την ίδια την λογική του, απορρέει από την αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, ενισχύοντας τον ρόλο της ως προς την θωράκιση των εγγυήσεων ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Και τούτο διότι το Κράτος Δικαίου, μέσω των κανόνων δικαίου και των κυρωτικών μηχανισμών διασφάλισης της εφαρμογής τους, υπερασπίζεται αποτελεσματικώς τον Άνθρωπο κατά την άσκηση των συνταγματικώς -και όχι μόνο, δοθέντος ότι καίριο ρόλο προστασίας εν προκειμένω διαδραματίζουν και οι διατάξεις του Ευρωπαϊκού και του Διεθνούς Δικαίου- κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του. Δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις θεσμικές συντεταγμένες του, είναι αυτό που αποτρέπει κάθε αυθαίρετη παρέμβαση των οργάνων του Κράτους στο πεδίο ακώλυτης άσκησης των προμνημονευόμενων δικαιωμάτων.
γ) Τέλος, και συνακόλουθα, για τον θεσμικό πυλώνα της Αρχής της Νομιμότητας της δράσης της Εκτελεστικής Εξουσίας. Η αρχή αυτή είναι ευθεία απόρροια της αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών και του Κράτους Δικαίου. Αφού, κατά την θεσμική της καταγωγή και αποστολή, η ουσία της συνίσταται στην προδιαγραφείσα κανονιστική οριοθέτηση – με την απειλή επιβολής αποτελεσματικών κυρώσεων – του πεδίου άσκησης των αρμοδιοτήτων των οργάνων της Εκτελεστικής Εξουσίας, σε κάθε περίπτωση. Άρα και – ίσως μάλιστα πολύ περισσότερο – όταν και όπου οι αρμοδιότητες αυτές διασταυρώνονται με την δραστηριότητα του Ανθρώπου κατά την άσκηση των δικαιωμάτων που του εξασφαλίζει η Έννομη Τάξη.
3. Επιμέρους διατάξεις του Συντάγματος.
Τρίτον, άλλες επιμέρους διατάξεις του Συντάγματος. Οι οποίες, φυσικά επίσης συμπληρωματικώς σε σχέση με τις γενικές ρήτρες και τους θεσμικούς πυλώνες που προαναφέρθηκαν, υιοθετούνται από τον Συντακτικό και Αναθεωρητικό Νομοθέτη για να ολοκληρώσουν το, κανονιστικού περιεχομένου, περίγραμμα αποτελεσματικής άσκησης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Άρα, το περίγραμμα των εγγυήσεων υπεράσπισης της αξίας του Ανθρώπου και διευκόλυνσης της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, έναντι του αυθαιρέτως εκδηλούμενου κρατικού παρεμβατισμού. Οι κυριότερες απ’ αυτές περιλαμβάνονται στο άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος και αφορούν:
α) Την κατά το άρθρο 25 παρ.1 εδ.α΄και β΄ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία «τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους». Όπως είναι προφανές, η ρύθμιση αυτή κατ’ εξοχήν απηχεί την φιλελεύθερη-ανθρωποκεντρική αντίληψη ότι το Κράτος, ως θεσμικό οικοδόμημα, υπάρχει και λειτουργεί έχοντας ως κύριο ρόλο την εγγύηση των δικαιωμάτων, μέσω των οποίων ο Άνθρωπος δραστηριοποιείται προκειμένου ν’ αναδείξει την αξία του και ν’ αναπτύξει ελεύθερα την προσωπικότητά του. Και τούτο διότι, κατά την ως άνω ρύθμιση, το Κράτος:
α1) Όχι μόνον οφείλει να καταστρώνει θεσμικώς τα κάθε είδους δικαιώματα του Ανθρώπου, ατομικά, κοινωνικά ή μικτά.
α2) Αλλά και, πολύ περισσότερο, με βάση συγκεκριμένους κανόνες που προβλέπουν ανάλογες κυρώσεις και τους αντίστοιχους κυρωτικούς μηχανισμούς, οφείλει να διασφαλίζει την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Δηλαδή την καταξίωσή τους στην πράξη, έτσι ώστε το καθεστώς των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου να μην εξαντλείται στην επιφανειακή προβολή συμβολισμών, μέσω ατελών ή και ημιτελών κανόνων δικαίου («leges imperfectae», «legesminus quam perfectae»).
β) Την κατά το άρθρο 25 παρ.1 εδ.γ΄ρύθμιση, κατά την οποία «τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν». Η ρύθμιση αυτή, η οποία καθιερώνει σε συνταγματικό επίπεδο την αρχή της τριτενέργειας των δικαιωμάτων γενικώς, έρχεται να καλύψει κάθε θεσμικό κενό που μπορεί ν’ αφήσει η προηγούμενη, στο πλαίσιο της αποτελεσματικής προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Και τούτο διότι η σύγχρονη κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα αναδεικνύει, εκ των πραγμάτων, μορφές εξουσίας οικονομικής προέλευσης οι οποίες, μολονότι εντάσσονται στον αμιγώς ιδιωτικό τομέα, μπορούν, εν δυνάμει, ν’ αποτελέσουν απειλή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, εξίσου ή και πιο επικίνδυνη σε σχέση μ’ εκείνη, η οποία εκπορεύεται από τους φορείς άσκησης της, lato sensu, κρατικής εξουσίας. Θα συνιστούσε, λοιπόν, πραγματική υποκρισία, για ένα Σύνταγμα που ασπάζεται την αρχή του Φιλελευθερισμού να «κλείσει τα μάτια» μπροστά σε μια τέτοια πραγματικότητα, αρκούμενο μόνο στην οριοθέτηση των κρατικών αρμοδιοτήτων έναντι των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και αφήνοντας ανεξέλεγκτη την, έναντι των δικαιωμάτων αυτών, δράση των ποικιλόμορφων οικονομικών εξουσιών ιδιωτικής προέλευσης. Ο Φιλελευθερισμός του Συντάγματος εμφανίζεται στο σημείο αυτό απολύτως συνεπής, όταν αντιμετωπίζει σχεδόν ενιαίως τις απειλές κατά των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ανεξάρτητα από τις μορφές και την προέλευση των εξουσιών που τ’ απειλούν ή μπορούν να τ’ απειλήσουν.
γ) Την κατά το άρθρο 25 παρ.1 εδ.γ΄ ρύθμιση, κατά την οποία «οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από τον νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Από την ίδια την διατύπωση της διάταξης συνάγεται πως η εγγυητική αξία της υπέρ των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι διπλή, αφού:
γ1) Κυρίως, καθιερώνει την αρχή της επιφύλαξης υπέρ του νόμου. Με την έννοια ότι μόνον ο νόμος, ύστερα από ρητή εξουσιοδότηση αυτού τούτου του Συντάγματος – άρα όπου το Σύνταγμα δεν διατυπώνει τέτοια επιφύλαξη, η άσκηση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που κατοχυρώνει ρυθμίζεται ευθέως απ’ αυτό και μόνο – μπορεί να προσδιορίσει κανονιστικώς, φυσικά πάντα σύμφωνα και με τις λοιπές συνταγματικές ρυθμίσεις, το καθεστώς άσκησής τους. Οι δε νόμοι, οι οποίοι ψηφίζονται με βάση αυτή την επιφύλαξη, μπορεί να είναι είτε απλώς εκτελεστικοί, πράγμα που συνάδει με την ιδιομορφία των ατομικών δικαιωμάτων. Τα οποία – τουλάχιστον κατ’ αρχήν – απλώς οριοθετούνται ως προς την άσκησή τους μέσω των νόμων αυτών. Είτε οργανωτικοί, πράγμα που συνάδει με την ιδιομορφία των κοινωνικών και των πολιτικών δικαιωμάτων. Και τούτο διότι στην περίπτωση των δικαιωμάτων αυτών ο νόμος δεν οριοθετεί απλώς την άσκησή τους, αλλά την ίδια τους την θεσμική υπόσταση. Αφού χωρίς την κατ’ εξουσιοδότηση του Συντάγματος νομοθετική παρέμβαση, το αντίστοιχο δικαίωμα όχι μόνο δεν μπορεί ν’ ασκηθεί αλλά, κατ’ αποτέλεσμα, δεν μπορεί καν να υπάρξει ουσιαστικώς ως δημιούργημα και μέρος της Έννομης Τάξης.
γ2) Επιπλέον, όμως, προβλέπει και επιβάλλει τον σεβασμό της γενικής αρχής της Αναλογικότητας. Δηλαδή της γενικής αρχής που απορρέει ιστορικώς από την, Αριστοτελικής έμπνευσης, αρχής της αναλογικής Δικαιοσύνης. Η θεμελιώδης σημασία της συνταγματικής κατοχύρωσης της αρχή της Αναλογικότητας έγκειται στο γεγονός, ότι συνιστά μιανακόμη εγγύηση υπέρ των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με την ακόλουθη διευκρίνιση: Ναι μεν, σύμφωνα με την κατά το Σύνταγμα επιφύλαξη υπέρ του νόμου, ο Νομοθέτης μπορεί, μέσω των κανόνων δικαίου που θεσπίζει, να οριοθετεί το πλαίσιο άσκησης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Πλην όμως, η ως άνω οριοθέτηση και οι αντίστοιχοι περιορισμοί των δικαιωμάτων πρέπει να είναι, με βάση την εκάστοτε συγκυρία, αναγκαίοι για την επίτευξη του συνταγματικώς ανεκτού σκοπού, πρόσφοροι προς τούτο και να μην είναι υπερβολικοί, δηλαδή επαχθέστεροι από το απαιτούμενο μέτρο ενόψει του ως άνω σκοπού. Επιπλέον, και πάντα με βάση την αρχή της Αναλογικότητας, εν αμφιβολία («in dubio»), η κάθε είδους νομοθετική οριοθέτηση πρέπει να ερμηνεύεται προς την κατεύθυνση εκείνη, η οποία ευνοεί την όσο το δυνατόν ελεύθερη άσκηση του δικαιώματος. Άρα, οι κάθε είδους περιοριστικοί όροι άσκησής του πρέπει να ερμηνεύονται στενώς. Εν πάση δε περιπτώσει, η οιαδήποτε νομοθετική οριοθέτηση δεν μπορεί να οδηγεί σε «τήξη» του πυρήνα του προστατευόμενου δικαιώματος. Δηλαδή δεν μπορεί να φθάνει ως το σημείο εκείνο, πέραν του οποίου το δικαίωμα αποδυναμώνεται πλήρως «εν τοις πράγμασι». Επομένως, ουδεμία μορφή Δημόσιου Συμφέροντος – και γίνεται εδώ λόγος για το Δημόσιο Συμφέρον αφού αυτό και μόνο, κατά την πάγια νομολογία, συνιστά το συνταγματικώς ανεκτό μέσο οριοθέτησης της άσκησης του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος – είναι σε θέση, κατά την εκτίμηση και στάθμισή του από τ’ αρμόδια κρατικά όργανα, να οδηγήσει ως την αποσύνθεση του πυρήνα του δικαιώματος. A fortiori δε στην πλήρη αποδόμησή του.
Β. Το περιεχόμενο της Ελευθερίας.
Από τις διατάξεις του Συντάγματος, οι οποίες προεκτέθηκαν και σύμφωνα με την γραμματική και, κυρίως, την τελεολογική ερμηνεία τους, συνάγεται ότι εντός του πλαισίου της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας η Ελευθερία συνιστά την πεμπτουσία του Ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα της και των Θεσμών της. Πλην όμως, η εν προκειμένω Ελευθερία δεν νοείται άνευ ορίων, και δη των ορίων εκείνων που καθιστούν εφικτή την απόλαυση της Ελευθερίας και εκ μέρους των άλλων, οι οποίοι μετέχουν στο ίδιο κοινωνικό σύνολο που διέπεται κανονιστικώς από την συγκεκριμένη Έννομη Τάξη. Προς την κατεύθυνση αυτή, την έννοια της Ελευθερίας καθορίζουν αλλά και οριοθετούν, μεταξύ άλλων, οι θεμελιώδεις συντεταγμένες του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας. Εντός δε του πεδίου της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ο περιορισμός της Ελευθερίας θεωρείται μεν αυτονόητος, πλην όμως δεν εναπόκειται στην βούληση του φορέα της, αλλά θεσμοθετείται από την ίδια την Έννομη Τάξη. Δοθέντος ότι κατά τα δεδομένα του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας οι κανόνες δικαίου διέπουν, δεσμευτικώς, όχι μόνο το Δημόσιο αλλά όλα τα μέλη -φυσικά ή νομικά πρόσωπα- του οικείου κοινωνικού συνόλου.
1. Η φιλελεύθερη «ιδεολογία» του Συντάγματος.
Χαρακτηριστικό αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της ουσίας της Ελευθερίας, εντός του πλαισίου της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, παρέχει το ισχύον Σύνταγμά μας. Ειδικότερα:
α) Η κατά το ισχύον Σύνταγμα έννοια της Ελευθερίας συνάγεται από τον τρόπο, με τον οποίο ο Συντακτικός Νομοθέτης, μέσω συγκεκριμένων γενικών ρητρών και επιμέρους διατάξεων, οριοθετεί την φιλελεύθερη «ιδεολογία» του Συντάγματος. Οι ρήτρες και οι διατάξεις αυτές συνθέτουν ένα είδος φιλελεύθερου κανονιστικού αμαλγάματος, του οποίου οι συνιστώσες είναι από την μια πλευρά η Οικονομία της Αγοράς. Και, από την άλλη πλευρά, η ελεύθερη ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Μεγάλη σημασία για την καθιέρωση της Ελευθερίας, με την έννοια της ελεύθερης ανάπτυξης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, έχουν, όπως προεκτέθηκε, οι γενικές ρήτρες οι γενικές ρήτρες των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος.
β) Είναι προφανές, πως η δεύτερη αυτή γενική ρήτρα λειτουργεί ενισχυτικώς αλλά και συμπληρωματικώς, σε σχέση με την γενική ρήτρα που αφορά την αξία του Ανθρώπου. Και τούτο, διότι ο κυριότερος τρόπος υπεράσπισης της αξίας του Ανθρώπου, μέσω της δραστηριοποίησής του εντός του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι, επιτυγχάνεται, και δη προνομιακώς, δια της ελεύθερης ανάπτυξης της δραστηριότητάς του στους τομείς της κοινωνικής, της οικονομικής και της πολιτικής ζωής, οι οποίοι απαρτίζουν το σύνολο του πεδίου δράσης κάθε μέλους του κοινωνικού συνόλου.
2. Οι περιορισμοί των δικαιωμάτων και τα όριά τους.
Από το ισχύον Σύνταγμα προκύπτουν όμως και οι περιορισμοί εκείνοι, στους οποίους υπόκειται η Ελευθερία κάθε μέλους του κοινωνικού συνόλου, ιδίως προκειμένου να καθίσταται δυνατή η απόλαυση της Ελευθερίας -μέσω των επιμέρους δικαιωμάτων- από τα λοιπά μέλη του ίδιου κοινωνικού συνόλου.
α) Πριν απ’ όλα, τους περιορισμούς αυτούς θεσμοθετεί, γενικώς, η προαναφερόμενη πρόβλεψη της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 1, περί ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, η οποία ορίζει ότι η ενεργοποίηση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας δεν μπορεί να παραβιάζει το Σύνταγμα και τα χρηστά ήθη ούτε να προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων.
β) Τους γενικούς αυτούς περιορισμούς εξειδικεύουν, περαιτέρω, οι ακόλουθες προβλέψεις του άρθρου 25 του Συντάγματος:
β1) Πρωτίστως, η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος, κατά την οποία «η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται». Ως καταχρηστική δε νοείται, κατά την θεωρία και την νομολογία, εκείνη η άσκηση του δικαιώματος, η οποία προσανατολίζεται προς κατεύθυνση άλλη από εκείνη, για την οποία το δικαίωμα έχει θεσμοθετηθεί, ιδίως δε η άσκηση του δικαιώματος που παρεμποδίζει την άσκηση των δικαιωμάτων των λοιπών μελών του κοινωνικού συνόλου.
β2) Ύστερα, η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά την οποία «η αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη». Όπως είναι φανερό, η ως άνω διάταξη θέτει την Ελευθερία μέσα στο πλαίσιο των θεσμικών προταγμάτων της κοινωνικής προόδου και της Δικαιοσύνης, προσδιορίζοντας, με τον τρόπο αυτό, τα όρια της Ελευθερίας εντός του οικείου κοινωνικού συνόλου.
β3) Τέλος, η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 4 του Συντάγματος, κατά την οποία «το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες του την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης». Και είναι αυτός ακριβώς ο περιορισμός της Ελευθερίας κατά το Σύνταγμα, ο οποίος υπονοεί, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η άσκηση της Ελευθερίας δεν νοείται θεσμικώς -ήτοι στο πλαίσιο του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας- παρά μόνον όταν η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν προκαλεί ρήγματα στην κοινωνική συνοχή και στον κοινωνικό ιστό. Εγγυητής δε της τήρησης αυτών των ορίων της Ελευθερίας είναι, εν τέλει, το Κράτος, πάντοτε όμως με βάση την Αρχή της Νομιμότητας και υπό το πνεύμα του σεβασμού της θεμελιώδους αρχής περί του φιλελεύθερου χαρακτήρα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.
3. Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και Ελευθερία.
Από την ανάλυση που προηγήθηκε συνάγεται ότι η σχέση μεταξύ Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και Ελευθερίας είναι και ευθεία και άρρηκτη, θεσμικώς και πολιτικώς. Και τούτο διότι:
α) Η ουσία της Ελευθερίας, ως μέσου υπεράσπισης της αξίας του Ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το βαθύτερο νόημά της πραγματώνεται όχι μόνον όταν ο φορέας της την υπερασπίζεται αλλά -και μάλιστα κυρίως- και όταν την υπηρετεί, από την στιγμή που την έχει κατακτήσει, μέσ’ από την θεσμική υπέρ αυτού κατοχύρωσή της. Την αλήθεια του συμπεράσματος αυτού αποδεικνύει, σε θεσμικό επίπεδο και μεταξύ άλλων, η παραδοχή ότι, πάντοτε στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, κάθε δικαίωμα έχει μικτό χαρακτήρα, τον οποίο συνθέτουν από την μια πλευρά το σύνολο των δυνατοτήτων που απορρέουν από το δικαίωμα υπέρ του φορέα του. Και, από την άλλη πλευρά, το σύνολο των υποχρεώσεων που του αναλογούν, όταν ασκεί το δικαίωμα έναντι των λοιπών μελών του κοινωνικού συνόλου. Αυτά τα χαρακτηριστικά της Ελευθερίας αναδεικνύουν το ότι, κατά την πεμπτουσία της, έχει όρια, η μη τήρηση των οποίων οδηγεί, μοιραίως, στην αναίρεσή της. Με άλλες λέξεις, η «απόλυτη» Ελευθερία οδηγεί, αναποδράστως, στην νομιμοποίηση ενός είδους «δουλείας», λόγω του ότι η «απόλυτη» άσκησή της από τον «ισχυρό» στερεί την αντίστοιχη άσκησή της από τον ασθενέστερο, οικονομικώς ή άλλως.
β) Συνακόλουθα, από την ως άνω σειρά συλλογισμών προκύπτει πως το «αέτωμα», θεσμικό και πολιτικό, της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας στηρίζουν δύο, κατά βάση, κίονες: Η Ελευθερία και η Δικαιοσύνη. Η μεν Ελευθερία, ως μέσο υπεράσπισης της αξίας του Ανθρώπου και διασφάλισης της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του. Η δε Δικαιοσύνη, ως μέσο υπεράσπισης του Ανθρώπου εναντίον κάθε μορφής αυθαιρεσίας. Όπως είναι ευνόητο, Ελευθερία και Δικαιοσύνη πρέπει να συνυπάρχουν και να συλλειτουργούν, προκειμένου το όλο οικοδόμημα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας να διατηρεί την θεσμική και πολιτική του «στατικότητα». Διότι η Ελευθερία χωρίς Δικαιοσύνη οδηγεί σ’ ένα είδος «τυραννίας», ενώ η Δικαιοσύνη χωρίς Ελευθερία καταλήγει να είναι ένα είδος «δεσμωτηρίου».
ΙΙ. Ανακαλύπτοντας τον «χαμένο παράδεισο» της Συλλογικότητας.
Η πανδημία του Covid-19 δεν μας διδάσκει μόνο την αξία της Ελευθερίας και το τί, συνακόλουθα, σημαίνει ο εκτεταμένος περιορισμός της ως προς την υπεράσπιση της αξίας καθενός αλλά και ως προς την ακώλυτη άσκηση των δικαιωμάτων του. Εξίσου, και μέσω των αντίστοιχων και αναγκαίων για την αντιμετώπιση του ιού εκτεταμένων περιορισμών της μεταξύ μας επικοινωνίας -που εξικνείται από τα όρια της πόλης όπου ζούμε και της Χώρας μας ως τις διεθνείς επικοινωνίες μας, σε πλανητικό επίπεδο- μας διδάσκει την αξία της Συλλογικότητας, lato sensu. Δηλαδή μιας Συλλογικότητας, η οποία εκπροσωπεί και εκφράζει την φυσική τάση του Ανθρώπου -του κάθε Ανθρώπου, που διαθέτει το ουσιώδες minimum σύνολο των κοινωνικών του χαρακτηριστικών- να έχει σχέσεις με τους άλλους. Ήτοι του «συνανθρώπου» κάθε μορφής, από το οικογενειακό περιβάλλον ως τις κοινωνικές σχέσεις, που πηγάζουν από την φιλία, το εργασιακό περιβάλλον ή και την τάση γνωριμίας των μελών των κοινωνικών συνόλων άλλων Χωρών, μέσ’ από την γοητεία των ταξιδιών και της περιήγησης. Και αυτή η «αποκάλυψη» της Συλλογικότητας, μέσ’ από την επώδυνη εμπειρία της πανδημίας του Covid-19, έρχεται σ’ ένα χρόνο όπου, για λόγους που εκτίθενται στην συνέχεια, είχαμε δώσει, δίχως φρόνηση και με περισσή ελαφρότητα, μεγαλύτερη σημασία στον εαυτό μας και στην δυνατότητά μας ν’ αναπτύσσουμε την προσωπικότητά μας «κατά μόνας», μ’ «εφόδιο» τα μέσα της σύγχρονης, εξαιρετικά προηγμένης, Τεχνολογίας, «απολαμβάνοντας» μιαναλαζονική αίσθηση αυθυπαρξίας, αυτοδυναμίας και αυτάρκειας, πραγματική «τονωτική ένεση» ενός ανεύθυνου και υπαρξιακώς διαβρωτικού εγωϊσμού. Εμείς και οι άλλοι! Να λοιπόν που σήμερα συνειδητοποιούμε -και, ευτυχώς, δεν είναι ακόμη πολύ αργά- πως δεν μπορούμε να υπάρξουμε χωρίς τους άλλους και πως, κατ’ επέκταση, το «εγώ» νομιμοποιείται υπαρξιακώς δια του πληθυντικού του. Χωρίς ίχνος υπερβολής, το «εγώ» αποκτά πλήρες νόημα από τον, υπό την ευρεία του όρου έννοια, συγχρωτισμό του καθενός με τον «πλησίον». Υπ’ αυτούς τους όρους, η πλήρης συνειδητοποίηση των επιπτώσεων της πανδημίας του Covid-19 καλείται να μας προστατεύσει από τις σοβαρότατες συνέπειες της υποδόριας -και, γι’ αυτό, εξαιρετικά επικίνδυνης- «νόσου» του ατομισμού και της επιπόλαιης, κατά την επιεικέστερη έκφραση, περιφρόνησης της αξίας του «πλησίον».
A. Η ψευδαίσθηση της αυτάρκειας.
Είναι πολλές -και αρκετές φορές δύσκολα ανιχνεύσιμες- οι αιτίες που προκάλεσαν σταδιακώς την καλλιέργεια αυτού του αισθήματος ατομισμού, ως καταλυτικού συνδρόμου της ψευδαίσθησης αυθυπαρξίας, αυτοδυναμίας και αυτάρκειας. Περιορίζομαι, κατ’ ανάγκη, ν’ αναφερθώ σε δύο από αυτές, τις οποίες θεωρώ -ελπίζω δίχως αυθαιρεσία εκτίμησης- ως πιο αντιπροσωπευτικές, υπό τον όρο ότι εξετάζονται συνδυαστικώς. Πρόκειται για τον σύγχρονο τρόπο καταμερισμού της εργασίας -από την επιστημονική εργασία ως την εργασία γραφείου, ιδίως στις μεγάλες μονάδες διοίκησης και παραγωγής, κρατικές ή μη- υπό τα δεδομένα που η ως άνω εργασία παράγεται και παρέχεται με τα σύγχρονα μέσα της Τεχνολογίας. Κυρίως δε της Τεχνολογίας στην εποχή της Τεχνολογικής Επανάστασης στην δεύτερη ήδη φάση της, όπως την έχει διαμορφώσει η σύζευξη Ψηφιακής Τεχνολογίας και Τεχνητής Νοημοσύνης και με τις απεριόριστες -και απροσδιόριστες προς το παρόν- δυνατότητες που μας ανοίγει η εμφάνιση του, σε πειραματικό ακόμη στάδιο ευρισκόμενου, κβαντικού υπολογιστή.
1. Οι επιπτώσεις της Τεχνολογίας.
Αξίζει τον κόπο, νομίζω, να εκθέσω ορισμένα παραδείγματα του πώς και γιατί αυτή η «τεχνολογική έκρηξη» ωθεί τον σύγχρονο Άνθρωπο στον δρόμο του ατομισμού, μέσω της ψευδαίσθησης της αυθυπαρξίας, της αυτοδυναμίας και της αυτάρκειας.
α) Ακόμη και στο πεδίο της απλής εργασίας γραφείου, αυτή μπορεί να παρέχεται δίχως την παραμικρή επικοινωνία με όσους βρίσκονται στον ίδιο εργασιακό χώρο, εν ανάγκη δε- και η εμπειρία της σύγχρονης πανδημίας του Covid-19 το πιστοποιεί με την αντίστροφη εμπειρία- ως και από τον χώρο κατοικίας του εργαζομένου, αν αυτό καθίσταται αναγκαίο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και, κατ’ εξοχήν, όταν συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας.
β) Το ίδιο, και a fortiori, ισχύει στο πεδίο της επιστημονικής έρευνας και εν γένει δημιουργίας, κυρίως χάρη στο Διαδίκτυο. Έτσι π.χ. ο ερευνητής -ο κάθε ερευνητής- υπό συγκεκριμένες και ολοένα και διαφοροποιούμενες συνθήκες, δεν έχει ανάγκη προσωπικής επικοινωνίας με άλλους ομοίους του, ακόμη και μ’ εκείνους που ερευνούν το ίδιο αντικείμενο. Πολλές δε φορές η έρευνα in vitroορθώνει γύρω από τον κάθε ερευνητή «τείχη» ενός «κάστρου» επιστημονικής δημιουργίας, όπου αυτός ωθείται να αισθάνεται ο «μικρός θεός-δημιουργός». Και για να έλθουμε σε μια εμπειρία, η οποία έχει αγγίξει στο φοιτητικό μας παρελθόν πολλούς από εμάς που έχουμε ήδη μια ηλικία, οι παλιές βιβλιοθήκες, χώρος ανάγνωσης και έρευνας με το βιβλίο «ανά χείρας», χώρος επιπλέον γνωριμίας ή και απλού συγχρωτισμού στο διπλανό κάθισμα, ανήκουν στο μακρινό χθες. Το φοιτητικό δωμάτιο και ο υπολογιστής φτιάχνουν έναν τεχνητό κόσμο σκέψης και ζωής, την «απόκοσμη» ηρεμία του οποίου δεν μπορεί να ταράξει ούτε ο θόρυβος του δρόμου, μιας ως και οι κατοικίες μας δομούνται πια υπό συνθήκες στεγανότητας.
2. Οι κίνδυνοι του απομονωτικού αυτοματισμού.
Οι κατά τ’ ανωτέρω συνθήκες ζωής μας έχουν εθίσει, λοιπόν, στο να μην αισθανόμαστε την απουσία και, πολύ περισσότερο, την ανάγκη του άλλου.
α) Περνάμε την ζωή μας υπό όρους ενός απομονωτικού αυτοματισμού, βυθισμένοι πάντοτε στις σκέψεις μας και στα προβλήματά μας, τα οποία δεν μπορούμε να μοιρασθούμε με άλλους ή, ακόμη χειρότερα, δεν θέλουμε να τα μοιρασθούμε.
β) Άλλο, ανάλογο, παράδειγμα παρέχουν οι μετακινήσεις μας, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα. Χρησιμοποιούμε, ολοένα και περισσότερο, το αυτοκίνητο, δίχως μάλιστα την συντροφιά κάποιου στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Ακόμη και όταν προσφεύγουμε στα μέσα μαζικής μεταφοράς, και κυρίως στον υπόγειο σιδηρόδρομο, σπάνια ρίχνουμε το βλέμμα μας στον διπλανό συνεπιβάτη και, ακόμη σπανιότερα, του απευθύνουμε τον λόγο. Αν επιλέξουμε το περπάτημα, είτε γιατί ο χώρος εργασίας είναι κοντά είτε για λόγους άσκησης -με συνηθέστερο χώρο τα πάρκα των πόλεων- δίνουμε την αίσθηση ότι βρισκόμαστε σ’ ένα έρημο τοπίο, όπου δεν διακρίνουμε κάποιον στον ορίζοντα. Και το χειρότερο είναι ότι δεν νοιώθουμε καν την αγωνία του περιπλανώμενου στην ερημιά, ο οποίος προσπαθεί απεγνωσμένα να φθάσει στο τέρμα της.
Β. Εμείς και το Διαδίκτυο.
Μιας και αναφέρθηκα στο Διαδίκτυο, θεωρώ αναγκαίο ν’ αναδείξω πώς η αλόγιστη χρήση του -διότι, θα το επαναλαμβάνω εμμονικώς προς άρση κάθε παρεξήγησης, εύλογης ή κατασκευασμένης, το υπό την ευρεία του όρου έννοια Διαδίκτυο είναι από τα «ευγενέστερα» δημιουργήματα της Τεχνολογίας, παρέχοντας άπειρες δυνατότητες δημιουργίας στον σύγχρονο Άνθρωπο- εκτός από τις πολλαπλές παρενέργειες της εξ αυτής προκαλούμενης μοναξιάς έχει και τις εξής αρνητικές συνέπειες στο πεδίο της πνευματικής δημιουργίας του Ανθρώπου:
1. Το σύνδρομο του «παντογνώστη».
Αρκούμαστε -ιδίως δε αρκούνται οι νεότεροι- κατά την διαδικασία της μάθησης στην δίχως όρια πληροφόρηση για οιοδήποτε αντικείμενο, πολλώμάλλον όταν η χρήση του Διαδικτύου επιτρέπει μια σχεδόν ανέξοδη πρόσβαση στην πληροφόρηση αυτή. Μοιραία, και με την επικουρία των «σειρήνων» της ήσσονος προσπάθειας, αποδεχόμαστε, άνευ όρων, την εγκυρότητα της κάθε πληροφορίας, δίχως να ερευνούμε την ορθότητά της.Δίχως δηλαδή ν’ αποτολμούμε την αμφισβήτησή της, καταλαμβανόμενοι από το, τοξικό πνευματικώς, σύνδρομο του «παντογνώστη» και «παντεπόπτητου επιστητού». Γεγονός το οποίο, με την σειρά του, γιγαντώνει τον ανεδαφικό εγωϊσμό μας και ωραιοποιεί, εμμέσως πλην σαφώς, την μέσω της τεχνητής αυτάρκειας και αυτοδυναμίας μοναξιά μας. Αυτή η ψευδαίσθηση του, εντελώς ανυπόστατου, «πνευματικού μεγαλείου» ρίχνει, ολοένα και πιο συχνά και σε ολοένα και μεγαλύτερη έκταση, την βαριά σκιά της πάνω στον ψυχισμό μας, κάνοντάς μας ν’ αγνοούμε ότι ο πραγματικά πνευματικός Άνθρωπος -με την ευρύτατη, φυσικά, έννοια της πνευματικότητας- πρέπει να διανύει ενσυνειδήτως, ως το τέλος του βίου του, τον ανηφορικό δρόμο της αναζήτησης της Γνώσης και της Αλήθειας.
2. Οι «παγίδες» της πληροφορίας.
Στο ίδιο πλαίσιο, και μ’ επίκεντρο την επιστημονική δημιουργία, αυτή η οιονεί «αποθέωση» της πληροφορίας αποστεώνει την σκέψη. Και τούτο διότι δεν επιτρέπει στον δημιουργό να μετατρέψει την πληροφορία σε Γνώση και την Γνώση σε «Σοφία», δηλαδή, κατ’ αποτέλεσμα, σ’ Επιστήμη. Αυτή η στείρα πορεία είναι, μοιραίως, νομοτελειακή, αν αναλογισθούμε ότι, με βάση τα δεδομένα της σύγχρονης Επιστημολογίας, η Επιστήμη προάγεται μόνο μέσ’ από την διαδικασία της τεκμηριωμένης «Επιλάθευσης» της κατεστημένης Γνώσης. Πραγματικά, μια απλή παρατήρηση της κοινωνικο-οικονομικής ιδιοσυστασίας της εποχής μας και του Κόσμου μας αρκεί για να καταδείξει ότι, δίχως την μέθοδο της Επιλάθευσης, μετά βίας θα βρισκόμαστε σήμερα στο στάδιο της Β΄ Βιομηχανικής Επανάστασης και, σίγουρα, η «επιστημονική άνοιξη» της εν γένει Τεχνολογικής Επανάστασης θα φάνταζε πολύ μακρινή, κατά πάσα δε πιθανότητα αδιανόητη.
Επίλογος
Αυτό το αίσθημα αυθυπαρξίας, αυτοδυναμίας και αυτάρκειας, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες που προεκτέθηκαν, μπορούσε, όπως είναι φυσικό, να λειτουργήσει και να επενεργήσει όσο καθένας μας ήταν πλήρως ελεύθερος να επιλέξει ανάμεσα στην Συλλογικότητα και στον ατομισμό, δηλαδή, εν τέλει, ανάμεσα στην κοινωνικότητα και στην μοναξιά.
Α. Εύθραυστη ψευδαίσθηση «ισορροπίας», την οποία ήλθε, μέσα σ’ ελάχιστο χρονικό διάστημα, να διαλύσει στα «εξ ων συνετέθη» το καθεστώς των -εν πολλοίς επιβεβλημένων, οπωσδήποτε όμως πάντοτε υπό όρους σεβασμού των ορίων που προβλέπει το Σύνταγμα, το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο- μεγάλων και εκτεταμένων περιορισμών για την αποτροπή της ταχύτατης διάδοσης του Covid-19. Και τότε, όταν δηλαδή έπαψε, αναγκαστικώς, να λειτουργεί -σε πολύ μεγάλο βαθμό ή και εντελώς- η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στην κοινωνικότητα και στην μοναχική πορεία δημιουργίας, ανακαλύπτουμε ξαφνικά, με ολοένα και πιο αγωνιώδη ένταση, την αξία του άλλου, του «πλησίον». Με απλές λέξεις την αξία της Συλλογικότητας. Το παρήγορο -και με την παράπλευρη απώλεια ενός ιδιότυπου συνδρόμου στέρησης- είναι ότι με τον τρόπο αυτό ανακαλύπτουμε, έστω και καθυστερημένα, τα «ξεχασμένα» θεμέλια αυτού τούτου του Πολιτισμού μας, του Ευρωπαϊκού και του εν γένει Δυτικού Πολιτισμού.
Β. Γυρίζουμε πίσω, μέσα σε μια οιονεί «πένθιμη» ατμόσφαιρα νοσταλγικής περίσκεψης, στην ρήση του Αριστοτέλη ότι ο Άνθρωπος είναι, εκ φύσεως, «ον κοινωνικό». Διότι τα κατά τ’ ανωτέρω θεμέλια του Πολιτισμού μας, του Πολιτισμού που εδράζεται στην αντηρίδα της ανοιχτής κοινωνίας και όχι της κλειστής κοινότητας, ανάγονται, κατά γενική ομολογία και αναγνώριση, στον πρώτο του πυλώνα, ήτοι στην Αρχαία Ελλάδα. Εκείνη που «γέννησε» το Ελεύθερο Πνεύμα, το Πνεύμα της αμφισβήτησης του δόγματος και της «κατεστημένης γνώσης». Ήτοι το Πνεύμα, το οποίο έχει αφήσει ανεξίτηλο το «αποτύπωμά» του στην διαδρομή της Επιστήμης και της Φιλοσοφίας, από την δημιουργία τους ως σήμερα.