Ο Αντιπρόεδρος της Βουλής και βουλευτής της Α’ Αθηνών Νικήτας Κακλαμάνης με άρθρο του στην «Εστία», επικρίνει ανοικτά την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου για την παράλειψη να θέσει το θέμα των αποζημιώσεων στην Άγκελα Μέρκελ:
Η Σφαγή του Διστόμου και το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων από τα ναζιστικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, πριν από 80 χρόνια περίπου, αποτελούν δύο γεγονότα, που μπορεί να θέλουν να ξεχάσουν οι Γερμανοί αλλά οφείλουν να θυμούνται πάντα οι Έλληνες.
Είναι δύο ιστορικές στιγμές, που αποδεικνύουν το μέγεθος της ολικής καταστροφής, το οποίο προκάλεσαν στη Πατρίδα μας, οι πρόγονοι της Άνγκελα Μέρκελ και για την οποία ακόμη και τώρα, αρνούνται να ζητήσουν –τουλάχιστον- συγνώμη από τον Ελληνικό Λαό. Δυστυχώς, η κ. Μέρκελ δεν είχε το πολιτικό θάρρος, να το κάνει ούτε στη πρόσφατη επίσκεψη της στην Αθήνα, η οποία μάλιστα, έγινε ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου, ημέρα της Εθνικής Εορτής μας.
Δικαιολογημένα, εδώ, θα πει κάποιος: «Η Μερκέλ σωστά έπραξε. Γιατί να «σκαλίσει» ένα θέμα, που για τους Γερμανούς έχει λήξει. Εμείς, τι κάναμε; Γιατί δεν το φέραμε στο τραπέζι;». Δεν θα έχει –τελείως- άδικο. Η Γερμανίδα Καγκελάριος ακολούθησε την πάγια γραμμή του Βερολίνου για το θέμα των αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου προς τη Χώρα μας: «Περασμένα-ξεχασμένα». Όταν όμως τη δέχεται στο Προεδρικό Μέγαρο , η Πρώτη Πολίτης της Ελλάδας, δεν επιτρέπεται να μην ακούει λέξη για το συγκεκριμένο ζήτημα. Όχι, γιατί το επιβάλλουν οι –κατά τους «διεθνιστές»- οι «εθνικιστές» και οι «υπερπατριώτες», αλλά επειδή είναι υποχρέωση στη μνήμη των εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων, που θανατώθηκαν από τους Ναζί και του ολέθρου, που προκάλεσαν σε ολόκληρη τη Πατρίδα μας.
Πριν από δύο χρόνια, Ιανουάριος του 2019 ήταν, η κ. Μέρκελ είχε έρθει ξανά στην Αθήνα. Και είχε συναντηθεί με τον τ. Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, κ. Προκόπη Παυλόπουλο. Τότε όμως, είχε ακούσει -πρόσωπο με πρόσωπο- ο’ τι δεν ειπώθηκε ξανά από την ομόλογο του, την 28η Οκτωβρίου του 2021. Ο κ. Παυλόπουλος –on camera- είχε υπενθυμίσει ευθέως τις απολύτως δικαιολογημένες και ενεργές απαιτήσεις της Ελλάδας, τόσο για τις γερμανικές αποζημιώσεις, όσο και για το κατοχικό δάνειο. Η κ. Μέρκελ και εκείνη τη μέρα (11η Ιανουαρίου 2019) έκανε επίσης, την…κωφή. Η ελληνική «υπενθύμιση» όμως είχε γίνει και μάλιστα στο ανώτερο πολιτειακό επίπεδο.
Κατά τη ταπεινή μου γνώμη το ίδιο έπρεπε να είχε συμβεί και πάλι από τον Ανώτατο άρχοντα της Κοινοβουλευτικής μας Δημοκρατίας. Κι’ ας μην είχε θεραπευθεί η …κώφωση της Γερμανίας Καγκελαρίου. Προεξοφλώ, ότι αυτή η άποψη μου θα προκαλέσει όσους- ευτυχώς λίγους αλλά ευλίγιστους- επιθυμούν τη «λύση του συμβιβασμού» για τα εθνικά μας θέματα, ακόμη κι’ αν μπορεί να κοστίσουν μέχρι και τον «ακρωτηριασμό» της ελληνικής επικράτειας (π.χ. τα στελέχη του περίφημου ΕΛΙΑΜΕΠ).
Προλαμβάνω και τους απαντώ: Δεν είμαι αντίθετος στον διάλογο με κανέναν. Καταλαβαίνω- σε σημαντικό βαθμό- τα διπλωματικά παιχνίδια, που διεξάγονται στη γεωπολιτική σκακιέρα. Δεν σημαίνει όμως, ότι αποδέχομαι να είμαι υποτελής, ιδιαίτερα δε, αν αποδεδειγμένα, έχω το τεκμηριωμένο δίκιο (ηθικό και νομικό) με το μέρος μου. Και στη προκειμένη περίπτωση η Ελλάδα το έχει, όχι μόνο 100% αλλά τουλάχιστον 1000%!
Θυμίζω, ότι το 2012, δημιουργήθηκε στο Υπουργείο Οικονομικών, υπό τον Χρήστο Σταικούρα, μία Επιτροπή προκειμένου να διερευνήσει το μείζον ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου. Το πόρισμα, που κατέληξε μετά από μήνες, ήταν αποκαλυπτικό: Το κόστος των ναζιστικών θηριωδιών για την Ελλάδα ανέρχονταν στο ύψος των σημερινών δανειακών μας υποχρεώσεων προς τη γερμανοκρατούμενη Ε.Ε. Δηλαδή, ούτε λίγο, ούτε πολύ, φθάνει στα 350 δις ευρώ!!!
Αναρωτιέμαι, λοιπόν: Είναι δυνατόν να μη διεκδικούμε τα αυτονόητα, για να μη θίξουμε τη κ. Μέρκελ ή τον κ. Σόλτς στο μέλλον, από τη στιγμή, που οι Γερμανοί εξακολουθούν να αγνοούν, έστω τη λέξη «συγνώμη»; Μιλάμε για τους ανθρώπους, που επέβαλλαν μία δεύτερη Κατοχή στη Ελλάδα, χάρη στα «μνημόνια» από το 2010 και οδήγησαν σε εξαθλίωση μεγάλο κομμάτι του Λαού μας. Τι κι’ αν μετά από 10 χρόνια παραδέχονται πλέον, ότι ίσως έσφαλλαν. Το κακό, που έκαναν στους Έλληνες, διορθώνεται;
Προανέφερα όμως, ότι οι απαιτήσεις της Πατρίδας απέναντι στη Γερμανία είναι νομικά απόλυτα τεκμηριωμένες. Εξηγώ:
Κατ’ αρχήν πρέπει να διευκρινιστεί, ότι το ζήτημα του κατοχικού δανείου και των επανορθώσεων της Γερμανικής κατοχής είναι δύο εντελώς διαφορετικά θέματα.
- Όσον αφορά στο κατοχικό δάνειο προς τη Γερμανία συνήφθη υποχρεωτικώς –με καταναγκαστικό και εκβιαστικό τρόπο- μεταξύ της κατοχικής Ελληνικής Κυβέρνησης και της Γερμανίας, προς συντήρηση των στρατευμάτων κατοχής. Πρόκειται- από νομική σκοπιά- για ενοχή εκ συμβάσεως. Άρα και η απαίτηση της Ελλάδας είναι ενδοσυμβατικής και όχι αδικοπρακτικής προέλευσης.
Για το ύψος προστίθενται ποσά οι τόκοι υπερημερίας (λόγω μη έγκαιρης εξόφλησης), ενώ για την απαίτηση δεν τίθεται ούτε θέμα παραγραφής, ούτε θέμα παραίτησης παρά μόνο ζήτημα συνολικού υπολογισμού της ως σήμερα. Αξίζει δε, να τονιστεί ότι η Ελληνική θέση γίνεται νομικώς ισχυρότερη, όσο η αποπληρωμή του δανείου είχε αρχίσει ήδη από τη κατοχική περίοδο.
- Οι αποζημιώσεις προκύπτουν λόγω θυμάτων και υλικών καταστροφών στην Ελλάδα από τις δυνάμεις κατοχής και είναι νομικώς και δικαστικώς επιδιώξιμες, αφού στη Διάσκεψη των Παρισίων του 1946 είχε προσδιορισθεί ποσό τέτοιων αποζημιώσεων στην Ελλάδα ύψους 7,5 δις δολαρίων.
Το πλέον σημαντικό;
Ο’ τι το 1953, με τη Συμφωνία του Λονδίνου («Σύμφωνο Ειρήνης»), δεν «χαρίσθηκαν» στη Γερμανία οι οφειλές της λόγω πολεμικών αποζημιώσεων, όπως η Γερμανική πλευρά «τεχνηέντως» φαίνεται να διατείνεται. Με τη συγκεκριμένη συμφωνία απλώς τέθηκε «σε αδράνεια» (νομικά «αναβλητική αίρεση»), επειδή λόγω της διαίρεσης της, σε Ανατολική και Δυτική δεν είχε κατά το Διεθνές Δίκαιο την απαιτούμενη πολιτειακή υπόσταση για ανάληψη και εκπλήρωση συναφών υποχρεώσεων.
Από το 1990– λόγω της επανένωσης της Γερμανίας- η ικανότητα σύναψης «Συμφώνου Ειρήνης» απέκτησε ενιαία νομικώς πολιτειακή υπόσταση και κυριαρχία. Ειδικότερα, τότε υπογράφηκε το λεγόμενο «Σύμφωνο 2+4» μεταξύ της ενωμένης πλέον Γερμανίας και ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Γαλλίας και Αγγλίας, το οποίο καλύπτει, λόγω της νομικής φύσης του αλλά και της γενικότητας του, και τα μη συμβαλλόμενα πλην όμως παθόντα από τη Γερμανική κατοχή, Κράτη, όπως η Ελλάδα.
Επίσης, η από Ελληνικής πλευράς νομική βάση, κατά της Γερμανίας, βρίσκει σταθερό έρεισμα κυρίως στις διατάξεις του άρθρου 3 της Δ’ Σύμβασης της Χάγης του 1907, οι οποίες κωδικοποίησαν και τις ως τότε διατάξεις του Δικαίου του Πολέμου. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο άρθρο: «ο εμπόλεμος όστις ήθελε παραβιάσει τις διατάξεις του Κανονισμού θα υποχρεούνται, αν συντρέχει λόγος, εις αποζημίωσην, θα είναι δε υπεύθυνος διά πάσας τα πράξεις τα διαπραχθείσας υπό των προσώπων των μετεχόντων της στρατιωτικής του δυνάμεως».
Συμπερασματικά: Ο κοινός μας Ευρωπαϊκός Νομικός Πολιτισμός , ως μέρος του εν γένει κοινού μας Ευρωπαϊκού Πολιτισμού που συντίθεται από τις διατάξεις αλλά και τις θεμελιώδεις αρχές και τις αξίες της Ευρωπαϊκής και της Διεθνούς Νομιμότητας, επιβάλλει τη σχετική απόφαση να τη λάβει αρμόδιο δικαιοδοτικό forum, με βάση το Διεθνές Δίκαιο. Η θέση αυτή, είναι κυριολεκτικώς Εθνική και κατά συνέπεια αδιαπραγμάτευτη. Γι’ αυτό, επειδή η κ. Μέρκελ είπε, ότι θα επισκεφτεί ξανά τη Χώρα μας, θα πρότεινα στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας, να της τη θυμίσει. Ίσως- αν και δεν το νομίζω- η κ. Μέρκελ κάτι να καταλάβει…