Στις απόπειρες να θεμελιωθούν επί μιας «νομικίστικης βάσης» οι αντιρρήσεις κατά της συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας απαντά ο καθηγητής Οικονομικής Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής Θεωρίας του ΕΚΠΑ Ιωάννης Μάζης.
Στο άρθρο του το οποίο δημοσιεύεται στη «δημοκρατία» απαντά -αφοπλιστικά θα έλεγε κανείς- στα κάθε είδους επιχειρήματα σχετικά τόσο με τις προβλέψεις της συμφωνίας και πώς αυτή δύναται να εφαρμοστεί επί του πεδίου όσο και με τους ισχυρισμούς περί των «Ελληνόπουλων» που θα πάνε να υπερασπιστούν τα συμφέροντα της Γαλλίας στην… Αφρική.
Είναι βέβαιο πως ο επιστημονικός τρόπος με τον οποίο ο καθηγητής αντιμετωπίζει όσα ακούστηκαν το τελευταίο διάστημα αναδεικνύει όχι μόνο τα πολλαπλά οφέλη για τη χώρα μας από τη συγκεκριμένη συμφωνία, αλλά αποτελεί και ένα «εγχειρίδιο» χρήσης για τους αρμοδίους.
Γι’ αυτό και προκειμένου να μην «ξεχαστούν» οι προβλέψεις της από τους τυχόν αρμοδίους, αν και όταν χρειαστεί, η κατάθεση του καθηγητή είναι πολύτιμη και για κάθε αναγνώστη.
Ας κατανοήσουν ότι έκαμαν λάθος καταψηφίζοντας την στρατηγική συμφωνία
Η εικόνα των στρατιωτικών αποστολών της Ελλάδος κατά το διάστημα 1950 έως το 2014 έχει ως κατωτέρω εις τον συνημμένον Πίνακα 1. Παρατηρούμε ότι ουδεμία εξ αυτών είχε λάβει επιπλέον κοινοβουλευτικήν έγκρισιν.
Επίσης, παρατηρούμε ότι οι δύο εξ αυτών, α) η Active Endeavour/2003/ΝΑΤΟ και β) η UNIFIL”/2006/ΟΗΕ, συνεχίζονται μέχρι σήμερον υπό όλας τας κυβερνήσεις -από το 2003 μέχρι σήμερον-, άρα και αυτές της σημερινής μείζονος αντιπολιτεύσεως. Αναφορικώς δε με τις δεσμευόμενες ελληνικές δυνάμεις, να αναγνωσθεί ο Πίνακας 2, ώστε και οι τελευταίες αντιστάσεις περί των «παιδιών της Ελλάδος τα οποία θα κινδυνεύσουν την ζωήν των εις το Σαχέλ» να θεωρηθούν υπερβολικές. Ας παρατηρήσομε επίσης και το δεσμευθέν στρατιωτικό/οπλικό υλικό. Μόνον διά τις δύο προαναφερθείσες αποστολές, τις οποίες συνέχισε και η σημερινή μείζων αντιπολίτευσις, εδεσμεύθησαν: α) πυραυλάκατος ή κανονιοφόρος σε 8ωρη ετοιμότητα στον ναύσταθμο και φρεγάτα και υποβρύχιο εν πλω ανά περιόδους, όπως και β) μία (1) φρεγάτα και μία (1) πυραυλάκατος, ενώ εν συνεχεία μία (1) τορπιλάκατος (ΤΠΚ) ή μία (1) κανονιοφόρος. Ας σταματήσουν συνεπώς οι γογγυσμοί των διαφωνούντων σήμερα και ας κατανοήσουν ότι έκαμαν λάθος καταψηφίζοντες την ελληνογαλλική στρατηγική συμφωνία. Ουδέποτε οι συμμετοχές μας εις την ελληνογαλλικήν συμφωνίαν δεν θα υπερβούν τις ήδη υπάρχουσες και υπό των ιδίων, άλλωστε, γεγονυίες αποδεκτές.
Η ανακοίνωσις του γαλλικού ΥΠΕΘΑ σχετικά με τη μη συμπερίληψιν της ΑΟΖ εις την προστατευομένην επικράτειαν από την «ρήτρα αμυντικής/στρατιωτικής συνδρομής» του άρθρου 2 της συμφωνίας είναι αντικειμενική και νομικώς ευσταθής. Ο όρος «επικράτεια» δηλοί «κυριαρχίαν» του κράτους επί της συγκεκριμένης υγράς ή ξηράς ζώνης, και η ΑΟΖ δεν υπόκειται εις την «κυριαρχίαν» της Ελλάδος, αλλά αυτή ασκεί «κυριαρχικά δικαιώματα» (γνωστά, άλλωστε) επ’ αυτής, όπως και επί της υφαλοκρηπίδος της. Εάν, όμως, 1ον) τουρκικόν ερευνητικόν σκάφος επιχειρήσει να διεξαγάγει παρανόμως (άνευ ελληνικής αδείας) έρευναν επί του βυθού της υφαλοκρηπίδος ή κατά μήκος και πλάτος της υγράς στήλης αυτής ή να τοποθετήσει ανεμογεννήτριες εις την επιφάνειαν των διεθνών υδάτων αυτής, εκμεταλλευόμενον τους υπεράνω της επιφανείας της ελληνικής ΑΟΖ πνέοντας ανέμους, και τα πολεμικά πλοία συνοδείας του επιχειρήσουν να πλήξουν ελληνικόν πολεμικόν «σκάφος σημαίας» το οποίο θα προσπαθήσει να τα απομακρύνει, προστατεύον τα «ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα της ΑΟΖ του», τότε πλήττουν «ελληνικήν κυριαρχίαν» (δηλαδή, το «σκάφος σημαίας»), το οποίον και αποτελεί επέκτασιν της «εθνικής κυριαρχίας» νομίμως υπερασπίζων τα -νομικώς ισχυρά και ισχύοντα κατά την UNCLOS III/1982- κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδος. Εις την περίπτωσιν αυτήν, η Τουρκία αποτελεί καταφανώς την αναφερομένην ως «τρίτην χώραν» του άρθρου 2, της οποίας η δραστηριότης των πολεμικών σκαφών πλήττει «ελληνικήν εθνικήν κυριαρχίαν» και, συνεπώς, ενεργοποιεί εναντίον της, εάν ζητηθεί πάντως από την Αθήνα, το άρθρον 2 της Συμφωνίας.
Πού δύναται να συμβεί το ανωτέρω, νομικώς ισχυρόν διά τα ελληνικά δίκαια, επεισόδιον; Μα, σαφώς εκεί όπου η Ελλάς έχει οριοθετήσει ΑΟΖ, δηλαδή στο τμήμα 26ου-28ου μεσημβρινού, με τη μερική οριοθέτηση Ελλάδος – Αιγύπτου. Εξαιρώ ευλόγως, ως ελάχιστα πιθανήν διά τοιούτου είδους επεισόδιον -προς στιγμήν-, την οριοθετημένην περιοχήν των «θαλασσίων ζωνών Ελλάδος – Ιταλίας».
Η Ελλάς είναι συνταγματικώς και από πλευράς Διεθνούς Δικαίου εγγυήτρια δύναμις διά την Κυπριακήν Δημοκρατίαν και βάσει της συνθήκης εγγυήσεως αυτής (Παράρτημα Ι, Αρθρον 181: Συνθήκη Εγγυήσεως, του Κυπριακού Συντάγματος, Κυβερνητικόν Τυπογραφείον Κύπρου, 1960, σ.σ.: 93-94). «Εν περιπτώσει παραβιάσεως των διατάξεων της παρούσης συνθήκης, η Ελλάς, η Τουρκία και το Ηνωμένον Βασίλειον αναλαμβάνουσι την υποχρέωσιν όπως διαβουλεύωνται μετ’ αλλήλων όσον αφορά τας παραστάσεις ή τα μέτρα τα αναγκαία διά την διασφάλισιν της τηρήσεως των εν λόγω διατάξεων. Εφ’ όσον η κοινή ή συντονισμένη ενέργεια δεν ήθελεν αποδειχθή δυνατή, εκάστη των τριών εγγυητριών δυνάμεων επιφυλάσσει εαυτή το δικαίωμα όπως ενεργήση με μόνον σκοπόν την επαναφοράν τής διά της παρούσης συνθήκης δημιουργηθείσης καταστάσεως». Κατόπιν της τουρκικής εισβολής και συνεχιζομένης κατοχής, των ωμών παραβιάσεων της νομίμως οριοθετηθείσης ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία και της τελευταίας βαρβάρου διεισδύσεως των τουρκικών δυνάμεων εις το Βαρώσι, δεν νομίζω να θεωρεί κανείς ότι δεν «παραβιάζονται οι διατάξεις της παρούσης συνθήκης»! Αυτό το γεγονός, όπως και η ενεργοποίηση της νομικώς ισχυούσης εισέτι συμφωνίας του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου της εγγυητρίας δυνάμεως Ελλάδος με την Κύπρο και η άρτι υπογραφείσα ελληνογαλλική στρατηγική συμφωνία συνεργασίας νομίζω ότι ενθαρρύνουν την Αθήνα και την Λευκωσία να προχωρήσουν σε προσφορά μονίμων αεροναυτικών βάσεων εις την Γαλλία επί του ελευθέρου κυπριακού εδάφους, όπως έχω και προηγουμένως εξηγήσει και περιγράψει σε σχολαστικώς τεκμηριωμένο άρθρο μου στην εφημερίδα «κυριακάτικη δημοκρατία» (08/08/2021).
Ασπίδα στο Αιγαίο, ώρα για 12 μίλια
Δύναται η Ελλάς να ενεργοποιήσει αναλόγως το άρθρον 2 εις το Αιγαίον; Ναι, διότι:
α) Δύναται να επικαλεστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα εις την υφαλοκρηπίδαν του Αιγαίου, η οποία ισχύει ipso facto et ab initio, και το μόνον ζήτημα που απασχολεί τα δύο παράκτια κράτη είναι η προς Ανατολάς (διά την Ελλάδα) οριοθέτησίς της με την Τουρκία διά της νομικής οδού (Δικαστήριον του Αμβούργου και ουχί της Χάγης). Συνεπώς, ισχυούσης της UNCLOS III/1982 (και ως εθιμικόν δίκαιον διά την Τουρκία) δυτικώς των νήσων και νησίδων του ανατολικού, του βορειοανατολικού και του νοτιοανατολικού Αιγαίου (εκβολές Εβρου έως σύμπλεγμα Καστελορίζου, και δη της νήσου Στρογγύλης), η υφαλοκρηπίς είναι ήδη ελληνική και η Ελλάς δύναται να προστατεύσει εκεί τα «κυριαρχικά της δικαιώματα» διά πολεμικών «πλοίων σημαίας».
β) Δύναται επίσης, και πρωτίστως, να ενισχύσει το δικαίωμα αυτό επί της υφαλοκρηπίδος της, καθιστώσα το 70% περίπου της υφαλοκρηπίδος του Αιγαίου «ελληνική επικράτεια» και, συνεπώς, και «κυριαρχία» διά της επεκτάσεως της υφισταμένης μέχρι σήμερον αιγιαλίτιδος ζώνης των 6 μιλίων εις τα 12! Τότε, δεν τίθεται ουδέν ζήτημα ερμηνείας περί «επικρατείας» και, συνεπώς, ουδέν ζήτημα αμφισημίας περί δυνατότητος ενεργοποιήσεως του άρθρου 2 της ελληνογαλλικής συμφωνίας.
γ) Δεν τίθεται επίσης και ζήτημα «ελληνικού παραδόξου», της διαφοράς δηλαδή μεταξύ αιγιαλίτιδος ζώνης και Εθνικού Εναερίου Χώρου (ΕΕΧ). Τουναντίον, έχομε και το περιθώριον να διαπραγματευθώμεν, επιδεικνύοντες και «καλήν θέλησιν», τα επιπλέον 2 ν.μ. της διαφοράς από τα 10 ν.μ. του ΕΕΧ από την αιγιαλίτιδα ζώνη των 12 ν.μ. κατά την κατεύθυνσιν που εμείς επιθυμώμεν και ουχί προς την κατεύθυνσιν που οι καταναγκασμοί εξ Αγκύρας επιθυμούν να μας επιβάλουν.
δ) Αμέσως μετά, να προβεί η Αθήνα εις την απολύτως νόμιμον μονομερώς ασκουμένη ενέργεια της «ανακηρύξεως/declaration» της ΑΟΖ της -συμφώνως προς τον Χάρτην της Σεβίλλης ή ακόμη και τον ακριβέστερον εκείνον που εχαράχθη από τον γράφοντα και τον συνάδελφο επίκουρο καθηγητή Χαρτογραφίας, Γ. Α. Σγούρο- και να αποστείλει τας συντεταγμένας του εις το αρμόδιον Γραφείον Θαλασσών και Ωκεανών του ΟΗΕ εις απάντησιν, οφειλομένην κατά νόμον, της αντιστοίχου τουρκικής επιστολής του κ. Σινιρλίογλου ή και συμπληρωματικώς προς την ακολουθήσασα αυτήν της κυρίας Θεοφίλη. Κατά τον τρόπον αυτόν και τας συντόνους διπλωματικάς ενεργείας Αθηνών, γαλλικής προεδρίας (από 1ης Ιανουαρίου 2022) και Λευκωσίας, να οδηγήσει την Τουρκίαν εις την οδόν του Δικαστηρίου του Αμβούργου και ουχί της Χάγης (βλ. σχετ., Ι. Μάζης, «Μεσογείου Παλίμψηστον. Από τον Νταβούτογλου εις τον Ερντογάν», εκδ. ΛΕΙΜΩΝ, Αθήναι 2021).