Ο διακηρυγμένος στόχος της διαδικτυακής ημερίδας που διοργάνωσε την Παρασκευή 5 Νοεμβρίου το Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (ΙΑΑΑ) ήταν η ανάλυση και κατανόηση των επιπτώσεων της συμφωνίας Αυστραλίας – Ηνωμένου Βασιλείου – ΗΠΑ (AUKUS) για την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, σε συνδυασμό με την υπογραφή του δεύτερου πρωτοκόλλου τροποποίησης της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας αμοιβαίας στρατιωτικής συνεργασίας (MDCA: Mutual Defense Cooperation Agreement).
- Από τον Περικλή Ζορζοβίλη
Ο στόχος επιτεύχθηκε, καθώς οι συμμετέχοντες εισηγητές «φώτισαν» όλες τις πλευρές του ζητήματος, κατορθώνοντας να διευκρινίσουν την παγκόσμια εικόνα, με άξονα αναφοράς όμως την Ελλάδα. Όπως αναφέρθηκε στη διάρκεια της ημερίδας, «κάθε κράτος στην υφήλιο που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να χαράσσει στρατηγική, θεωρώντας εαυτόν ως… τον ομφαλό της Γης»!
Τα συμπεράσματα
Η συμφωνία AUKUS αποδεικνύει το ειδικό ενδιαφέρον του αγγλοσαξονικού κόσμου για την περιοχή Ασίας – Ειρηνικού, που αποτελεί το επίκεντρο του σύγχρονου διεθνούς συστήματος. Μπορεί να θεωρηθεί ως φυσιολογική εξέλιξη αυτής της μετατόπισης, αλλά και της μετεξέλιξης του διεθνούς συστήματος από μονοπολικό σε πολυπολικό.
Αποτελεί επίσης ολική επαναφορά του «πολιτικού» κριτηρίου επί του «οικονομετρικού»: ότι είναι η (γεω)πολιτική που διαμορφώνει το πλαίσιο στο οποίο αναπτύσσονται οι οικονομικές σχέσεις. Σκοπός πάντα είναι η μείωση του «απρόβλεπτου» που απειλεί την ασφάλεια και την επιβίωση των κρατών.
Επί της ουσίας, συνιστά υποχώρηση της θεωρίας της αλληλεξάρτησης (interdependence) που επικράτησε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, βάσει της οποίας η οικονομική λογική των διακρατικών σχέσεων έχει κύρια σημασία. Η οικονομία μπορεί να οικοδομήσει ισχυρές σχέσεις και κοινά συμφέροντα. Όλα δείχνουν όμως ότι αυτό, για να έχει βιωσιμότητα, προϋποθέτει ασφαλές πλαίσιο εντός του οποίου θα συνυπάρξουν η κοινότητα συμφερόντων και η κοινή αποδοχή βασικών αρχών και αξιών. Ο μετα-μεταψυχροπολεμικός κόσμος που αναδύεται παρουσιάζει τάσεις επιστροφής στα θεμελιώδη των διεθνών σχέσεων, τουλάχιστον από την εμφάνιση των κρατών και εντεύθεν.
Η επιστροφή της Ρωσίας
Η ανακοίνωση της συμφωνίας AUKUS, ωστόσο, δεν επηρεάζει καθόλου το ειδικό ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την περιοχή της Ευρώπης και ειδικότερα της Ανατολικής Μεσογείου (όπου πλέον αποτελεί πραγματικότητα η επιστροφή της Ρωσικής Ομοσπονδίας ως «μεσογειακής» ναυτικής δύναμης). Επίσης, η Ουάσιγκτον δεν έχει την επιλογή να απολέσει την αξιοπιστία της έναντι των Ευρωπαίων συμμάχων της (ιδιαίτερα των χωρών της πρώην Ανατολικής Ευρώπης). Η αυξανόμενη αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην Ελλάδα αποδεικνύει στην πράξη όσα λέγονται στο επίπεδο της ρητορικής, ότι η περιοχή αποτελεί «γέφυρα συνάντησης» περιοχών υψίστης γεωστρατηγικής σημασίας, των Βαλκανίων, της Μαύρης Θάλασσας και των αντίστοιχων σημείων πρόσβασης.
Υπό αυτή την έννοια και με αναγωγή στην παγκόσμια «σκακιέρα», οι περιοχές που αφορούν τις συμφωνίες AUKUS και MDCA συνδέονται. Δεν είναι τυχαίο ότι οι συμμαχικές σχέσεις που αναπτύσσονται ξεκινούν από την Ινδία και μέσω του Κόλπου / Μέσης Ανατολής (Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Σαουδική Αραβία), φτάνουν στην περιοχή της Μεσογείου, η οποία διαθέτει σειρά συμμαχικών χωρών με ισχυρές αεροναυτικές δυνάμεις (Ελλάδα, Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία).
Η αστάθεια που παρατηρείται στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου (χάραξη Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών – ΑΟΖ, η οποία συνδέεται με την ενεργειακή ασφάλεια του δυτικού κόσμου, Συρία, Λιβύη, κ.λπ.) αποτελεί πηγή ανησυχίας για το ΝΑΤΟ, που έχει ως προτεραιότητα την αποκλιμάκωση των εντάσεων, παράλληλα με τη μέριμνα διατήρησης της αποτροπής και της άμυνας έναντι της Ρωσικής Ομοσπονδίας, που είναι και η κύρια αποστολή του. Η συλλογική άμυνα καθίσταται περαιτέρω αξιόπιστη, όταν οι σύμμαχοι των ΗΠΑ στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ διαθέτουν ισχυρές και διαλειτουργικές στρατιωτικές δυνάμεις, ικανές να αναλαμβάνουν ευθύνες και να φέρουν σε πέρας αποστολές.
Παρότι η σημασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αμφισβητείται, οι στρατιωτικές δυνατότητες ελέγχονται από τα έθνη. Αυτό καθιστά τη σχέση Ε.Ε. – ΝΑΤΟ σημαντική κυρίως στο πολιτικό επίπεδο, για την εκπομπή ενός ενιαίου και αδιαίρετου -άρα αξιόπιστου- μηνύματος του δυτικού κόσμου, που παραμένει κομβικό στην προσπάθεια διαχείρισης της κατάστασης. Η Ατλαντική Συμμαχία παραμένει η «μήτρα» παροχής ασφάλειας στην περιοχή και μελετά διαρκώς τις μεταβαλλόμενες καταστάσεις, εκπονώντας σενάρια δυνητικών καταστάσεων και αντιδράσεων σε αυτά.
Οι δυνάμεις των επιμέρους κρατών, που συνήθως είναι ταυτόχρονα μέλη και της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, διασφαλίζουν ότι σε περίπτωση κρίσης θα υπάρχει η δυνατότητα παράταξης ισχυρών στρατιωτικών – αεροναυτικών δυνάμεων, που θα έχουν τη δυνατότητα ανταπόκρισης με επιτυχία. Θα πρέπει να είναι έτοιμες για τον ευέλικτο χειρισμό μιας κρίσης και να έχουν τη δυνατότητα προσαρμογής και επιτυχούς ανταπόκρισης με βάση τα δεδομένα της εκάστοτε συγκυρίας.
Ισχυροποιείται η Ελλάδα με τις συμμαχίες Γαλλίας, ΗΠΑ
Όσον αφορά την Ελλάδα, η ελληνογαλλική συμφωνία σε συνδυασμό με την ανανέωση της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας αμοιβαίας στρατιωτικής συνεργασίας, η συνοδευτική επιστολή του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν (βαρύνουσας πολιτικής σημασίας, αλλά χωρίς να διασφαλίζει άμεση στρατιωτική εμπλοκή), καθώς και η συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ενισχύουν τον στρατηγικό της ρόλο στις περιοχές αμέσου και περιφερειακού επιχειρησιακού της ενδιαφέροντος.
Ταυτόχρονα, σε συνδυασμό με τη διπλωματική κινητοποίηση, την καθιστούν αξιόπιστο εταίρο στη Μεσόγειο και τη Βόρεια Αφρική, ενώ η νέα δυναμική που έχει αναπτυχθεί της εξασφαλίζει πρόσβαση, αλλά και το ενδιαφέρον χωρών από τη Μέση Ανατολή, την Αραβική Χερσόνησο, τον Κόλπο, ακόμα και από την ινδική υποήπειρο. Αυτά αναδεικνύουν τη γεωστρατηγική σημασία της περιοχής αμέσου ελληνικού ενδιαφέροντος. Όμως, σε καμιά περίπτωση δεν υποκαθιστούν ή αναιρούν την υποχρέωση της Ελλάδας να αναπτύξει τις δυνατότητες που απαιτούνται, ώστε να υπερασπιστεί την κυριαρχία και τα κυριαρχικά της δικαιώματα, όπως αυτά κατοχυρώνονται από το Διεθνές Δίκαιο.
Για τη χώρα μας, η διατήρηση ισχυρών αεροναυτικών δυνάμεων αποτελεί εξ ορισμού σημαντική προσθήκη στην ισχύ της Ατλαντικής Συμμαχίας. Όσο μεγαλύτερες είναι η εμπλοκή και η συνεισφορά των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στο πλαίσιο της Ατλαντικής Συμμαχίας τόσο αυξάνονται η εμπειρία και η μαχητική τους ικανότητα για να ανταποκριθούν με επιτυχία και στο εθνικό πλαίσιο αποτροπής κάθε απειλής, ενώ αυξάνεται και το κίνητρο συνδρομής από την πλευρά των συμμάχων.
Στην ημερίδα επισημάνθηκε επίσης ότι μια χώρα με ναυτική παράδοση αλλά και ηγετική παρουσία στην παγκόσμια ναυτιλία έχει πολύ περισσότερους λόγους διατήρησης ισχυρής – αξιόπιστης ναυτικής παρουσίας.
Σημειώθηκε, επίσης, ότι οι εκάστοτε γεωστρατηγικές συνθήκες είναι που νοηματοδοτούν τις συμφωνίες που υπογράφονται μεταξύ των κρατών. Άρα, αυτές είναι που υπαγόρευσαν την AUKUS και την MDCA. Αυτό είναι και το πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύσσονται οι ανταγωνισμοί μεταξύ χωρών στις επιμέρους γεωπολιτικές περιφέρειες. Αυτούς τους ανταγωνισμούς το ευρύτερο γεωστρατηγικό πλαίσιο και την ενεργή συμμετοχή καθενός θα τους επηρεάζει καθοριστικά, παρότι κάθε χώρα θα πρέπει να είναι έτοιμη να τους αντιμετωπίσει και μόνη της.
Ειδικά σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, είναι περισσότερο επιτακτική από ποτέ η θεσμική θέσπιση μακροχρόνιων στρατηγικών στόχων. Οι επιτευχθείσες μέχρι σήμερα διμερείς / τριμερείς / πολυμερείς συνεργασίες αποτελούν θετικό βήμα και ένδειξη ότι η εξωτερική πολιτική της χώρας έχει εισέλθει σε ορθή πορεία. Είναι όμως αναγκαία η μετάβαση στο επόμενο επίπεδο, στη διερεύνηση της μετεξέλιξης αυτών των συνεργασιών, που απλώνονται γεωγραφικά πέραν της Μεσογείου, σε πολυεθνικό οργανισμό. Η ψηφιοποίηση, η καινοτομία (συμπεριλαμβανομένου του τομέα της αμυντικής βιομηχανίας), η πράσινη ανάπτυξη, η ανάπτυξη μεσαίας και βαριάς βιομηχανίας, η αντιμετώπιση του Δημογραφικού και η πολιτική – οικονομική σταθερότητα αποτελούν μεγάλες προκλήσεις, αλλά και ταυτόχρονα προαπαιτούμενα χάραξης ορθολογικής μελλοντικής πορείας της χώρας.
Σημαντικές παρουσίες στην ημερίδα
Στην ημερίδα απηύθυνε χαιρετισμό ο ναύαρχος (ε.α.) Παναγιώτης Χηνοφώτης, επίτιμος αρχηγός Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμυνας και πρώην υφυπουργός Εσωτερικών και συμμετείχαν ως εισηγητές οι:
* Αλέξανδρος Δρίβας, υποψήφιος διδάκτωρ Πάντειου Πανεπιστημίου,
* Δρ Μάριος Ευθυμιόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής / κοσμήτορας, Κολέγιο Ασφάλειας και Παγκόσμιων Σπουδών στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο στα Εμιράτα,
* καθηγητής James Bergeron, πολιτικός σύμβουλος του διοικητή της Συμμαχικής Ναυτικής Διοίκησης (Allied Maritime Command – MARCOM / NATO),
* Δρ Γεώργιος Φίλης, επίκουρος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Κολέγιο Ledra στην Κύπρο, καθηγητής στο Κολλέγιο Αθηνών – Ψυχικού, επισκέπτης καθηγητής στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών \ και στη Σχολή Εθνικής Αμυνας (ΣΕΘΑ), μέλος ΙΑΑΑ.
* Αντιστράτηγος (ε.α.) Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, εκτελεστικός διευθυντής Παρατηρητηρίου Ευρωμεσογειακής Ασφάλειας και Συνεργασίας (ΠΕΜΑΣ),
* Δρ Κλεάνθης Κυριακίδης, επίκουρος καθηγητής – διευθυντής Προγράμματος Master of Arts in Diplomacy, Κολέγιο Ασφάλειας και Παγκόσμιων Σπουδών στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο στα Εμιράτα,
* Δρ Φώτιος Μουστάκης, αναπληρωτής καθηγητής Στρατηγικών Σπουδών (Εκπαίδευση), Σχολή Κοινωνίας και Πολιτισμού (Σχολή Τεχνών, Ανθρωπιστικών Επιστημών και Επιχειρήσεων), Πανεπιστήμιο του Πλίμουθ.