Το κοινοβουλευτικό πολίτευμα, δηλαδή η διακυβέρνηση μέσω εκλεγμένων από το λαό αντιπροσώπων, δεν είναι φυσικά δημοκρατία ή αν το προτιμάτε διαφορετικά, είναι μια ελιτίστικη δημοκρατία κορυφής και όχι κανονική δημοκρατία κοινωνικής βάσης. Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτό το πολίτευμα βασίζεται σε ένα ουσιώδες συστατικό στοιχείο.
Τη σαφή διάκριση των τριών εξουσιών, Νομοθετικής, Εκτελεστικής, Δικαστικής. Χωρίς αυτή τη διάκριση, την ανεξαρτησία και το αυτοδύναμο των τριών εξουσιών, ακυρώνεται η ουσία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος.
Αν και η αρχή της διάκρισης των εξουσιών συναντάται αρχικά στον Αριστοτέλη «….έστι δη τρία μόρια των πολιτειών πασών, …εν μεν τι το βουλενόμενον περί των κοινών… δεύτερον δε το περί τας αρχάς… τρίτον δε τι το δικάζον…», εντούτοις ο σύγχρονος όρος αποδίδεται στον Μοντεσκιέ και αποτελεί πλέον, όπως είπαμε, ουσιώδες συστατικό στοιχείο της αντιπροσωπευτικής αστικής δημοκρατίας. Το κοινοβουλευτικό πολίτευμα είναι ένα πολίτευμα που φτιάχτηκε κατά την άνοδο του αστισμού από την τότε επικρατήσασα, κατά την βιομηχανική επανάσταση, αστική τάξη στα δικά της μέτρα.
Σε κάθε περίπτωση, η διάκριση των εξουσιών και η ανεξαρτησία τους στοχεύει στον αλληλοέλεγχο μεταξύ των και δι΄ αυτού του τρόπου στην ισορροπία των τριών δυνάμεων στην κορυφή της συνολικής κρατικής εξουσίας.
Δεν μπορεί λοιπόν η εκτελεστική εξουσία να εμπλέκεται στις αρμοδιότητες της νομοθετικής ούτε της δικαστικής, όπως συμβαίνει σε μας. Εδώ στην Ελλάδα, υπάρχει πλήρης σύγχυση των τριών εξουσιών και για να είμαστε πιο ακριβείς, το πρωθυπουργικό γραφείο ελέγχει τα πάντα.
Νομοθετική Εξουσία
Βασική συνιστώσα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος είναι προφανώς το ίδιο το Κοινοβούλιο. Οι αρμοδιότητες της Βουλής είναι βασικά δύο. Η νομοθετική και η ελεγκτική.
Στη νομοθετική αρμοδιότητα ανήκουν τόσο οι προτάσεις νόμων των ίδιων των βουλευτών που κατατίθενται προς συζήτηση και ψήφιση, όσο και τα νομοσχέδια της κυβέρνησης, που επίσης κατατίθενται προς συζήτηση και ψήφιση.
Αν και η συζήτηση και ψήφιση των προτάσεων νόμων υποτίθεται πως είναι η βασικότερη όλων των αρμοδιοτήτων της Βουλής, εντούτοις ποτέ, όχι μόνο δεν υπερψηφίζονται από την κυβερνητική πλειοψηφία, αλλά ούτε καν εισάγονται προς συζήτηση στις επιτροπές και στην Ολομέλεια του σώματος. Αυτό προφανώς δεν γίνεται με πρωτοβουλία του προεδρείου της Βουλής (αν και έτσι χρεώνεται), αλλά κατόπιν εντολών του πρωθυπουργικού γραφείου, καθόσον το Προεδρείο της Βουλής το έχει διορίσει και το ελέγχει ο πρωθυπουργός, μέσω της κυβερνητικής πλειοψηφίας που ελέγχει. Βλέπουμε λοιπόν εδώ, ότι η εκτελεστική εξουσία έχει ευνουχίσει πλήρως τη Βουλή σε ότι αφορά στην αρμοδιότητά της για συζήτηση και ψήφιση των προτάσεων νόμων, που παρόλα αυτά συνεχίζουν να κατατίθενται από βουλευτές και αντιπολιτευόμενα κόμματα, δυστυχώς στο πουθενά.
Αντίθετα τα νομοσχέδια της κυβέρνησης (και τις απαράδεκτες τροπολογίες της) το προεδρείο της Βουλής τα εισάγει αμέσως προς συζήτηση και φυσικά η κυβερνητική πλειοψηφία υπερψηφίζει τα πάντα. Διαφορετικά, όποιος βουλευτής αρνηθεί να υπερψηφίσει ό,τι απαράδεκτο και αντισυνταγματικό φέρνει η κυβέρνηση (με την έγκριση φυσικά του πρωθυπουργού), αρχικά θα διαγραφεί και τελικά θα πάει στο σπίτι του, αφού δεν πρόκειται να ξαναμπεί στα ψηφοδέλτια του κυβερνώντος κόμματος. Βλέπουμε λοιπόν κι εδώ ότι η εκτελεστική εξουσία έχει εισβάλει στη Βουλή και την έχει υποκαταστήσει πλήρως στη νομοθετική της αρμοδιότητα. Έτσι η Βουλή παίζει ουσιαστικά τον τυπικό ρόλο του «συμβολαιογράφου» της κυβέρνησης, επικυρώνοντας αδιαμαρτύρητα ενίοτε και αντισυνταγματικές διατάξεις, ελλείψει Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Αφού λοιπόν η Βουλή προφανώς έχει ακυρωθεί ως ανεξάρτητη εξουσία, τότε τι νόημα έχουν οι συζητήσεις στη Βουλή και οι ψηφοφορίες; Αυτό που γίνεται είναι στην ουσία μια πολιτικά θεατρική παράσταση, για την δικαιολόγηση της δήθεν δημοκρατίας, έστω και αυτή της κορυφής. Οι βουλευτές, ακολουθώντας πλήρως τις γραμμές των κομμάτων τους, κάνουν ατέλειωτους μονολόγους εις ώτα μη ακουόντων και οι μονόλογοι αυτοί γίνονται, όχι για να πείσουν συναδέλφους τους εντός της αίθουσας, όπως απαιτεί μια πραγματική δημοκρατία, έστω, επαναλαμβάνω και αυτή της κορυφής, αλλά γίνονται γι΄ αυτούς που είναι εκτός κοινοβουλίου. Γίνονται για να επηρεαστούν οι ψηφοφόροι ώστε να ψηφίσουν τα κόμματά τους και τους ίδιους.
Σε ότι αφορά στην ελεγκτική αρμοδιότητα της Βουλής (ερωτήσεις, επερωτήσεις κ.λ.π.), αυτή λειτουργεί μόνο τυπικά, αλλά επί της ουσίας είναι ανύπαρκτη. Οι ερωτήσεις είτε δεν απαντώνται από τους υπουργούς είτε οι απαντήσεις είναι τυπικές και γενικόλογες, χωρίς να απαντούν στα ερωτήματα και όλα αυτά φυσικά χωρίς καμία συνέπεια.
Δυστυχώς, το κακό δεν σταματάει εδώ. Έχει προστεθεί και δικαστική αρμοδιότητα στη Βουλή, που αφορά τόσο στα μέλη της κυβέρνησης, όσο και στους βουλευτές, η οποία αρμοδιότητα, εδώ στην Ελλάδα ελέγχεται στην πράξη κι αυτή απόλυτα από το πρωθυπουργικό γραφείο. Βλέπουμε λοιπόν κι εδώ ότι έχει μεταφερθεί εντέχνως σημαντικότατο, ίσως το πιο σημαντικό τμήμα της δικαστικής αρμοδιότητας, αυτό του ελέγχου του πολιτικού κόσμου, από τη δικαιοσύνη στην κυβερνητική πλειοψηφία της Βουλής. Δηλαδή η εκτελεστική εξουσία ασκεί δικαστική εξουσία, με όργανο την κυβερνητική πλειοψηφία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Δικαστική Εξουσία
Ούτε η δικαστική εξουσία είναι ανεξάρτητη. Κι εδώ η εκτελεστική εξουσία (δηλαδή η κυβέρνηση, δηλαδή ο πρωθυπουργός) έχει εισχωρήσει στο εσωτερικό της.
Κατ’ αρχήν σημαντικότατο δικαστικό έλλειμμα στην Ελλάδα, είναι η απουσία Συνταγματικού Δικαστηρίου. Το Συνταγματικό Δικαστήριο είναι ο θεματοφύλακας του Συντάγματος. Είναι το δικαστήριο που ακυρώνει ένα νόμο ή μια διεθνή συνθήκη ως αντισυνταγματικά νομοθετήματα και αυτή η ακύρωση ισχύει για όλη την επικράτεια και όχι μόνο για συγκεκριμένη υπόθεση, όπως ισχύει στον χαοτικό διάχυτο έλεγχο συνταγματικότητας, που υποτίθεται ότι ισχύει στην Ελλάδα και που στην πράξη ούτε κι αυτός εφαρμόζεται. Πέρα από αυτό τα συνταγματικά δικαστήρια σε όλο τον πλανήτη είναι συνήθως μικτά, αποτελούμενα από τακτικούς δικαστές, αλλά και από πολίτες νομικούς στο επάγγελμα. Επομένως έχουν μέσα τους έντονο το δημοκρατικό στοιχείο.
Εκτός των ανωτέρω, υπάρχει και κάτι ακόμα. Το δικαστικό σώμα είναι μεν συγκροτημένο ιεραρχικά, αλλά η ηγεσία αυτής της ιεραρχίας δεν προκύπτει από εσωτερικές διαδικασίες του χώρου της δικαιοσύνης, αφού την διορίζει ουσιαστικά ο πρωθυπουργός. Οι δικαστές είναι άνθρωποι και είναι λογικό να αγωνιούν για την επαγγελματική τους επιβίωση και ανέλιξη. Όταν όμως αυτές οι αγωνίες δεν εξαρτώνται αποκλειστικά και μόνο από την αξία τους και την επαγγελματική τους απόδοση, αλλά επιπρόσθετα και από την εύνοια ή μη της εκτελεστικής εξουσίας, τότε ενδέχεται να δημιουργηθούν σοβαρότατα προβλήματα μη ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας.
Όλα τα ανωτέρω και πολλά ακόμα, αποδεικνύουν ότι η διάκριση και η ανεξαρτησία των τριών εξουσιών που είναι συστατικό στοιχείο του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος δεν υπάρχει στην Ελλάδα και επομένως ούτε και αυτή έστω η «δημοκρατία κορυφής», που επαγγέλλεται το κοινοβουλευτικό σύστημα.
Στην πράξη έχουμε μια αιρετή μοναρχία, με ένα μονάρχη απλό άνθρωπο, με τις δικές του αγωνίες και ανασφάλειες για το πολιτικό του μέλλον, τις οποίες ενίοτε σπεύδουν να καλύψουν διάφορα συμφέροντα.