Η εθνική άμυνα και το Πολεμικό Ναυτικό -σίγουρα- χρειάζονται τις γαλλικές φρεγάτες Belharra, οι οποίες χαρακτηρίζονται υπερόπλο που θα χρησιμοποιείται για τα επόμενα 30 χρόνια. Και μακάρι οι οικονομικές δυνατότητες της χώρας να επέτρεπαν την αγορά περισσότερων πλοίων του ίδιου ή άλλου τύπου.
Ομως η πραγματική εθνική ανάγκη δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται σαν άλλοθι από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και να έχει ως αποτέλεσμα την παραπλάνηση της Βουλής και των πολιτών. Οπως και στην περίπτωση των νοσηλευομένων στις ΜΕΘ και των διασωληνωμένων εκτός ΜΕΘ, και όπως έχει συμβεί και σε πολλά άλλα θέματα, για τα οποία είπε ψέματα στη Βουλή, ο κ. Μητσοτάκης κορόιδεψε τους Ελληνες για τις πληρωμές των Belharra.
Στις 7 Οκτωβρίου 2021, κατά τη συζήτηση στη Βουλή για την κύρωση της ελληνογαλλικής συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας και απαντώντας σε ερωτήματα της αντιπολίτευσης, ο κ. Μητσοτάκης είπε τα εξής: «Κάνατε μια αναφορά στο αν μπορούμε να αγοράσουμε και τις φρεγάτες Belharra, αν αντέχουμε να αγοράσουμε και τα Rafale. Σας διαβεβαιώνω ότι, ναι, αντέχουμε να αγοράσουμε και τα δύο. Διότι τα μεν Rafale θα αποπληρωθούν το 2021 και το 2022, κάνοντας χρήση και της ρήτρας διαφυγής, κατά συνέπεια δεν θα επιβαρύνουν το έλλειμμά μας τα δύο χρόνια αυτά, οι δε Belharra θα αρχίσουν να αποπληρώνονται από το 2025 και μετά».
Η αναφορά του κ. Μητσοτάκη σε πληρωμές μετά το 2025 (άρα από το 2026) ξένισε τότε τα στελέχη του υπουργείου Εθνικής Αμυνας, αλλά και Ελληνες και ξένους εργαζομένους σε αμυντικές βιομηχανίες. Γιατί -αν ίσχυε- θα αποτελούσε, πραγματικά, επιτυχία παγκοσμίων διαστάσεων! Δεν θα είχε ξανασυμβεί διεθνώς στην Ιστορία μία χώρα να παραγγέλνει σήμερα πολεμικά πλοία, μαχητικά αεροσκάφη ή οτιδήποτε άλλο, αλλά να αρχίσει να τα πληρώνει τέσσερα πέντε χρόνια αργότερα.
Ομως, ασφαλώς, δεν μπορούσε να επιτύχει έναν τέτοιο άθλο ο κ. Μητσοτάκης και, προφανώς, έλεγε ψέματα. Ή διαφορετικά -δεν ξέρουμε τι είναι χειρότερο- ο πρωθυπουργός δεν είχε καταλάβει τι υπογράφει η χώρα και πώς και πότε θα το πληρώσει από το υστέρημα και τους φόρους των Ελλήνων.
Διαβάζουμε, λοιπόν, στην έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η οποία κατατέθηκε χθες στη Βουλή μαζί με το νομοσχέδιο για την έγκριση της σύμβασης με τη ναυπηγό εταιρία Naval Group, ότι η συνολική δαπάνη των 3,23 δισ. ευρώ «θα καταβληθεί, σύμφωνα με το αρμόδιο υπουργείο, τμηματικά από το τρέχον έτος έως και το έτος 2029. Συγκεκριμένα:
– περίπου 1,168 δισ. ευρώ για το έτος 2022,
– περίπου 517.000.000 ευρώ για το έτος 2023,
– περίπου 479.000.000 ευρώ για το έτος 2024,
– περίπου 490.000.000 ευρώ για το έτος 2025,
– περίπου 271.000.000 ευρώ για το έτος 2026,
– περίπου 181.000.000 ευρώ για το έτος 2027,
– περίπου 109.000.000 ευρώ για το έτος 2028,
– περίπου 22.000.000 ευρώ για το έτος 2029.
Με λίγα λόγια (και σε αντίθεση με όσα είπε ο κ. Μητσοτάκης), η ελληνική πλευρά θα πληρώσει στους Γάλλους από το 2022 ως και το 2025 τα 2,65 δισ. ευρώ από τα συνολικά 3,23 δισ. ευρώ του κόστους των Belharra.
237.000.000 ευρώ παραπάνω τις φρεγάτες παρά την υποτιθέμενη συμφωνία με τον Γάλλο πρόεδρο
Εκτός από τα ψέματα για τον χρόνο πληρωμών, η κατάθεση του νομοσχεδίου για τις φρεγάτες από τον υπουργό Εθνικής Άμυνας Ν. Παναγιωτόπουλο αποκάλυψε άλλο ένα ψέμα του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ενώ τον Σεπτέμβριο ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση διαφήμιζαν ότι πέτυχαν τιμή μόλις 3 δισ. ευρώ, το τελικό κόστος αποκαλύπτεται ότι είναι 3,23 δισ.! Για την ακρίβεια, 237.000.000 ευρώ περισσότερα ή όσο κοστίζουν περίπου δύο νοσοκομεία.
Να θυμίσουμε ότι οι διαρροές του Μαξίμου υποστήριζαν ότι τα ζεύγη Μητσοτάκη και Μακρόν έκαναν νυχτερινή βόλτα στην Ακρόπολη μετά την Ευρωμεσογειακή Διάσκεψη στο Ιδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», και ότι -εκεί και υπό το φως του φεγγαριού- ο Γάλλος πρόεδρος ζήτησε από τον πρωθυπουργό να βοηθήσει τη ναυπηγική βιομηχανία της χώρας του μετά την ήττα που υπέστη από τους Αμερικανούς λόγω της συμφωνίας AUKUS και της ακύρωσης της πώλησης γαλλικών υποβρυχίων, αξίας 80 δισ., στην Αυστραλία.
Κατά το κυβερνητικό αφήγημα, ο κ. Μητσοτάκης βρήκε περίπου «στην ανάγκη» τον κ. Μακρόν, απαίτησε καλύτερη τιμή και ο Γάλλος πρόεδρος… υπέκυψε. Χθες, όμως, αποκαλύφθηκε ότι ο φίλος Εμανουέλ δεν είχε πει την τελευταία του λέξη και πρόσθεσε άλλα 237.000.000 ευρώ!