Η ιστορία γράφεται από τους νικητές. Και είναι μια πραγματικότητα ότι οι «σημιτικοί» κυριαρχούν στην ελληνική πολιτική σκηνή, τόσο των «παιδιών» του πρώην πρωθυπουργού που διαρκώς μεταπηδούν από κόμμα σε κόμμα, των «τεχνοκρατών» του περιβάλλοντός του, όσο κι επικοινωνιακά λόγω της ισχυρής διείσδυσης των «σημιτικών» στα ΜΜΕ.
Έτσι, η αγιοποίηση της οκταετούς κυβερνητικής θητείας Σημίτη… επανεμφανίζεται με κάθε αφορμή και διαρκώς επιχειρείται να παγιωθεί στην κοινή γνώμη, όπως πρόσφατα με όσα ειπώθηκαν για τα τριχίλιαρα στην πυρκαγιά της Πελοποννήσου το 2007.
Ο,τι κι αν συμβαίνει, το πάντα ενεργό «σημιτικό μπλοκ» επιδιώκει να επιβάλλει το βολικό σενάριο πως όλες οι κυβερνήσεις ευθύνονται για τη χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας το 2010, εκτός από μία: Αυτής του Σημίτη. Κάτι που αποτελεί ψέμα και παραπλάνηση. Ο δήθεν «καλός λογιστής» Σημίτης ήταν αυτός που «φύτεψε» με οικονομικές νάρκες τον δρόμο όλων των υπόλοιπων κυβερνήσεων. Ακόμα και τη δεκαετή ωρολογιακή βόμβα που οδήγησε τη χώρα μας το 2010 στη χρεοκοπία και στην τρόικα.
Στις 20 Απριλίου 2000 ο Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ εκτόξευε απειλές μιλώντας στους Έλληνες εκπροσώπους της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων 2004. «Βρισκόσαστε στο τελευταίο στάδιο του κίτρινου χρώματος» έλεγε με σκληρό ύφος ο τότε πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το 2010.
Στη συνέχεια έγινε σχεδόν προσβλητικός: «Ακολουθεί το κόκκινο, η κόκκινη κάρτα που είναι ένδειξη κινδύνου, ακόμα και απώλειας των Ολυμπιακών Αγώνων. Αν έως το τέλος του χρόνου δεν υπάρξουν αποτελέσματα σε όλους τους τομείς, τότε η ΔΟΕ είναι υποχρεωμένη να πάρει τα μέτρα της. Για πρώτη φορά στα 20 χρόνια της θητείας μου στην προεδρία της ΔΟΕ, παρουσιάζεται μια τόσο σοβαρή κρίση στην πόλη που έχει αναλάβει τη διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων».
Στην κυβέρνηση Σημίτη, που μόλις είχε επανεκλεγεί στο θρίλερ της 9ης Απριλίου 2000 με μερικές χιλιάδες ψήφους διαφορά από τη Ν.Δ. του Καραμανλή, σήμανε συναγερμός. Οι αργοπορίες στα έργα που ήταν να ξεκινήσουν από το 1997 είχαν ως συνέπεια τις υπερκοστολογήσεις και τους δυσβάσταχτους δανεισμούς.
Η κατακραυγή από τα ξένα ΜΜΕ βάραινε ακόμα περισσότερο το κλίμα. Ο διεθνής Τύπος πίεζε για τα έργα υποδομής και ασφάλειας. Στις 21 Απριλίου 2010 η «USA Today» «βομβάρδιζε» την Ελλάδα: «Σε μια δημόσια κριτική χωρίς προηγούμενο ο κ. Σάμαρανκ τόνισε ότι η καθυστέρηση της Αθήνας για τα έργα είναι η μεγαλύτερη των τελευταίων 20 ετών και την παρομοίασε με τη σχεδόν καταστροφική καθυστερημένη προετοιμασία του Μόντρεαλ το 1976». Να αναφέρουμε ότι ο Καναδάς ουσιαστικά χρεοκόπησε ύστερα από εκείνη τη διοργάνωση.
Πανικόβλητη η κυβέρνηση Σημίτη έσπευσε να πάρει ένα, όπως αποδείχθηκε, μοιραίο δάνειο. Με ένα εξωπραγματικό ποσό για τα τότε δεδομένα της ελληνικής οικονομίας, με δυσθεώρητο επιτόκιο και, μάλιστα, σε εποχή δραχμής ακόμα.
Ήταν το δεκαετές ομόλογο-εφιάλτης των περίπου 10 δισ. ευρώ που έληγε τον Μάιο του 2010 και δεν μπορούσε να αποπληρώσει η χώρα μας, με συνέπεια να επιτίθενται οι αγορές και η Κομισιόν να τρέμει το ενδεχόμενο χρεοκοπίας. Έτσι, ο Γιώργος Παπανδρέου προσέφυγε στην τρόικα στα τέλη Απριλίου, με το διάγγελμα από το Καστελλόριζο, λίγες μέρες πριν από το κραχ του «ομολόγου Σημίτη».
Το «δάνειο Σημίτη» ήταν η αφετηρία για το μεγάλο ξεσάλωμα στα έργα των αγώνων, που τα περισσότερα ήταν τελικά αχρείαστα, με τα πιο πολλά ολυμπιακά ακίνητα να παραμένουν μέχρι σήμερα «βαρίδι» για την οικονομία, επί χρόνια αραχνιασμένα και αναξιοποίητα.
Οι όροι εκείνου του δανείου ήταν εξοντωτικοί, αφού η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας δεν επέτρεπε τέτοια επιπόλαια ανοίγματα. Η Ελλάδα, με νόμισμα τη δραχμή, πήρε στις 19 Μαΐου του 2000 δανεικά σχεδόν 10 δισ. ευρώ, με επιτόκιο 6%! Να θυμίσουμε ότι τον Απρίλιο του 2010, όταν η χρεοκοπία ήταν πια γεγονός, το επιτόκιο του δεκαετούς ομολόγου ήταν στο 6%-7%. Και μόνο αυτό καταδεικνύει ότι η κυβέρνηση Σημίτη δανείστηκε με το «πιστόλι της ΔΟΕ στον κρόταφο», τοποθετώντας μια βόμβα στα θεμέλια της ελληνικής οικονομίας για την επόμενη δεκαετία. Η αποπληρωμή των τόκων αλλά κι αυτή του κεφαλαίου τον Μάιο του 2010 ήταν πάνω από τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας, όπως αποδείχθηκε.
Διόλου τυχαία, την ίδια μέρα, στις 19 Μαΐου 2000 η ΕΚΤ, που έκλεινε τα μάτια στα μαγειρέματα της ελληνικής οικονομίας για να ενταχθεί στο ευρώ, έδινε χείρα βοηθείας στην κυβέρνηση Σημίτη: «Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπερψήφισε την αίτηση ένταξης της Ελλάδας στην ΟΝΕ με ψήφους 376 υπέρ, 42 κατά και 80 αποχές. Η ισοτιμία ευρώ/δραχμή καθορίστηκε στο fixing 336,6. Η απόκλιση από το 10ετές γερμανικό ομόλογο είναι στις 82 μονάδες βάσης». Και μόνο ότι με το spread στις 82 μονάδες η Ελλάδα δανειζόταν με επιτόκιο 6% αποτυπώνει την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας.
Ήταν η εποχή που το έλλειμμα κουκουλωνόταν. Όπως είπε ο Κώστας Καραμανλής σε προεκλογική του ομιλία στις 19 Αυγούστου 2007, «τον Μάρτιο 2004, όταν αναλάβαμε, το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν στην πραγματικότητα έξι φορές μεγαλύτερο από αυτό που εμφάνιζε η προηγούμενη κυβέρνηση και 2,5 φορές υψηλότερο από το όριο του συμφώνου σταθερότητας της Ε.Ε.». Κάτι που η κυβέρνηση Σημίτη απέκρυβε.
Τα αμαρτωλά swaps, οι μίζες, η Siemens και οι πανάκριβοι Ολυμπιακοί Αγώνες
Οι λάτρεις των μεθόδων Σημίτη «θέλουν» να ξεχνούν πολλά.
- Τα αμαρτωλά swaps δισεκατομμυρίων του 2001 με την Goldman Sachs για να συγκαλυφθεί το χρέος και να μπει η χώρα στην ευρωζώνη, μια «βρόμικη» κίνηση που «στοίχειωσε» την ελληνική οικονομία επιβαρύνοντας πολλαπλώς τους Ελληνες φορολογουμένους.
- Τις μίζες πρωτοκλασάτων κυβερνητικών στελεχών, όπως των Τσοχατζόπουλου, Παπαντωνίου και άλλων, που εκτόξευσαν κατά δισεκατομμύρια το κόστος των εξοπλιστικών προγραμμάτων.
- Τα μαύρα ταμεία της Siemens.
- Το γεγονός ότι το κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων που ανέλαβε η χώρα επί Σημίτη, το 1997, εκτινάχθηκε σε επίπεδα που υποχρέωσαν τη χώρα να υπερδανείζεται για τα επόμενα χρόνια. Σε έκθεση του υπουργείου Οικονομικών το 2005 διαπιστώθηκε ότι το κόστος ξεπέρασε τα 13,5 δισ. ευρώ, ενώ νεότερες εκτιμήσεις κάνουν λόγο ακόμα και για 20-30 δισ. Ενδεικτικά, τα έργα στο ΟΑΚΑ είχαν προϋπολογιστεί στα 3.100.000 ευρώ από την κυβέρνηση Σημίτη και το τελικό κόστος έφτασε στα 399.000.000 ευρώ!
Ο δήθεν «νοικοκύρης» Σημίτης λειτούργησε τόσο ανεύθυνα που «χρέωσε» τον κάθε Έλληνα με 844 ευρώ, μόνο λόγω των υπερκοστολογήσεων των έργων του 2004, όταν κάθε Αυστραλός έδωσε για τους Αγώνες του Σίδνεϊ το 2000 μόλις 75 ευρώ! Κι όλα αυτά ενώ το 1997 η κυβέρνηση Σημίτη προϋπολόγιζε τελικό όφελος 300 δισ. δραχμών μόνο από τους φόρους για τους Ολυμπιακούς Αγώνες.