- Από τον Πάνο Σώκο
Παρά το πανηγυρικό κλίμα που στήθηκε στο συνέδριο της Ν.Δ. για να αποθεωθεί ο πρωθυπουργός και να εμφανιστεί ως κυρίαρχος στο κόμμα, στην κυβέρνηση, αλλά και στην πολιτική ζωή του τόπου γενικότερα, η πραγματικότητα για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του είναι πολύ διαφορετική και δεν κρύβεται με πανηγυρισμούς και τεχνητή ευφορία…
Ο κατά τα άλλα «παντοδύναμος» πρωθυπουργός αποφεύγει να φέρει κρίσιμα θέματα στην Βουλή για να μην καταψηφιστούν, υποκύπτοντας έτσι στις απειλές υπουργών και βουλευτών, ενώ αρνείται σταθερά να λάβει δραστικά μέτρα παρέμβασης στην αγορά και ελέγχου της ανεξέλεγκτης ενεργειακής ακρίβειας, για να μη θίξει, όπως καταγγέλλεται από την αντιπολίτευση, τα συμφέροντα των εταιριών ηλεκτρικής ενέργειας. Η τακτική αυτή δείχνει την αντιφατική πολιτική που ακολουθεί και τα εσωκομματικά γραμμάτια που χρωστά.
Ο πρωθυπουργός αρνείται να φέρει για ψήφιση την Ευρωπαϊκή Οδηγία για τους προστατευόμενους μάρτυρες, επειδή αντιδρούν ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, αλλά και οι υπουργοί Αδωνις Γεωργιάδης, Μάκης Βορίδης και Θανάσης Πλεύρης, οι οποίοι σε πρόσφατο υπουργικό συμβούλιο την είχαν μπλοκάρει, καθώς, όπως ισχυρίστηκαν, η ευθυγράμμιση με την Ευρωπαϊκή Οδηγία θα δικαίωνε τους προστατευόμενους μάρτυρες του σκανδάλου Novartis.
Παρά τις εξηγήσεις του κ. Τσιάρα, πως δέχεται πιέσεις από τη Διεθνή Διαφάνεια και από οργανισμούς κατά της διαφθοράς ώστε να ενταχθεί η Οδηγία στο Ελληνικό Δίκαιο, και τις διαβεβαιώσεις του ότι θα υπάρξουν δικλίδες ασφαλείας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης απέσυρε το νομοσχέδιο, δίνοντας εντολή στον υπουργό Δικαιοσύνης να το ξαναδούν εν ευθέτω χρόνω. Από τότε αγνοείται η τύχη της Ευρωπαϊκής Οδηγίας.
Δεν έχει ξαναγίνει πάντως πρωθυπουργός να αναγκάζεται με τόσο απροκάλυπτο τρόπο να αποσύρει νομοσχέδιο από το υπουργικό συμβούλιο και να «αδειάζει» υπουργό που το εισηγείται, επειδή αντιδρούν άλλοι υπουργοί… Αυτό και μόνο δείχνει και την αδυναμία του να επιβληθεί και την ιδιότυπη ομηρία στην οποία βρίσκεται, επειδή είναι αναγκασμένος να ακροβατεί μεταξύ αντικρουόμενων συμφερόντων.
Η Ευρωπαϊκή Οδηγία, που επιβάλλεται από το Ενωσιακό Δίκαιο, προβλέπει την καθιέρωση ενός αποτελεσματικού πλέγματος προστασίας των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις τόσο του Ενωσιακού όσο και του Εθνικού Δικαίου, ώστε τα πρόσωπα αυτά (whistleblowers) να ενθαρρύνονται να προβαίνουν σε αποκαλύψεις δημοσίου συμφέροντος.
Το θέμα ήρθε και πάλι στην επικαιρότητα πριν από μερικές μέρες, μετά την επιστολή-καταγγελία που έστειλε η Διεθνής Διαφάνεια στον πρωθυπουργό και τον υπουργό Δικαιοσύνης (υπογράφεται και από την πρόεδρο του παγκόσμιου κινήματος της Διεθνούς Διαφάνειας, Delia Ferreira Rubio), στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρονται τα ξής: «Ενώ άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. συνεχίζουν να ενσωματώνουν την Οδηγία, η διαδικασία που ακολουθείται από την κυβέρνησή σας εμφανίζει σοβαρές καθυστερήσεις και δεν ανταποκρίνεται στα πρότυπα διαφάνειας, μέσω του διαμοιρασμού πληροφοριών με την κοινωνία των πολιτών. Βρισκόμαστε σε συναγερμό, διότι, παρά την παρουσίαση από τον υπουργό Δικαιοσύνης τού σχεδίου νόμου ενσωμάτωσης της Οδηγίας ενώπιον του υπουργικού συμβουλίου προ δύο περίπου μηνών, η νομοθετική διαδικασία έχει έκτοτε μείνει στάσιμη».
Παράλληλα υπενθυμίζει ότι «έχουν περάσει περισσότεροι από τέσσερις μήνες από τότε που η χώρα όφειλε να ενσωματώσει στην έννομη τάξη της την Οδηγία Ε.Ε. 2019/1937 της 23ης Οκτωβρίου 2019 σχετικά με την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του Δικαίου της Ενωσης (whistleblowers), ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επισήμως εκκινήσει διαδικασία παράβασης του Ενωσιακού Δικαίου κατά της Ελλάδας, συντάσσοντας την από 27/01/2022 προειδοποιητική επιστολή λόγω της μη ενσωμάτωσης της Οδηγίας».
Τα μνημόνια των Πρεσπών
Με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρεται ο πρωθυπουργός και για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Παρά όσα έλεγε προεκλογικά, εφαρμόζει κατά γράμμα τη συμφωνία, αλλά δεν φέρνει για ψήφιση στη Βουλή τα τρία μνημόνια συνεργασίας που απορρέουν από τη Συμφωνία των Πρεσπών. Κι αυτό το κάνει για τρεις λόγους:
- Για να αποφύγει τη σύγκρουση με τους δύο πρώην πρωθυπουργούς Αντώνη Σαμαρά και Κώστα Καραμανλή, που έχουν διαμηνύσει ότι δεν πρόκειται να ψηφίσουν την επικύρωση των μνημονίων.
- Φοβάται την εσωκομματική αναταραχή στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ν.Δ. και την πιθανή καταψήφιση των μνημονίων από μεγάλο αριθμό βουλευτών, που θα τον αποδυναμώσει και θα προκαλέσει κυβερνητική κρίση.
- Φοβάται τις αντιδράσεις στη βάση των ψηφοφόρων της Ν.Δ., η οποία ακόμα και σήμερα, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα, είναι αντίθετη με τη συμφωνία και δεν θα μπορούσε να δεχθεί οποιαδήποτε νομοθετική πρωτοβουλία.
Κοινοβουλευτικά στελέχη μάς έχουν πει ότι η κυβέρνηση μπορεί τώρα να χρησιμοποιεί το -ούτως ή άλλως έωλο- επιχείρημα ότι βρήκε έτοιμη τη συμφωνία και δεν μπορεί να μην την εφαρμόσει, όμως θα το χάσει αν η ίδια προχωρήσει σε νομοθετική επικύρωση των μνημονίων.
Γιατί δεν θίγει τους προύχοντες στην αγορά ενέργειας
Στο θέμα της ενεργειακής κρίσης η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει δείξει για πάρα πολλούς μήνες απροθυμία να πάρει εγκαίρως μέτρα ελέγχου της αγοράς ενέργειας, αναχαίτισης της ακρίβειας και ανακούφισης των νοικοκυριών. Αρνείται πεισματικά να βάλει πλαφόν στις τιμές, όπως έχουν κάνει δεκάδες χώρες στην Ευρώπη, σύμφωνα με πρόσφατο αποκαλυπτικό δημοσίευμα της «δημοκρατίας», και, αντί να πάρει πολιτικές πρωτοβουλίες για μείωση των τιμών, αρκείται σε παροχές και διευκολύνσεις-ψίχουλα, που δεν λύνουν το μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα, γι’ αυτό και καταγγέλλεται από την αντιπολίτευση ότι ουσιαστικά δεν θέλει να θίξει τα συμφέροντα και τα υπερκέρδη των εταιριών ηλεκτρικής ενέργειας.
Η άρνηση της κυβέρνησης να επέμβει στην αγορά ενέργειας με πρόσχημα ότι αυτή θα αυτορρυθμιστεί έφερε ανεξέλεγκτες ανατιμήσεις και, στην πραγματικότητα, άναψε το πράσινο φως στους κερδοσκόπους. Πριν από μερικές μέρες και ο εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Ν. Ηλιόπουλος δήλωσε ότι η κυβέρνηση προκαλεί τους πολίτες με τα golden boys της ΔΕΗ που «παίρνουν μισθούς 360.000 ευρώ τον χρόνο, δίνουν 16.000.000 μπόνους στον εαυτό τους ως μετοχές και χτίζουν “παλάτια”, τη στιγμή που οι πολίτες δεν βγάζουν τον μήνα».
Επίσης πρόσφατα, ο πρόεδρος του ΚΙΝ.ΑΛ. Νίκος Ανδρουλάκης είπε ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας «μόλις τώρα ανακάλυψε την ανάγκη έκτακτης φορολόγησης των υπερκερδών, ενώ συνεχίζει να κερδοσκοπεί εις βάρος των πιο αδυνάμων, διατηρώντας αδικαιολόγητα υψηλούς τους συντελεστές ΦΠΑ στα βασικά προϊόντα».