Έχει περάσει βραχύ σχετικά διάστημα από τότε που μια απλή υπόθεση παρακολούθησης ενός δημοσιογράφου πήρε διαστάσεις ευρύτερες, καθώς αποκαλύφθηκε ότι στον ιστό των μυστικών υπηρεσιών της χώρας βρέθηκε μπλεγμένος με τη συνήθη επίκληση λόγων «εθνικής ασφάλειας» ο αρχηγός του τρίτου σε δύναμη κοινοβουλευτικού κόμματος της χώρας.
Την περασμένη Παρασκευή ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης υποχρεώθηκε να «θυσιάσει» τον άνθρωπό του, τον γενικό γραμματέα του γραφείου του Γρηγόρη Δημητριάδη, και τον εκλεκτό του στην ΕΥΠ Παναγιώτη Κοντολέοντος, για τον οποίο ειδικά νομοθέτησε στη Βουλή προκειμένου να τον «χωρέσει» στο στενόχωρο καλούπι των απαιτούμενων προσόντων.
Θα περίμενε κανείς ότι η αποκάλυψη σε κοινή θέα αυτών των φαιών πρακτικών που τεκμηριώνουν την ύπαρξη παρακράτους και διαχέουν στους πολίτες ένα αίσθημα πυκνής ανασφάλειας θα ήταν επαρκής λόγος ώστε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, μια τέως δικαστής περιωπής, με αυξημένες τυπικά και ουσιαστικά ευαισθησίες στην τήρηση του Συντάγματος, θα έκανε μια λυτρωτική παρέμβαση, μεταδίδοντας στην κοινωνία το παιδαγωγικό μήνυμα ότι διαθέτει, αυτές τις κρίσιμες ώρες, αίσθηση καθήκοντος.
Εκφράζει το συλλογικό ήθος
Για να το πούμε «λιανά», η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, όπως και ο/η εκάστοτε ένοικος στα δροσερά ενδιαιτήματα του Μεγάρου της Ηρώδου Αττικού δεν είναι ένα πλουμιστό «θεσμικό παγόνι». Η συνταγματική αναθεώρηση του Ανδρέα αφαίρεσε πολλές από τις απειλητικές δυνατότητες του ανώτατου πολιτειακού άρχοντα να διορίζει πρωθυπουργό ακόμα και τον κηπουρό του. Εντούτοις, δεν έπαψε ποτέ η ανάγκη ο/η εκάστοτε Πρόεδρος να εκφράζει το συλλογικό ήθος και να ερμηνεύει το μέτρο των κοινών προσδοκιών του έθνους.
Από την άποψη αυτή, η ηχηρή σιγή της Κατερίνας Σακελλαροπούλου επιβεβαιώνει αποκαρδιωτικά ότι δεν έχει συνειδητοποιήσει ακόμα τον ρόλο της ως ηθικού αντίβαρου στην πολιτειακή πυραμίδα.